Δακτυλοθεσία: Έκφραση που στη μουσική σημαίνει την καταλληλότερη διάταξη και σειρά χρησιμοποίησης των δακτύλων κατά την εκτέλεση μιας μελωδίας. Μεταξύ των λυράρηδων της Μικράς Ασίας, τον 17ο αιώνα, σε μεγάλη εκτίμηση ήταν οι δακτυλοθεσίες του Γιουσούφ Μασουντί. Η ‘‘δακτυλοθεσία του σατανά’’ είναι έκφραση που υποδηλώνει πολύ δύσκολη θέση. Υπάρχει η ισπανική εκδοχή της ‘‘δακτυλοθεσίας του σατανά’’ που χρησιμοποιούσαν οι Άραβες. Αυτή διαφυλάχθηκε μόνο σε παραλλαγμένη μορφή για την κιθάρα και σ’ αυτήν μπορούμε να δούμε ότι πέρα από τα δέκα δάχτυλα χρησιμοποιούνταν και ενδέκατο: σύμφωνα με το θρύλο, ο σατανάς γι’ αυτή τη θέση χρησιμοποιούσε και την ουρά του! Για τη ‘‘δακτυλοθεσία του σατανά’’ μερικοί λένε ότι πρωταρχικά σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό: αποκάλυπτε τη σειρά των ενεργειών στη διαδικασία κατεργασίας του χρυσού ή τη σειρά με την οποία πρέπει να φυτέψουμε τα οπωροφόρα δέντρα για να έχουμε πάντα φρέσκους καρπούς από την άνοιξη ως το φθινόπωρο και ότι μόνο μεταγενέστερα, με την εφαρμογή της στη μουσική, μετατράπηκε σε δακτυλοθεσία και μ’ αυτό τον τρόπο η νέα σοφία έθαψε κι έκρυψε τις παλαιότερες σοφίες. Το μυστικό της, λοιπόν, μπορεί να μεταβιβαστεί από τη μία στην άλλη γλώσσα των ανθρώπινων αισθητήριων οργάνων, χωρίς να χάνει τίποτε από την αποτελεσματικότητά της.
Μίλοραντ Πάβιτς, Το Λεξικό των Χαζάρων
Αν κάποιος μου έβαζε ένα πιστόλι στο χοντρό κεφάλι μου και με ρώταγε «ποια είναι η σπουδαιότερη (καλή) τέχνη, αυτή που αν εξαφανιζόταν αύριο θα έκανε τον κόσμο ανυπόφορο;» η απάντηση μου θα ήταν, χωρίς πολλή σκέψη: η μουσική. Να σημειώσω εδώ ότι η σχέση μου με τη μουσική είναι καθαρά σχέση θαυμασμού. Είμαι ακροατής και τίποτα παραπάνω. Δεν ξέρω να παίξω ούτε μισή νότα. Δεν υπάρχει, όμως, τίποτα που να μπορώ να κάνω δίχως τη συνοδεία της. Είτε προπονούμαι, είτε τρώω, είτε ετοιμάζω κήρυγμα, είτε προσεύχομαι, είτε κάνω οποιαδήποτε εργασία αναζητώ πάντοτε τη συντροφιά της μουσικής. Αυτή η σχέση ξεκίνησε από τότε που άκουσα πρώτη φορά, στην Έκτη Δημοτικού, από πειρατική κασέτα, το Seventh Son of a Seventh Son των Iron Maiden και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και πάθος μέχρι σήμερα˙ χωρίς να έχουν, μάλιστα, μεταβληθεί ιδιαίτερα τα μουσικά μου γούστα. Με μουσική κοιμόμουν, με μουσική ξύπναγα. Μουσική άκουγα κρυφά στην τάξη. Με μουσική πανηγύριζα κούπες που κέρδιζε η ομαδάρα και με μουσική παρηγοριόμουν μετά από μεγάλες ήττες. Φιλίες, τσακωμοί, μεγάλες αποφάσεις, επιτυχίες, αποτυχίες, όλα συνδεδεμένα με την ύψιστη τέχνη των Μουσών.
Αν υπάρχει πράγματι μια τέχνη παγκόσμια, οικουμενική, πανανθρώπινη αυτή είναι η μουσική. Δεν δεσμεύεται από όρια που χωρίζουν τους ανθρώπους. Δεν χρειάζεται να ξέρεις γερμανικά για να εκτιμήσεις τον βιομηχανικό ήχο των Rammstein. Δεν είναι ανάγκη να είσαι απόφοιτος του πανεπιστημίου του Berkeley για να σε παρασύρουν οι πολύπλοκες συνθέσεις των Dream Theater. Δεν είναι απαραίτητες οι γνώσεις ιρανικών διαλέκτων για να ταξιδέψεις με τη φωνή του Alireza Ghorbani. Δεν σε ενοχλεί καθόλου δίπλα στην ηλεκτρική κιθάρα που σολάρει να ακούσεις το πιάνο να παίζει το Marche Funèbre του Σοπέν. Είτε θωρείς εαυτόν σύγχρονο είτε παραδοσιακό, μπορείς να αγαπήσεις κομμάτια που γράφτηκαν τον Μεσαίωνα, την Αναγέννηση ή τον 21ο αιώνα χωρίς να νοιώσεις ότι προδίδεις τις αρχές σου.
Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η τεράστια επιρροή της μουσικής στον άνθρωπο, σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, μου προξενούσε πάντα ζωηρή εντύπωση. Ενώ θα βρεις ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση ή κανένα ενδιαφέρον για τις άλλες μορφές τέχνης (ξέρω πολλούς που θεωρούν την ποίηση ‘‘μια βλακεία’’, το θέατρο ‘‘ανούσιο’’, τη ζωγραφική ‘‘παιδιαρίσματα’’) εν τούτοις, πολύ δύσκολα θα βρεις κάποιον που να μην αρέσκεται να ακούει, έστω περιστασιακά, μουσική.
Αλλά –επειδή δεν μπορώ να μην πω και κάτι το θρησκευτικό– και ποια θρησκεία δεν λατρεύει με μουσική το θεό της; Ακόμα και αυτοί που πιστεύουν στον ίδιο θεό, προσαρμόζουν τη λατρευτική μουσική τους στα ιδιαίτερα γνωρίσματα του λαού τους. Ο Δαβίδ ο Ψαλμωδός, ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης, αλλά και η αγία Καικιλία, ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ, η μοναχή Κεϋρούζ και πολλοί άλλοι σε Ανατολή και Δύση υμνούν τον ίδιο θεό αλλά με διαφορετικό τρόπο. Κι ακόμα, αν θεωρήσουμε την θρησκευτική λατρεία στις οικουμενικές της διαστάσεις, από τις Βουλγάρικες φωνές μέχρι τα Γκόσπελ και από τους δεξιοτέχνες Σούφι μέχρι τα θιβετιανά Μάντρας και τις Αφρικανικές τελετουργίες η μουσική αποταμιεύει τον πολιτιστικό πλούτο και απηχεί την ψυχική ιδιοσυγκρασία κάθε λαού. Για να το πω με άλλα λόγια, ο λαός όταν λατρεύει δεν προσαρμόζει τη φωνή του στη φωνή του θεού του (ο οποίος άλλωστε, συνήθως, ενώ δίνει πολλές συμβουλές για τον ηθικό βίο των ανθρώπων, είναι εξαιρετικά φειδωλός στις καλλιτεχνικές του οδηγίες) αλλά φιλοξενεί το θεό του μέσα στη μουσική του.
Πού οφείλεται άραγε αυτό; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Όσο κι αν το σκέφτηκα δεν μπόρεσα να βρω κάποια ικανοποιητική θεωρία. Άλλωστε με τη λογική και τη νοησιαρχία δεν τα πάω και πολύ καλά. Το απόσπασμα, όμως, που παρέθεσα από το εκπληκτικό βιβλίο του Πάβιτς, μου δίνει μια απάντηση, έστω κι αν στηρίζεται στη φαντασία του συγγραφέα και μόνο. Στη μουσική μέσα κρύφτηκαν οι γνώσεις, οι εμπειρίες, τα συναισθήματα, οι ανησυχίες, οι αναζητήσεις (και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί) όλου του ανθρώπινου γένους. Και μέσω της μουσικής ερχόμαστε, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, σε επαφή με κομμάτια της ανθρωπότητας ανεξαρτήτως εποχής, γλώσσας, πολιτικών απόψεων και κοσμοθεωριών. Ίσως η μουσική να είναι η παρηγοριά και ο τρόπος συνεννόησης που μας έδωσε ο Θεός μετά τον κατακερματισμό της ανθρωπότητας στον Πύργο της Βαβέλ.
Πάτερ, χαίρομαι που έχουμε στα Κύθηρα ένα μουσόφιλο ιερωμένο και μάλιστα με πολύ σύγχρονα γούστα στην μουσική! Μακάρι το παράδειγμά σας αυτό, να έχει απήχηση και σε ευρύτερους εκκλησιαστικούς κύκλους!
Η απάντηση που θα σας έδινα εγώ στην ερώτηση «γιατί ο άνθρωπος φιλοξενεί τον θεό του μέσα στην μουσική;» είναι η εξής: επειδή ακριβώς η μουσική, λόγω της «αφηρημένης’ φύσης της, «μιλά» διαφορετικά στον άνθρωπο απ’ότι η ομιλούμενη γλώσσα. Ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε έχει την τάση να παρακάμπτει την «λογική και τη νοησιαρχία» και να απευθύνεται άμεσα στο συγκινησιακό μας αισθητήριο. Ο προορισμός της είναι να μας συγκινεί, νοητικά ή συναισθηματικά, και όχι να μας πληροφορεί. Βέβαια το κεφάλαιο αυτό είναι τεράστιο και έχουν γραφτεί πολλά, αλλά ευτυχώς, όλοι μας μπορούμε να βιώνουμε την μουσική εμπειρία, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα από όλα αυτά.
Επειδή η μουσική είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη δεν απευθύνεται στους ειδικούς ( ή δεν πρέπει να απευθύνεται μόνο στους ειδικούς κατά την γνώμη μου).
Η μελέτη όμως του ρόλου της στην ανθρώπινη κοινωνία είναι καθαρά επιστημονικός κλάδος, που ονομάζεται εθνομουσικολογία ή μουσική ανθρωπολογία.
Και πολλοί από αυτούς τους επιστήμονες θα διαφωνούσαν κάθετα με αυτά που αναφέρετε στο άρθρο σας περί «οικουμενικότητας» και «πανανθρώπινης» γλώσσας. Και ναι μεν, πολλές θρησκείες λατρεύουν με μουσική τον θεό τους, αλλά πολλές δεν έχουν και τόσο καλή σχέση με τις «υπόλοιπες» μουσικές (όπως η επίσημη μουσουλμανική θρησκεία αλλά και η δική μας ορδόδοξη). Η μουσική λειτουργεί με τους νόμους του κάθε πολιτισμού και δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτή η μουσική μιας κουλτούρας, από μιαν άλλη. Ή η μουσική μιας εποχής από μιαν άλλη. Παρ’ όλα αυτά, στην σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» κουλτούρα των ΜΜΕ αρκετά από αυτά που γράφετε ακούγονται δικαιολογημένα.
φιλικά
Παναγιώτης Λευθέρης
μουσικός
Αν γίνεται να μη γράφουμε στον πληθυντικό!
Η αλήθεια είναι ότι «διαβάζω» τα πράγματα με έναν μυστικό (και όχι μυστικιστικό) τρόπο. Και όχι επειδή είμαι παπάς, είναι κάτι που το είχα πολύ πριν σκεφτώ καν τέτοια διαδρομή. Οπότε βλέπω την μουσική ως μια μυστική αφήγηση της ιστορίας, των γνώσεων και των ονείρων των ανθρώπων διαχρονικά. Τέλος πάντων, η εξήγηση που μου δίνεις είναι ένα καλό έναυσμα για να το ψάξω και από αυτή την πλευρά αν και τις -ικες -ολογιες δεν τις βλέπω και με πολύ καλό μάτι!
Τώρα, όσον αφορά στο τελευταίο κομμάτι, προφανώς δεν μπορεί να γίνει λατρευτική χρήση όλων των ειδών μουσικής. Μπαίνουν και παράγοντες πολιτισμού, παράδοσης κλπ. Οι κακές σχέσεις με τις άλλες μουσικές της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν οφείλονται σε αυτή καθαυτή την Εκκλησία όσο στους ανθρώπους που την απαθανατίζουν. Αν κάποιοι κληρικοί ή λαϊκοί θεωρούν ότι ένα δημοτικό τραγούδι που μιλά για τα ροδαλά μάγουλα μιας βοσκοπούλας ή οι καντάδες των Επτανήσων είναι πιο κοντά στην εκκλησιαστική ζωή απ’ότι ένα ροκ ή μέταλ τραγούδι που θέτει ερωτήματα σε θέματα κοινωνικά ή και πνευματικά με τους στίχους του, αυτό δεν είναι πρόβλημα της Εκκλησίας αλλά των συγκεκριμένων ανθρώπων.
Να πιάσω και το Ισλάμ λίγο, νομίζω ότι σε κάποια πιο ακραία ρεύματα του ουαχαμπισμού απαγορεύεται η μουσική. Σίγουρα ο μουσουλμανικός κόσμος έχει δώσει καταπληκτικούς δεξιοτέχνες.
Να ρωτήσω κάτι. Είναι πραγματικά τόσο δύσκολο για έναν Άγγλο, για παράδειγμα, να καταλάβει το μεγαλείο ενός Ιρακινού ουτίστα; Ή για έναν Κινέζο να απολαύσει ένα κομμάτι με μαντολίνο;
Το έχω πει αλλά δεν μ’ακούει κανείς: Χειροτονήστε ροκάδες να δούμε άσπρη μέρα!
Σίγουρα περισσότερη ροκ θα έκανε καλό στην εκκλησία αλλά δεν ξέρω αν περισσότερη εκκλησία θα έκανε καλό στην ροκ 🙂 . Βλέπεις, ακόμη και εγώ που δεν είμαι και ο πιο εκκλησιαζόμενος στο νησί, δυσκολεύομαι να μιλήσω στον ενικό σε έναν ιερέα. Πάντως, επειδή οι άνθρωποι δίνουν νόημα στους θεσμούς, ειλικρινά μου δίνεται η εντύπωση ότι η επίσημη τουλάχιστον εκκλησία μας, αντιμετωπίζει την μουσική σαν κοσμικό μίασμα.
Όσον αφορά τα μουσικ – ολογικά τώρα ( θα μου επιτρέψεις να παραμείνω πιστός οπαδός της επιστήμης και του διαφωτιστικού τρόπου σκέψης) μέχρι την έκρηξη της μουσικής βιομηχανίας, οι μουσικές κουλτούρες ήταν μονωμένες η μία από την άλλη. Ακόμη και στην Ελλάδα θα ήταν πολύ σπάνιο την δεκαετία του 50 ένας αστός να μπορεί να απολαύσει τα δημοτικά τραγούδια ή ένας χωρικός να «την βρίσκει» με την Βέμπο. Πόσο μάλλον με τις μουσικές κουλτούρες διαφορετικών λαών. Είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν Έλληνα να απολαύσει την Κινέζικη μουσική, για παράδειγμα. Και δεν μιλάω για τις εκδοχές World Music που είναι παραμορφωμένες και δυτικοποιημένες, στα μέτρα μας, για να νομίζουμε ότι τις καταλαβαίνουμε. Είναι λίγο όπως και η κουζίνα των λαών. Το ότι σου αρέσει το κινέζικο φαγητό που αγοράζεις στην πλατεία Συντάγματος δεν σημαίνει ότι θα σου αρέσει και ο τηγανητός βάτραχος ή σκύλος που σερβίρεται στην πόλη Γιουλίν της Κίνας. Υπάρχει και το ανέκδοτο με τον φημισμένο, στην χώρα του, Ινδό δεξιοτέχνη που, υποθέτω κάπου στις αρχές του εικοστού αιώνα, τον πήγαν σε ένα κλασσικό κονσέρτο, να ακούσει το «κρεμ αλά κρεμ» της δυτικής μουσικής. Όταν στο τέλος τον ρώτησαν τι του άρεσε περισσότερο από αυτά που άκουσε, αυτός διστακτικά απάντησε «το πρώτο κομμάτι». «Ποιο» τον ρώτησαν,»το πρώτο μέρος της συμφωνίας του Μπετόβεν;» και αυτός απάντησε » Όχι, το κομμάτι που ήταν πριν απ’ αυτό». Είχε «απολαύσει» περισσότερο το σημείο, πριν το ξεκίνημα του κονσέρτου, όπου οι μουσικοί χόρδιζαν τα όργανα 🙂 .