Στην μακρινή δεκαετία του 60, στην 5η Δημοτικού. “Και που λέτε παιδιά, πήγαν οι εργάτες από την Αμερική επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο στη Σοβιετία και βρήκαν τους ρώσους εργάτες μέσα στην βρώμα και όλοι τους αδύνατοι, με χαλασμένα δόντια από την πείνα. Όταν τους ρώτησαν ‘ποιανού είναι αυτό το εργοστάσιο;’ τότε οι ρώσοι χαμογέλασαν και είπαν με καμάρι ”δικό μας!”. Όταν με την σειρά τους πήγαν οι Ρώσοι στην Αμερική, είδαν αστραφτερά αμάξια έξω από τα εργοστάσια και όταν ρώτησαν τους εργάτες εκεί, οι αμερικάνοι περήφανοι απάντησαν “μα φυσικά δικά μας!”.
Σωριάστηκε στην καρέκλα της αναψοκοκκινισμένη η δασκάλα μας μετά το εκπαιδευτικό ανέκδοτο και άφησε το παιδικό μου μυαλό, πιο μπλεγμένο από ποτέ. Υπήρχε μια περιρρέουσα συμπάθεια για την ‘Σοβιετία’ στο σπίτι, αλλά το ανέκδοτο ήταν εκκωφαντική βόμβα… Την επόμενη χρονιά, ίδια δασκάλα αλλά και νέος συμμαθητής, ο Ηλιόπουλος. Μου έχει εντυπωθεί στην μνήμη ένα αδύναμο παιδί με χαμένο βλέμμα, κούρεμα γουλί, απίστευτα πανιά πάνω του που παρίσταναν τα ρούχα και δεν θυμάμαι εάν φορούσε παπούτσια…
Ο Ηλιόπουλος ξεκίνησε στραβά κατά την δασκάλα. Κάπου δούλευε τα χαράματα (με τον πατέρα του; πουλούσε εφημερίδες; Ότι έπιασε το αυτί μου από αυτό που ψέλλισε με κλαμένα τα μάτια του) και έφτανε κάποιες μέρες καθυστερημένος στο σχολείο. Αυτή δεν του την χάριζε. Τον σήκωνε κάθε φορά που αργούσε μπροστά σε όλα τα παιδιά, τον ξεφτίλιζε για την αργοπορία, την καθαριότητα και την γενικότερη εμφάνισή του. Μια μέρα του δήλωσε απαξιωτικά, ότι “δεν θέλει αλήτες στο σχολείο”. Ο Ηλιόπουλος δεν πρόλαβε να σαραντίσει σε ‘μας. Την επόμενη μέρα που βαφτίστηκε ‘αλήτης’ δεν εμφανίστηκε στην τάξη. Ούτε και τις επόμενες. Χάθηκε και δεν ξαναμίλησε κανείς γι’ αυτόν.
Χρόνια μετά, νεαρός φοιτητής στα 19 μου, με μάνα αναβαθμισμένη από εμποροϋπάλληλο σε βιοτέχνη πλέον, σε ένα ημι-υπόγειο στα Κάτω Πατήσια στην βιοτεχνία μας, κόβαμε πατρόν σε ύφασμα για τα παιδικά ρούχα του Μινιόν (το πολυκατάστημα στην Πατησίων, το θυμούνται οι παλιότεροι) και μοιράζαμε φασόν για ράψιμο σε 4-5 συνεργεία, στις Δυτικές συνοικίες της Αθήνας (Αιγάλεω, Περιστέρι, Άγιοι Ανάργυροι, κ.λπ.). Τα συνεργεία (οικογενειακές επιχειρήσεις στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού ή 2-3 ράφτρες μαζί) παραλάμβαναν το κομμένο ύφασμα Παρασκευή πρωί, παρέδιδαν τα ραμμένα ρούχα της περασμένης εβδομάδας και πληρωνόντουσαν επιτόπου. Έτσι κυλούσε χρόνια η δουλειά και η ζωή μαζί.
Την μοιρασιά την είχα αναλάβει εγώ. Έπαιρνα το αμάξι του πατέρα μου παρέδινα, φόρτωνα και πλήρωνα, αλλά και …ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν τις γυναίκες στο φτωχικό τους περιβάλλον, που υποδεχόντουσαν την κούρσα με τον γιο του “αφεντικού” και τα καλούδια του και άνθρωποι που είχαν φάει την ζωή με το κουτάλι, αποκαλούσαν το 19χρονο, “κύριο Κώστα”. Περισσότερο ντρεπόμουν την κυρά-Λένη, την καινούργια. Η μάνα μου, μού είχε μιλήσει γι’αυτήν, για τον ασταμάτητο βήχα της (είχε κατεστραμμένα πνευμόνια από το χνούδι που ανέπνεε όταν δούλευε, πριν από εμάς, σε βελούδο για γυναικείο ρούχο), τον άντρα της που πέθανε νωρίς και τον αγώνα της για τον επιούσιο, με δύο παιδιά και αδερφό διανοητικά καθυστερημένο.
Μια Παρασκευή, έκανα την συνηθισμένη γύρα για νέα παράδοση, πήρα τα ραμμένα ρούχα, αλλά … δεν έκανα πληρωμές. Μου είχε πει η μάνα μου, “πήγαινε τώρα τα φασόν, θα κάνεις τον κόπο όμως να ξαναπάς την Τρίτη να τους πληρώσεις, δεν έχω λεφτά, το Μινιόν θα μας πληρώσει την Δευτέρα”. Για το μόνο που γκρίνιαξα, ήταν η διπλή βόλτα. Εξ άλλου, δεν έγινε και καμμιά καταστροφή για τις κοπέλλες, 3 ημέρες καθυστέρηση όλες κι’ όλες. Τα πάντα κύλησαν καλά, τίποτα το αξιοσημείωτο, “Εντάξει κύριε Κώστα, σας περιμένουμε την Τρίτη. Καλό Σαββατοκύριακο!” μου είπαν.
Την Τρίτη, όλα ξανακύλησαν καλά για τον κύριο Κώστα, έως ότου είδα την κυρά-Λένη. Την πλήρωσα, με φίλεψε καφέ και πριν φύγω με σταματάει, με κοιτάει ξεθαρρεμένη από την κουβέντα και μου λέει συνωμοτικά: “Ξέρετε κάτι κύριε Κώστα… Προχθές δεν πληρωθήκαμε, δεν βάλαμε τσουκάλι για φαΐ”.
Κεραυνός πίσω από το αυτί δεν θα μου είχε προκαλέσει τέτοιο σοκ και αναστάτωση. Εγώ στην ζωή μου και στο δικό μου σύμπαν, δεν είχα συνδέσει ποτέ το μεροκάματο με το καθημερινό φαγητό, το “μεροδούλι με το μεροφάι”. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσα ή μάλλον ενημερωνόμουν γι’ αυτό που έβλεπα μόνο στα αμερικάνικα έργα του μεσοπολέμου: έξω από τα κάγκελα του λιμανιού, εργάτες που ξεροστάλιαζαν μέχρι να τους επιλέξει για μεροκάματο ο εργολάβος. Εάν ναι, έφερναν χρήματα στο σπίτι, εάν όχι, δεν έβραζε η χύτρα εκείνο το βράδυ. Αύριο πάλι….
Έχω διαβάσει πολύ Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν. Τόμους ολόκληρους. Με υποσημειώσεις, βελάκια, κιτρίνισμα των σπουδαίων σημείων. Γέμισα το μυαλό μου. Για να κατέβει όμως αυτή γνώση από το μυαλό στην καρδιά και από μαρξιστής διανοούμενος να μετουσιωθώ σε συνειδητό άνθρωπο που αγωνίζεται στην πράξη (δεν τολμώ να πω σε κομμουνιστή, γιατί κομμουνιστής είναι στόχος ήθους και όχι τίτλος εκ του προχείρου) απαιτείται, όπως στις χημικές εξισώσεις, ο κατάλληλος καταλύτης και στην περίπτωσή μου, ο Ηλιόπουλος και η κυρά-Λένη.
Δεν γνωρίζω εάν ζουν ακόμη και εάν ναι, τι ψηφίζουν. ΚΚΕ, δεξιά, αριστερά ή ακόμη και ακροδεξιά… Δεν έχει καμμία σημασία όμως, γιατί αντικειμενικά, είτε το ήθελαν, είτε όχι, υπήρξαν δάσκαλοι για μένα. Η φύση (και όχι η άγνωστη θέση) του Ηλιόπουλου ξαναστύλωσε τις αξίες στο παιδικό μυαλό μου και μου έδειξε για το πώς οι αντιδραστικοί άνθρωποι φέρονται με σαδιστική διάθεση στην φτώχια (ακόμη και στα παιδιά) και πως οι ίδιοι είναι αναπόφευκτα και νομοτελειακά, αντικομμουνιστές. Η φύση (και όχι η άγνωστη θέση) της κυρά-Λένης μου έμαθε ότι ο αγώνας για την επιβίωση δεν είναι μόνο στο μυαλό των στοχαστών και στα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά δίπλα μου, μπροστά μου.
Έτσι λοιπόν έμαθα ότι φταίω και εγώ κάπως και έχω χρέος να κάνω κάτι γι’αυτό.
*Ο Κώστας Κάππας είναι καθηγητής Ιατρικής Φυσικής – Ακτινοφυσικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας και του Ιατρικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας