Περίληψη προηγουμένων:
Την ταπεινωτική ήττα της Χώρας στη διαμάχη με την ΚΟΜΟ ακολούθησε η απελπισμένη προσπάθεια προβοκάτσιας του δημάρχου της Χώρας. Όμως η Κατρίν, η νέα βιονική υπερηρωίδα του Έξω Δήμου, συνέλαβε τον πιλότο της ΔΜΔ και η ΕΥΠ άρχισε την ανάκριση. Η σούπερ Καθι -αλίμονο- τερματίστηκε καθώς κρίθηκε επιχειρησιακά ασύμφορη, προλαβαίνοντας μόνο να κάνει στα κρυφά ένα backup. Ο σούπερ Κασιμάτης παραμένει αιχμάλωτος στο Μανιτοχώρι.
…………………………………………………..
Πρωτόγνωρες αισθήσεις την κυρίευσαν. Ένιωσε για πρώτη φορά κρύο, ένα υπέροχο υγρό κρύο να την περονιάζει μέχρι τα κόκκαλα. Ξαπλωμένη κάτω ένιωσε πόνο, τα χαλίκια του οδοστρώματος να της τρυπάνε τα πλευρά. Άνοιξε τα μάτια και γύρισε το κεφάλι προς την μεριά όπου έσβηνε ο θόρυβος μιας μηχανής. Ίσα που πρόλαβε να δει ένα αγροτικό αυτοκίνητο πριν αυτό χαθεί στην ομίχλη. Απόλυτη σιωπή την κύκλωσε, η ανάσα της την τρόμαζε. Που ήταν; Και, το κυριότερο…. ποιά ήταν; Μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι. Το απόλυτο κενό αντηχούσε στο εσωτερικό του κρανίου της και η σιωπή του τοπίου την τρόμαζε. Έμεινε έτσι μερικά λεπτά. Ύστερα σηκώθηκε και το έδαφος ελάχιστα απομακρύνθηκε από το πρόσωπό της – διαπίστωσε οτι ήταν κοντή. «Άραγε να είμαι τουλάχιστον όμορφη;» ήταν το πρώτο που σκέφτηκε. Ψαχουλεύοντας το πρόσωπό της δεν κατάλαβε πολλά, μάλλον όμορφη της φάνηκε. Αλλά μετά, κοιτώντας το ντύσιμό της πήρε θάρρος, είχε τουλάχιστον εξαιρετικό γούστο. ‘Αρχισε να περπατά μηχανικά στο νοτισμένο από το σύννεφο οδόστρωμα. Δεν έβλεπε παρά λίγα μέτρα μακρύτερα. “Keep walking Κάθι» σκέφτηκε κι αμέσως αναφώνησε: «Κάθι! Με λένε Κάθι!»
Κάποια στιγμή ένιωσε κάτι στην εσωτερική τσέπη του παλτού της. Βρήκε ένα πορτοφόλι με λίγα χρήματα, ένα usb stick και… ναι! Την ταυτότητά της! Με αγωνία τη γύρισε για να δει αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο. Ανακουφίστηκε. Ήταν όμορφη πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά την έλεγαν Κάθι Πούλος. Αχώνευτο. Άκου Πούλος….
Φάνηκε η πλάτη μιας πινακίδας, την προσπέρασε και διάβασε «Αγία Πελαγία Μέσω Περιφερειακού». Δεν της θύμιζε τίποτα. Ύστερα φάνηκαν κάτι ψηλά δέντρα, ένα νεκροταφείο, μια πινακίδα με ένα «Μ» γραμμένο πρόχειρα πριν το «Ποταμός» κι ύστερα μια σειρά σπίτια. Μπήκε στο χωριό χωρίς να δει κανέναν να κυκλοφορεί στους δρόμους.
«’Εϊ, Κάθι!» άκουσε μια φωνή. Πάνω στη μηχανή του, ο Διονύσης Κοντοβράκης της χαμογελούσε με το ύφος του ανθρώπου που γνώριζε πολλά.
«Παρακαλώ;» ρώτησε αυτή. «Με γνωρίζετε;»
«Έλα Κάθι, άσε την πλάκα, πάμε γιατί σε λίγο ξεκινάει η βάρδια σου, η Αννούλα έχει ματς».
«Ματς; Αννούλα; Βάρδια;» ρώτησε με αντίστροφη σειρά η Κάθι.
«Ναι, είναι ο τελικός του ράγκμπυ γυναικών απόψε. Έλα! Τι θα γίνει, θα ανέβεις;»
«Να ανέβω…», ψιθύρισε η Κάθι αποφασίζοντας να ακολουθήσει αυτόν που τουλάχιστον έδειχνε να την γνωρίζει. Δε μπόρεσε με την πρώτη. Ο Διονύσης συγκαταβατικά της έδειξε την μάντρα στο πλάι του δρόμου, αυτή σκαρφάλωσε και ύστερα πήδηξε στη μηχανή που 1 λεπτό αργότερα ήταν παρκαρισμένη κάτω από το πεύκο, έξω από το «Επαναστατικόν». Ντράπηκε να ζητήσει βοήθεια να κατέβει, το πάλεψε και τα κουτσοκατάφερε με ένα μικρό στραμπούληγμα στον αστράγαλο. Ο Διονύσης ήδη είχε μπει, έτρεξε πίσω του και τον ακολούθησε μέχρι την κουζίνα του μαγαζιού, με την ίδια υποταγή που οι μηχανικοί ακολουθούν τον κλητήρα της πολεοδομίας στο φωτοτυπάδικο.
«Αννούλα φύγε, έφερα την Κάθι» είπε ο Διονύσης.
«Επιτέλους, άντε μη τα σπάσω όλα εδώ μέσα…» είπε η Αννούλα κι έφυγε αγριοκοιτάζοντας γλυκά την Κάθι. Όλο το καφενείο αναστέναξε. Η Αννούλα έδερνε, αλλά ποιός δεν ονειρεύτηκε να τις φάει από τα χεράκια της;
Πέντε λεπτά αργότερα η Κάθι σερβίριζε πελάτες χωρίς να ξέρει ποιά είναι, από που ήρθε, τίποτα τίποτα.
«Παρακαλώ; Θα πάρετε κάτι;» ρώτησε έναν γοητευτικό ασπρομάλλη πελάτη που είχε καθίσει στο μπαρ. Αυτός την κοίταξε στα μάτια, βαθειά, λες και την ήξερε χρόνια. Όμως η Κάθι δεν τον γνώριζε κι ένιωθε αμηχανία. «Εεεε…. συγνώμη, μπορώ να σας φέρω κάτι;»
«Το συνηθισμένο;» ρώτησε αυτός αινιγματικά.
Η Κάθι ένιωσε οτι της έκανε κάποιου είδους τέστ, σαν να την δοκίμαζε εάν τον θυμόταν. «Συγνώμη κύριε, είμαι καινούρια στο μαγαζί και δεν γνωρίζω….»
«Εντάξει κοπελιά, πλάκα κάνω, δεν θέλω τίποτα, έφευγα…» είπε αυτός και έφυγε αργά συνεχίζοντας να την κοιτάει. Κανείς δεν είδε τα μάτια του που βούρκωσαν όταν έστρεφε οριστικά το βλέμμα του μακρυά της. Διότι ο Γ δεν ήταν σκληρός άνθρωπος, όμως η ζωή (το χέρι του Ρομπέρτο Κάρλος συγκεκριμένα) τον είχε κάνει να μπορεί να διαχειρίζεται τις κρισιμότερες καταστάσεις με παροιμιώδη ψυχραιμία και ναι, να φέρεται σκληρά όταν πρέπει.
Όπως σκληρά φέρθηκε και στο δύστυχο σμήναρχο Κασιμάτη, μέχρι να αποσπάσει όλες τις πληροφορίες που μπορούσε. Δεν τον έδειρε, δεν τον βασάνισε, ούτε τον υποχρέωσε να δει σε μαγνητοσκόπηση τον αγώνα Παλαίμαχοι – Μπεκατσιακός 0-0 κεκλεισμένων των θυρών. Απλά, τον κάθισε στο τραπέζι του διαλόγου και απέναντί του (σε απόσταση ανάσας όμως) τοποθέτησε τη νέα υπερηρωίδα της ΕΥΠ, την ακαταμάχητη, πανέμορφη, απαθή βιονική εκτελέστρια Κατρίν. Η διαδοχή ερωτισμού και σφαλιάρας έλυσε τη γλώσσα του σμήναρχου αποτελεσματικότερα από ότι θα μπορούσε ο ίδιος ο Γ να φανταστεί. Αποκαλύφτηκε λοιπόν η προβοκάτσια της ΔΜΔ και η ΕΥΠ απέκτησε πλήρη γνώση της απόπειρας εμπλοκής του βορείου νησιού στη διαμάχη του δημάρχου/πρωθυπουργού της Χώρας με τα Βιαράδικα.
Στο μεταξύ το Βιτσέντζος Κορνάρος είχε βγει από το λιμάνι του Διακοφτιού και με το τιμόνι όλο δεξιά έστριβε με πλήρη ταχύτητα ακολουθώντας τη ρότα για Αντικύθηρα.
Στην πλατεία της Χώρας πλήθος κόσμου διαδήλωνε εξαγριωμένο. Δεν ήταν μόνο ο τρόμος τον οποίον είχαν υποστεί από την επίδειξη ισχύος της αεροπορίας της ΚΟΜΟ, ήταν και το οτι η ΔΜΔ είχε υπαναχωρήσει άτακτα και εξευτελιστικά χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ο Δήμαρχος/πρωθυπουργός κοιτούσε ανήσυχος κάθε τόσο πίσω από τις κουρτίνες του 2ου ορόφου του Μεγάρου Χειλάκη προς το δρόμο. Ταυτόχρονα επέβλεπε τους δικούς του «αγανακτισμένους πολίτες» που είχε νωρίτερα λαδώσει ώστε να προωθούν ελεγχόμενα συνθήματα που δεν θα έβλαπταν την πολιτική του σταδιοδρομία. Κανείς βέβαια δεν κατηγορούσε ευθέως τις αρχές του τόπου – εξάλλου τι πιο λογικό από το να έχει πάει το υπουργικό συμβούλιο για θράψαλα, μελανούρια ή τζίγκινγκ; Όμως ο λαός είναι αχάριστος και ποτέ δεν πρέπει να εφησυχάζει η εξουσία.
«Μάθιου» ρώτησε κάποια στιγμή τον μπάτλερ (στην πραγματικότητα πράκτορα της ΜΙ6) «πιστεύεις οτι μπορεί να στραφούν εναντίον μου;»
«Μετά από όσα έχετε κάνει για αυτούς; Πως θα ήταν δυνατόν m’lord;»
«Ναι αλλά η αχαριστία είναι το δηλητήριο της ανθρωπότητας Μάθιου».
«Το έχω φροντίσει m’lord, θα συνιστούσα να μην ανησυχείτε. Μην ξεχνάτε οτι η αχαριστία είναι σημάδι αδυναμίας. Δεν έχω δει έξυπνο άνθρωπο να είναι αχάριστος…» είπε σταθερά ο μπάτλερ.
«Δηλαδή πως το έχεις φροντίσει;»
«Το μόνο που έχει να φροντίσει κανείς με αυτό τον όχλο, είναι να στρέψει την προσοχή του αλλού» είπε ο Μάθιου και η έκφραση μιας απέραντης περιφρόνησης χαράχτηκε στο ψυχρό του πρόσωπο καθώς κοιτούσε αφ’ υψηλού τη διαδήλωση.
Κι όντως. Η συσσωρευμένη οργή του όχλου ξεσπούσε στον γνωστό αποδιοπομπαίο τράγο: τον σούπερ ζαβέα, τον άχρηστο υπερήρωα που μόνο για να κατεβάζει γατιά από τα δέντρα ήταν ικανός και τώρα που η πατρίδα τον χρειάστηκε αυτός ήταν εξαφανισμένος, προφανώς χεσμένος από το φόβο. Ή, ακόμα χειρότερα, προδότης! Φέιγ βολάν με το σύνθημα «ΖΑΒΕΑ ΠΟΡΔΕΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΟΥ» γέμισαν το μεσιακό στενό ενώ η Χώρα βούιζε από τα συνθήματα: «Κάθι, Ζαβέα, τα πίνετε παρέα», «Γύρω γύρω όλοι, βαράτε το Μανώλη», «Σούπερ Μανώλη, σε παίρνει η ΚΟΜΟ όλη», «Πορδέα, κουφάλα, έρχεται κρεμάλα» και πολλά άλλα τα οποία αν ο δύστυχος ήταν ελεύθερος κι όχι αιχμάλωτος του Χαρούπη, δεν θα μπορούσε να αντέξει.
Κάπου ανάμεσα στο χαμό, μια βέσπα πάσχιζε να διασχίσει το πλήθος και μετά από πολλά κορναρίσματα, βρισιές και σπρωξίματα σταμάτησε μπροστά από τα σκαλιά του Μεγάρου. Ασθμαίνοντας και χωρίς να προλάβει να σκεφτεί να βγάλει το κράνος του, ο αναβάτης έφτασε στο 2ο όροφο και χτύπησε επίμονα την πόρτα του δημάρχου/πρωθυπουργού. Ο Μάθιου άνοιξε και ο κάθιδρος μεσαρίτης είπε: «Δήμαρχε έχεις κατεβασμένο το τηλέφωνο; Σε ψάχνουμε μισή ώρα!»
«Α, μπα; Ναι, όντως το έχω ξεχάσει ανοιχτό. Λοιπόν, τι έγινε;»
«Δήμαρχε ρίξανε τον Κασιμάτη!»
«Τον Σούπερ Κασιμάτη;» ρώτησε ο δήμαρχος ενώ το πρόσωπο του Μάθιου φωτιζόταν.
«ΌΧΙ! Τον σμήναρχο Κασιμάτη!» απάντησε ο αγγελιοφόρος ενώ το πρόσωπο του Μάθιου σκοτείνιαζε και του δημάρχου χλώμιαζε.
«ΠΟΥ; ΠΟΤΕ;»
«Πριν από λίγη ώρα, έπεσε στον Έξω Δήμο. Τον πιάσανε, είδαμε το αλεξίπτωτο και μετά μια γυναίκα που πετούσε τον πήρε πριν προσγειωθεί και τον πήρε βόρεια!»
«Η Σούπερ Κάθι… Την πατήσαμε.» είπε ο Δήμαρχος και κατέρρευσε στην πολυθρόνα του.
«Oh! How unfortunate! Had only he been killed…. ( Όου! Πόσο ατυχές! Αν είχε τουλάχιστον σκοτωθεί….)» μουρμούρισε ο Μάθιου.
«Την πατήσαμε. Τώρα θα τα ξεράσει όλα και αντί να την πέσει η ΛΒΔ στα Βιαράδικα θα την πέσει σε εμάς».
«Αν μου επιτρέπεις m’lord” είπε ο Μάθιου μόλις ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, «ο Σμήναρχος Κασιμάτης δεν θα μιλήσει ποτέ. Αλλά και να αποκαλυφτεί το κόλπο μας, δεν θα ήμουν σίγουρος οτι κινδυνεύει η ανακωχή μας με τη ΛΒΔ. Γιατί να μην βρουν μια αφορμή να επιτεθούν στην ΚΟΜΟ; Πάντα ήθελαν να την προσαρτήσουν, τώρα έχουν δικαιολογία. Και με την επιπλέον πολυτέλεια οτι αν κάτι πάει στραβά θα μπορούν να πουν οτι ήταν παρεξήγηση. ‘Οχι m’lord, νομίζω οτι δεν κινδυνεύουμε άμεσα. Απλά θα πρέπει να προετοιμαστούμε για μετά.»
«Μάθιου στη σχολή για μπάτλερ τα έμαθες αυτά;»
«Όχι m’lord, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία όμως».
«Λοιπόν Γ. Έχεις 2 λεπτά να μας παρουσιάσεις τα δεδομένα» είπε ο Μ.Τ. ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Γραφείου της ΛΒΔ. Ο Γ ξερόβηξε (ήταν μια κίνηση που νόμιζε οτι του προσδίδει κύρος) και είπε:
«1 λεπτό φτάνει, κύριοι».
Σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε μια τζούρα και συνέχισε:
«Η ΔΜΔ προσπάθησε να μας παρασύρει σε πόλεμο με τα Βιαράδικα στέλνοντας μαχητικά με ψευδεπίγραφα διακριτικά της ΚΟΜΟ. Οι λόγοι δημιουργίας κλίματος τεχνητής έντασης είναι πρωτίστως λόγοι εσωτερικής προπαγάνδας μετά την επικοινωνιακή ήττα του πρωθυπουργού τους. Παρά την σπασμωδική αντίδραση κάποιων θερμόαιμων δεν είχαμε ως τώρα πόλωση με τα Βιαράδικα γιατί οι δύο πύραυλοι που έφυγαν κατέστρεψαν μόνο ένα εικονοστάσι και μια βουκολιά. Στην ΕΥΠ έχουμε καταστρώσει σχέδιο διαχείρισης της κρίσης και εάν μου επιτρέψετε μπορώ να σας το παρουσιάσω».
Τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου κοιτάχτηκαν σιωπηλά και με ένα νεύμα ο πρόεδρος έγνεψε στον Γ να συνεχίσει.
«Ότι πούμε θα μείνει όμως μεταξύ μας κύριοι» είπε εκπνέοντας δακτυλίδια καπνού.
«Κάθι, μπορείς να περάσεις έξω παρακαλώ;» είπε ο πρόεδρος στην γκαρσόνα που περίμενε παραγγελία για ροφήματα.
Μόλις η Κάθι έκλεισε πίσω της την πόρτα ο πρόεδρος είπε:
«Πες μας Γ. Τι σχέδιο καταστρώσατε; Θα επιτεθούμε στη ΔΜΔ;»
«Θα επιτεθούμε» είπε ο Γ. «Στην ΚΟΜΟ όμως, όχι στη ΔΜΔ»
«ΤΙ!» ανέκραξαν άπαντες.
«Ναι, καλά ακούσατε» συνέχισε ο Γ. «Δεν θα ξαναέχουμε τέτοια ευκαιρία να προσαρτήσουμε το Καντόνι των Βιαραδίκων. Κι όταν με το καλό θα έχουν τελειώσει όλα, τότε θα πούμε οτι είμαστε θύματα της μεσαρίτικης προπαγάνδας, θα παραχωρήσουμε τη χρήση του αεροδρομίου και μερική αυτονομία στους Βιαραδιώτες και από κοινού θα διαλύσουμε τη ΔΜΔ».
Τα λόγια του ακολούθησε η απόλυτη σιωπή. Τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου είχαν εντυπωσιαστεί και ταυτόχρονα έβλεπαν τα οφέλη του σχεδίου. Καταφατικά βλέμματα ακολούθησαν.
Όταν ήρθε η σειρά του, ο εκπρόσωπος του Καραβά της Κύπρου ρώτησε «Μα ‘ν’ έντιμον ετούτον;» Ήταν η λυτρωτική ατάκα που έσπασε τη σιωπή, την ένταση. Λύθηκαν όλοι στα γέλια. Το σατανικό σχέδιο του Γ μόλις είχε εγκριθεί….
Το Βιτσέντζος Κορνάρος σκίζοντας τα κύματα έξω από το νησί του Διακοφτιού, πλησίαζε στα Αντικύθηρα. Όταν δύο ώρες αργότερα περνούσε ανοιχτά από τα ναυαγισμένα στο Πρασονήσι πλοία, κάπου αλλού, στο Μανιτοχώρι, η πίσω πόρτα της «Μεσοδημοτικά Καθαριστήρια Στραποδίου» άνοιξε και ένα κεφάλι κοίταξε προς το πάρκινγκ της εταιρείας.
«ΡΕ ΣΥ! Η λιμουζίνα του Χαρούπη έφυγε!»
Ένας άλλος άνθρωπος βγήκε, ακολούθησε και το κεφάλι με το αντίστοιχο σώμα και στάθηκαν στη μέση του πάρκινγκ.
«Ρε φίλε μας την έφερε;»
«Την έκανε ο μούργος!»
«Καλά ρε, δεν μας είπε οτι θα γυρίσει;»
«Πότε ρε φίλε; 12 ώρες έχουν περάσει, μας έχει αφήσει αμανάτι τον φουκαρά τον ανθρωπάκο και εξαφανίστηκε. Σου λέω, ο τύπος την έκανε μόλις είδε τα αεροπλάνα. Γύρευε τώρα τι μάρκα είναι τούτος».
«Δεν ξέρω φίλε, εγώ τη δουλειά μου κάνω και τουλάχιστον πληρώνει καλά.»
«Ναι; Πόσα πήρες αυτές τις 2 μέρες που του κάνουμε τους μπράβους;»
«Είπε 150 δηνάρια τη μέρα»
«Άσε τι είπε και πες μου πόσα πήρες.»
«Μα δεν τέλειωσε η δουλειά!»
«Ποιά δουλειά ρε κόπανε που μας είχε και μας δούλευε; Εγώ την κάνω.»
«Που πάς ρε;… Ρε!… Γύρνα πίσω ρε μαλάκα!… Τι θα τον κάνω μόνος μου τον τύπο;»
Όσο και να φώναζε πια δεν είχε νόημα. Ήταν μόνος και το χειρότερο ήταν πως ήξερε οτι ο Χαρούπης τους είχε δουλέψει. Με βαρύ βήμα γύρισε πίσω, κοίταξε περίλυπος και με συμπάθεια τον δεμένο και αποκοιμισμένο Μανώλη και είπε σιγανά: «Αχ τι φταις κι εσύ ανθρωπέ μου;… Και πρέπει να φύγω κι εγώ. Τι να κάνω;»
Δίστασε λίγο αλλά μετά προσεκτικά, χωρίς να τον ξυπνήσει, του έλυσε το σκοινί από τα χέρια και έφυγε αθόρυβα χωρίς να κλείσει την πόρτα.
Στο επόμενο: Ο Βιτσέντζος Κορνάρος θα κοντεύει στις Δραγονάρες; Θα επιτεθεί η ΛΒΔ στα Βιαράδικα; Τι θα πάθει η ΚΟΜΟ; Πόσα tips θα πάρει σήμερα η γκαρσόνα Κάθι Πούλος (ex Σούπερ Κάθι); Αυτός ο Σούπερ Κασιμάτης θα συμμετάσχει στην πλοκή ή θα κοιμάται για ένα ακόμα επεισόδιο; Δεν θα είναι ένα συνηθισμένο επεισόδιο, μην το χάσετε!!!
…………………………….