Ο άνθρωπος και ο «λαϊκός άγιος» συνυπάρχουν στη φαντασία των τελευταίων επιζώντων εκείνης της μοιραίας ημέρας που πέθανε ο Τσε Γκεβάρα, πριν από 50 ακριβώς χρόνια.
Αν τον Πολικάρπιο Κορτές δεν τον απατά η μνήμη του, στις 8 Οκτωβρίου 1967 συναντήθηκε κατά τύχη σε μια κοιλάδα κοντά στο χωριό του με έναν «Ναζωραίο» που ήταν πληγωμένος και τον φρουρούσαν στρατιώτες. Αν ο εβδομηντάχρονος αγρότης θυμάται καλά, εκείνος ο παρτιζάνος τον αναγνώρισε αμέσως. Είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους λίγες ημέρες νωρίτερα, όταν οι πεινασμένοι κουβανοί και βολιβιανοί αντάρτες είχαν σταθεί για να ξεκουραστούν κοντά στο σπίτι του. Πριν από 50 ακριβώς χρόνια, ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, πιο γνωστός ως Τσε, είχε συλληφθεί από μια περίπολο και είχε μεταφερθεί στο σχολείο της Λα Ιγκέρα. Την επομένη, μια ριπή από σφαίρες έδωσε τέλος στη ζωή του.
Πέθαινε έτσι ένας 39χρονος άνδρας και γεννιόταν ένας μύθος που παραμένει ακόμη αθάνατος στη μνήμη των τελευταίων επιζώντων του θανάτου και της ανάστασης του Τσε Γκεβάρα. Τα ίχνη του Τσε στη Βολιβία είναι αντάξια ενός κοσμικού Ευαγγελίου. Όχι μόνο γι’αυτή τη διάσημη εικόνα του νεκρού αντάρτη που θυμίζει τόσο πολύ τον νεκρό Χριστό του Αντρέα Μαντένια. Οι τελευταίες του ώρες, ή τουλάχιστον η αναπαράσταση αυτών των ωρών από μάρτυρες και βιογράφους, τροφοδότησαν μια εξωτική πίστη σε όσους τον είδαν εκείνες τις ημέρες του Οκτωβρίου. Εκείνοι που μίλησαν μαζί του αναφέρονται στον Τσε σαν να ήταν ένας πεφωτισμένος, ένας «όμορφος αντάρτης», στον οποίο έπρεπε να δώσουν ένα πιάτο φαϊ ή να του πουν μια λέξη παρηγοριάς.
Ο Τσε και οι αντάρτες του, όλο και πιο εξουθενωμένοι, περιφέρονται για μήνες στη ζούγκλα χωρίς σκοπό. Αλλά εκείνος δεν σκέπτεται την παράδοση. Εχει χάσει την επαφή με την Αβάνα και στο τέλος η λατινοαμερικάνικη ομάδα του έχει περιοριστεί σε 17 πεινασμένους και εξαντλημένους αποστόλους. Αλλά εκείνος γράφει στο ημερολόγιό του στις 7 Οκτωβρίου: «Συμπληρώθηκαν χωρίς προβλήματα οι 11 μήνες της αποστολής μας». Την επόμενη ημέρα θα πέσει στην παγίδα των ρέιντζερς που είχαν εκπαιδευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ορεινός δρόμος των 60 χιλιομέτρων που συνδέει το χωριό Βαγιεγκράντε με τη Λα Ιγκέρα, στον νομό Σάντα Κρους, είναι γεμάτος με αναφορές στον Τσε. Η εικόνα του, όπως την απαθανάτισε ο Αλμπέρτο Κόρντα, εμφανίζεται εδώ κι εκεί και αναγγέλλει ότι ο τόπος προσκυνήματος βρίσκεται κοντά. Η Λα Ιγκέρα, με καμιά πενηνταριά μόνο κατοίκους, έχει μετατραπεί σε ένα μικρό θεματικό πάρκο του αργεντίνου αντάρτη. Το σχολείο όπου κρατήθηκε ο Τσε για 18 ώρες είναι σήμερα ένα μικρό μουσείο με γκεβαρικά φετίχ. Εδώ περίμενε ο Τσε τον θάνατό του στα χέρια του υπαξιωματικού Μάριο Τεράν στον οποίο είπε, σύμφωνα με τους βιογράφους του, εκείνο το «πρόκειται να σκοτώσεις έναν άνδρα», πριν ο δήμιός του ανοίξει πυρ με την καραμπίνα του Μ2.
Μερικά μέτρα από το σχολείο μένει ο Αλσίντες Οσινάγκα, ένας αγρότης 74 ετών. Ηταν λίγο πάνω από είκοσι όταν είδε τον Τσε να φτάνει στη Λα Ιγκέρα εκείνη την 8η Οκτωβρίου 1967. «Τον είδα να περνά τραυματισμένος στο πόδι. Περπατούσε κουτσαίνοντας. Την επόμενη ημέρα άκουσα τη ριπή και είδα να τον μεταφέρουν στο ελικόπτερο. Εμείς δεν ξέραμε τότε ποιος ήταν ο Τσε».
Ούτε η Ιρμα Ροσάδο ήξερε ποιος ήταν εκείνος ο μακρυμάλλης αντάρτης τον οποίο καταδίωκαν εκατοντάδες στρατιώτες. Στα 71 της, η δόνια Ιρμα έχει ένα μικρό κατάστημα τροφίμων στον κεντρικό δρόμο του χωριού. «Εγώ έμενα από πάνω. Τον είδα να έρχεται περπατώντας. Πολλοί είχαν καταφύγει στο βουνό επειδή φοβόντουσαν τους στρατιώτες και τους αντάρτες. Φοβόμασταν και τις δύο πλευρές και μετά δεν μιλούσε κανείς για ένα διάστημα και πολλοί έφυγαν από το χωριό».
Ο Πολικάρπιο Κορτές ήταν ένας από αυτούς τους κατοίκους που κουράστηκαν να μένουν στη Λα Ιγκέρα και εγκαταστάθηκε στο Βαγιεγκράντε. Για να μιλήσεις μαζί του είναι αρκετό να περιμένεις λίγο στην πλατεία της αγοράς. Εδώ έρχεται κάθε απόγευμα αυτός ο αγρότης που είχε κατηγορηθεί από τον στρατό ότι έδινε τρόφιμα στους άνδρες του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού. «Τους είδα την 25η Σεπτεμβρίου όταν έφτασαν κοντά στο σπίτι μου. Ο Τσε έφτασε πάνω σε ένα μουλάρι. Με ρώτησε αν υπήρχαν στρατιώτες στο χωριό, αλλά δεν ήξερα. Υστερα από μερικές μέρες ήρθαν οι στρατιώτες να με συλλάβουν γιατί κάποιος με είχε καταδώσει. Με κατηγόρησαν ότι έδινα τρόφιμα στους αντάρτες επί δύο εβδομάδες».
Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου, το πτώμα του Τσε μεταφέρθηκε στο Βαγιεγκράντε, όπου ήταν το αρχηγείο του στρατού. Τοποθετήθηκε στο πλυντήριο του νοσοκομείου Σενιόρ ντε Μάλτα, απ’όπου παρήλασαν στρατιώτες, δημοσιογράφοι και περίεργοι, που έκοβαν τρίχες από τα μαλλιά του αντάρτη. «Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα ανοιχτά του μάτια», θυμάται η Λιχία Μορόν, 81 ετών. «Είχε μια πολύ φυσική έκφραση. Αλλοι νεκροί δεν έχουν αυτή την όψη. Οι στρατιώτες τον τραβούσαν από τα μαλλιά για να βγουν φωτογραφία κι εγώ τους είπα να πάψουν να βασανίζουν τον νεκρό».
Όπως και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της εποχής, η Λιχία Μορόν έμεινε σιωπηλή για χρόνια. Η σιωπή αυτή όμως, την οποία επέβαλαν οι στρατιωτικές κυβερνήσεις, δεν εμπόδισε να καλλιεργηθεί μεταξύ των κατοίκων μια λατρεία για τον Τσε. Και σήμερα, 50 χρόνια μετά, εξακολουθούν να ανάβουν ένα κερί στη μνήμη του.
(*) Ο Θέσαρ Καλέρο είναι αρθρογράφος της La Vanguardia
(Πηγή: La Vanguardia
Μετάφραση ΑΠΕ-ΜΠΕ)