Στα Ξεκούδουνα
του Σπύρου Γιανναρά

Τότε, που λες, το κριάρι μεταμορφώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Ορθώθηκε στα δυο του πισινά πόδια και πήρε και ψήλωνε, ψήλωνε κι απλωνόταν σαν τον καπνό της καμινάδας. Πριν το πολυκαταλάβω, μπροστά μου στεκόταν ο ίδιος ο Αη Γιάννης ο Αποκεφαλισθείς, με σάρκα και οστά.

Ο διάβολος του δικηγόρου
του Βαγγέλη Πιτσιρίνη

Τώρα τι είχε αλλάξει; Τα κορόιδα ήταν εξίσου πολλά, όμως το λίπος τους είχε φαγωθεί. Για να καταφέρνει να αντλεί ηδονή από τις υποθέσεις της πλέον, χρειαζόταν να χρησιμοποιεί ολοένα και πιο ριψοκίνδυνες μεθόδους, σε μια χρονική συγκυρία μάλιστα που οι έλεγχοι είχαν δεκαπλασιαστεί και κανείς δεν χαριζόταν κανενός. Αλλά τα γνήσια τσακάλια, πάντα έβρισκαν και θα βρίσκουν τον τρόπο για να διαφεύγουν. Αυτή ήταν και η μόνη χαρά που τους είχε απομείνει με δεδομένη πια την δραματική μείωση των κερδών τους.

Ισαάκ. 1917-1967-2017
του Κόστα Νευροκοπλή

Μπαίνω στο γραφείο του για να παραλάβω τον φάκελο που μου έχει αφήσει. Πάνω από την καρέκλα ο διάσημος πίνακας του Klee Angelus Novus. Καδραρισμένο ένα ποίημα που δεσπόζει στον τοίχο, αριστερά του καναπέ. Είναι πρόδηλα τοποθετημένο, με τέτοιο τρόπο που να είναι σε θέα μόνο εκείνου που θα καθόταν στο γραφείο. Παίρνω την θέση στο γραφείο του και ανοίγοντας μηχανικά τον φάκελο το διαβάζω:

TELETOMANIAC
του Κόστα Νευροκοπλή

Πίνει ένα ζεστό καφέ και απόβραδο πια ξεκινά για την βραδινή του βόλτα στον Ποταμό. Η ομίχλη δίνει μυθική εικόνα όσο σιμώνει στα σπίτια. Τα δύο επιβλητικά οικοδομήματα της τράπεζας και της εκκλησιάς ερωτοτροπούν αντικριστά. Ξαναθυμάται τον Κρητικό και την κουβέντα του με τον ερημίτη Μακάριο. “– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; – Όχι πια, παιδί μου. Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό. – Με το Θεό ! κι ελπίζεις να νικήσεις; –Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου.”

Η καλύβα στο βουνό, II
του Ανδρέα Κουτσουβά

Πάντοτε με περίμεναν με τσιριχτές από το κρύο φωνούλες και πετώντας κάτω-πάνω απ’ τη συκιά άνοιγε το πρωινό χαρούμενο όταν οι αχτίνες μάς έφταναν στο προαύλιο και με χαρούμενα τιτιβίσματα πετούσαν όλο και πιο κοντά μου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου, αλλάζαμε φιλικές ματιές, ψιθύριζα χαριτωμένες ζεστές λεξούλες αγάπης που τις γνώριζαν…

Η καλύβα στο βουνό, Ι
του Ανδρέα Κουτσουβά

Κουρασμένος από τις πορείες στα γύρω βουνά και βουνοκορφές και πλαγιές όπου πάντοτε χανόμουν διότι άμα είσαι μονάχος όλο χάνεσαι καθώς βυθίζεσαι μέσα στον κόσμο και δεν ευρίσκεις τίποτε και νομίζεις ότι έχεις χαθεί μέσα στο όνειρο της μυστικής πολιτείας κι η μοναξιά σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι άλλο από την αναζήτηση μου για την χαμένη και ξεχασμένη πατρίδα των φιλοσόφων…

4 μικρές ιστορίες
Παραγουάη, Ουρουγουάη, Περού, Χιλή
του Εduardo Galeano

Όταν ήμουν μικρός ήμουν πολύ πιστός, πολύ μυστικός. Κι αυτό είναι σαν το κατακάθι του κρασιού στον πάτο του ποτηριού, σου μένει για πάντα. Δεν είναι ένα πράγμα που φεύγει˙ μεταπλάθεται, αλλάζει όνομα. Κατά βάθος, ψάχνει κανείς το Θεό στους άλλους. Ή στη φύση, νοούμενη ως μια όμορφη ενέργεια του κόσμου, που είναι συγχρόνως τρομερή και υπέροχη. Πού είναι εκείνος ο Θεός που είχα μικρός και μια μέρα μου ’πεσε από μια τρυπούλα της τσέπης και δεν τον ξαναβρήκα ποτέ; Αργότερα έμαθα πως τον καλούσα με άλλα ονόματα…

Η βαλίτσα
της Έλενας Τσατσάνη

Η νεαρή συνεργάτις μας, με το παρακάτω αφήγημά της, έλαβε μέρος στον λογοτεχνικό διαγωνισμό που προκήρυξε ο Δήμος Βύρωνα (2ος Διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για εφήβους/ες και νέους/ες του έτους 2016 ‘‘Στο βλέμμα του Μπάυρον’’) και απέσπασε το 1ο Βραβείο στην κατηγορία Πεζών Κειμένων Εφήβων. Η ‘‘Βαλίτσα’’ της συμπεριελήφθη στην έκδοση των έργων που υποβλήθηκαν στον παραπάνω διαγωνισμό…

«Στο τηγάνι»
της Κατερίνας Μαριάτου

Δεν είναι ίδιες, του είπαν σε ένα ταξίδι του στην Φλάνδρα, εκείνες που γίνονται αλοιφή με εκείνες που φουρνίζονται ή που κολυμπάνε στα αναβράζοντα νερά. Οι δικές του έχουν άλλο χρώμα, άλλη υφή, άλλη κορμοστασιά. Αυτό το τελευταίο το κατάλαβε όταν είδε την κοπέλα του έρωτα να του σερβίρει την αγάπη της μέσα τους.

«Slave Regina»

της Κατερίνας Μαριάτου

«-Μαρία τι σαστίζεις; Πόσο σε αποσβόλωσε αυτό που κουβαλάς;
-Πέστε μου, εξηγήστε μου, τον γιο μου τον ανύπαρκτο, ανύπαρκτη γεννώ; Άνανδρη, δίχως έρωτα, μητέρα, δίχως σπέρμα. Του ανέμου γύρη μ’ έχρισε; Πόσο στ’ αλήθεια ταιριαστό Θεέ να σε υμνούνε, έξω από νόμο φυσικό, που θέσπισες, μα αλλάζεις; Σου ’χε βαρέσει βρε ουρανέ, στα ζάρια να με παίξεις, και εγώ λεχώνα βρέθηκα, με ένα βυζανιάρικο Χριστό• καθώς ήταν γραφτό στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, παρθενεύω!»

(Από τα Καθίσματα των Χριστουγέννων)