Κυριακή μεσημέρι. Η πλατεία Συντάγματος, αλλά και άλλες περιοχές, «ξεχειλίζουν» από κόσμο. Διαμαρτύρονται, λένε, για την Συμφωνία των Πρεσπών. Μα για ποιο λόγο; Μήπως νοιάζει τον ελληνικό λαό αν με την υπογραφή της συμφωνίας η Βόρεια Μακεδονία θα βρίσκεται ένα βήμα προτού χάσει την ανεξαρτησία της και την αυτοδιάθεση της ως λαός; Μα προφανώς και όχι! Λες και τον απασχολεί αν ο απώτερος σκοπός της συμφωνίας είναι να λυθεί επιτέλους το πρόβλημα και να καταφέρει να ενταχθεί η γειτονική μας χώρα στο ΝΑΤΟ, όπως έχει συμβεί και με την δικιά μας άλλωστε. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, όπως και οι περισσότερες που καλείται να πάρει, είναι ελεγχόμενη.
Όμως αν δεν είναι αυτός ο λόγος, τότε ποιος;
Τον τελευταίο καιρό έχει δημιουργηθεί ένα αίσθημα κινδύνου και ανασφάλειας, το οποίο διέπει τον ελληνικό λαό, πιθανότατα λόγω της αγάπης και της περηφάνιας για τη μακρά ιστορία και τα επιτεύγματα που φέρει το έθνος. Τα θετικά, όμως, αυτά συναισθήματα τείνουν προς την υπερβολή στην περίπτωση του μακεδονικού ζητήματος, γεννώντας μια λανθασμένη εντύπωση υπεροχής της χώρας μας έναντι των άλλων χωρών. Η αντίληψη αυτή φανατίζει τον κόσμο και τον οδηγεί σε ακραίες και συχνά ρατσιστικές συμπεριφορές. Την υπερβολή αυτή οξύνουν άτομα από τον δεξιό και ακροδεξιό πολιτικό χώρο, οι οποίοι θέλοντας να εκμεταλλευτούν τις συγκυρίες, ρίχνουν το βάρος της πολιτικής ρητορικής στην ένδοξη ιστορία του έθνους και στους κινδύνους που προέρχονται από τις ξένες εθνότητες, και κυρίως τις γειτονικές που αποτελούν πιο άμεση απειλή για την ακεραιότητα της. Η τακτική αυτή πετυχαίνει να συγκινήσει τους πολίτες, οδηγώντας αφενός στην καλλιέργεια ενός αισθήματος αλυτρωτισμού, μετατρέποντας την αγάπη τους για την πατρίδα σε μίσος προς τους γείτονες λαούς, αφετέρου στην δημιουργία πατήματος για τις ακροδεξιές δυνάμεις να εκχύσουν το φασιστικό τους δηλητήριο στις λαϊκές μάζες υποκινώντας συλλαλητήρια με εθνικιστικό χαρακτήρα, διαμαρτυρίες, ακόμα και καταλήψεις σε σχολεία.
Κι όμως ο εχθρός δεν είναι ο λαός που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των συνόρων. Η ανάγκη της ολικής κυριαρχίας των εθνών επί των εδαφικών τους ορίων δημιούργησε την ύπαρξη συνόρων. Νοητά, αλλά παράλληλα κι αιχμηρά, σπέρνουν τη διχόνοια, δημιουργούν φθόνο, ανταγωνισμό και τονίζουν την ατομικότητα του κάθε κρατιδίου έναντι της πολύ σημαντικής ενότητας των λαών. Οι γείτονες δεν έχουν – απαραιτήτως – εδαφικές επιδιώξεις, ούτε επιθυμούν να οικειοποιηθούν την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Είναι άνθρωποι που τυχαία γεννήθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων, την «λάθος» πλευρά, όπως και εμείς αντίστοιχα εντελώς τυχαία γεννηθήκαμε στην «σωστή» πλευρά και κουβαλάμε το βάρος της υστεροφημίας του παγκοσμίως αναγνωρισμένου και αξιοζήλευτου πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας. Τυχαία δεν είμαστε κάποιοι άλλοι. Γιατί τα ομηρικά έπη ή ο Παρθενώνας του Ικτίνου και του Καλλικράτη να μας κάνουν καλύτερους – ανώτερους απ’ τους Μακεδόνες, τους Αλβανούς, τους Τούρκους και κάθε άλλο, γείτονα και μη, λαό; Ας μην ξεχνάμε ότι πέρα από κάθε εθνικότητα, είμαστε όλοι ίδιοι. Είμαστε όλοι ίσοι. Πολίτες αυτού του κόσμου, με δικαίωμα στη ζωή, στην ισότητα, στην ισονομία.
Η εξουσία ισοπεδώνει την ηθική και την ανθρωπιά. Όμως δεν πρέπει να παρασυρόμαστε. Αντιθέτως, πρέπει να παραμένουμε ενωμένοι, να αγωνιζόμαστε ενάντια στα συμφέροντα των λίγων, των ισχυρών. Να κινητοποιούμαστε μαζικά, υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα των πολλών, των αδύναμων. Να δίνουμε τον αγώνα μας από κοινού, ενάντια σε όσους στοχεύουν στην διαίρεση μας προκειμένου να μας κρατούν αποπροσανατολισμένους από τα πραγματικά προβλήματα και τους αληθινούς υπαίτιους. Να νοιαζόμαστε το συνάνθρωπο μας ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσας και καταγωγής. Να συμπαραστεκόμαστε με το δικό μας τρόπο, να χτίζουμε γέφυρες επικοινωνίας εκεί που αυτό φαντάζει αδύνατο. Γιατί πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι και αυτά που μας ενώνουν θα είναι πάντα περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.