Ιδιαίτερη συζήτηση γίνεται το τελευταίο διάστημα, ειδικά στο χώρο των εικαστικών, γύρω από την έκθεση Documenta 14, που εγκαινιάστηκε στις 8 Απρίλη και θα διαρκέσει μέχρι τις 16 Ιούλη στην Αθήνα.
Τι είναι η Documenta
Η πρώτη κιόλας διοργάνωσή της το 1955, στο Κάσελ της Γερμανίας – παρά ορισμένα θετικά στοιχεία όπως η δυνατότητα που έδωσε να προβληθούν αισθητικές τάσεις και ρεύματα του μοντερνισμού, έκανε ξεκάθαρο το αντικομμουνιστικό στίγμα της, αφού αξιοποιήθηκε από την αστική τάξη για να αντιπαρατεθεί σε όλα τα επίπεδα στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εισαγωγικό κείμενο της πρώτης Documenta (Ντοκουμέντα), κυριαρχούσε το ζήτημα της διαίρεσης της Γερμανίας, κάνοντας καθαρή με αυτόν τον τρόπο την πολιτική τοποθέτηση «υπέρ μίας κρατικής οντότητας, ενάντια στο καταπιεστικό κράτος της ΓΛΔ που εμπόδιζε την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών της και καταπίεζε τις δημοκρατικές ελευθερίες τους».
Μετά την πρώτη διοργάνωση, η γερμανική αστική τάξη επένδυσε στην Ντοκουμέντα, επιδιώκοντας την ενσωμάτωση των όποιων πρωτοποριακών στοιχείων της και καθιερώνοντάς την σαν διεθνή θεσμό, που πραγματοποιείται κάθε 5 χρόνια. Οσο κι αν προβάλλεται σαν μη εμπορική διοργάνωση, είναι απόλυτα προσδεμένη στην αγορά της Τέχνης. Είναι χαρακτηριστική η δημιουργία του Οργανισμού – Εταιρίας Ντοκουμέντα, λίγα χρόνια αργότερα, ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση χρηματοδότησης από το κράτος με τη μορφή εταίρων, καθώς και διάφορους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ τα θεάματά της συνήθως είναι οικονομικά δυσπρόσιτα για το πλατύ κοινό. Στο πλαίσιο της Ντοκουμέντα, μάλιστα, έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία «πολιτιστικού τουρισμού» που απαρτίζεται από αεροπορικές εταιρείες, ξενοδοχειακά συγκροτήματα και έχει σαν στόχο να προσελκύσει τουρίστες, καλλιτέχνες και κοινό στις πόλεις που πραγματοποιείται η Ντοκουμέντα.
Φέτος, για πρώτη φορά δεν πραγματοποιείται μόνο στην πόλη του Κάσελ, αλλά και στην Αθήνα. Στη διοργάνωση συμμετέχουν 160 καλλιτέχνες (15 Ελληνες), επιχορηγήθηκε με 70.000.000 ευρώ, από το γερμανικό υπουργείο Πολιτισμού, το Ομοσπονδιακό Γερμανικό Ιδρυμα Πολιτισμού και από το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, τελεί υπό την αιγίδα του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού και έχει επίσημους χορηγούς την VOLKSWAGEN και την τράπεζα Finanzgruppe.
Ριζοσπαστισμός κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του συστήματος
Η δραστηριότητα της Ντοκουμέντα, μέσω μιας καλά οργανωμένης και πολυδάπανης διαφήμισης απευθύνεται πλατιά, κυρίως όμως σε διανοούμενους και καλλιτέχνες, ειδικά της νεότερης ηλικίας, επιδιώκοντας να περιβάλει με το κύρος της τα όσα κατεστημένα και βαθιά συντηρητικά πλασάρονται σήμερα ως πρωτοπορία της Τέχνης στις καλλιτεχνικές σχολές. Παρά την προσπάθεια να παρουσιαστεί σαν «αριστερή» – «προοδευτική» πρωτοβουλία, το αντιδραστικό ιδεολογικό περιεχόμενό της σκιαγραφείται από τις δηλώσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή, Α. Σίμτζικ, ο οποίος, αφού στη συνέντευξή του, μίλησε για τις «ευκαιρίες» που δημιούργησε η καπιταλιστική οικονομική κρίση στην Ελλάδα (δεν είναι τυχαίοι οι μισθοί πείνας που δίνουν στους ενοικιαζόμενους εργαζόμενους της Ντοκουμέντα), κάλεσε κοινό και κριτικούς «να εγκαταλείψουμε τις προκαταλήψεις και να βυθιστούμε στο σκοτάδι της μη γνώσης», ώστε να προσεγγίσουμε τις δράσεις της Ντοκουμέντα.
Ακολουθώντας τις τάσεις της σύγχρονης Τέχνης να καταπιάνεται με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα και πτυχές της Ιστορίας, η έκθεση προβάλλει έναν δήθεν ριζοσπαστικό, αντισυστημικό, αντικαπιταλιστικό λόγο, ακριβώς για να συγκαλύψει ότι επιχειρεί να προσανατολίσει – γενικά και παρά τις όποιες καλές εξαιρέσεις – σε λύσεις διαχείρισης του συστήματος, αναπαράγοντας στο μεγαλύτερο μέρος της την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και τις κάλπικες αξίες της. Σύμφωνα πάντα με τις δηλώσεις Σίμτζικ, στόχος είναι η αξιοποίηση της Ντοκουμέντα, ώστε «να αλλάξει τα πράγματα εκ των έσω». Με χορηγό, δηλαδή, το κράτος και μια σειρά από επιχειρηματικούς ομίλους, η Ντοκουμέντα έρχεται να πουλήσει ριζοσπαστισμό, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του συστήματος.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα
Πατώντας στις έννοιες της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας», της «διαφορετικότητας» και της μη ύπαρξης αντικειμενικής γνώσης μέσα από ένα μεταμοντέρνο συνονθύλευμα γίνεται προσπάθεια να αλλοιωθεί, να παραχαραχτεί η Ιστορία και ο ρόλος της εργατικής τάξης στην εξέλιξή της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δράση «Βουλή των Σωμάτων», στο Κέντρο Τεχνών (πρώην ΕΑΤ – ΕΣΑ), όπου μέσα από συζητήσεις γύρω από ιδεολογικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές έννοιες, έως και performance, όπου πρώην πορνοστάρ ερωτοτροπούν με φυτά σε γλάστρες, προβάλλεται το ιδεολόγημα πως «το queer (δηλαδή το απροσδιόριστο, κοινωνικό φύλο) και οι εργάτες της πορνό βιομηχανίας αποτελούν το νέο προλεταριάτο». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συνυπάρχει στην έκθεση με τον Χίτλερ και την Εύα Μπράουν. Οι δύο τελευταίοι παρουσιάζονται ως τραγικές ψυχωσικές προσωπικότητες, σε μια προσπάθεια να αποδοθεί το φαινόμενο του φασισμού στη διαταραχή ορισμένων ατόμων και όχι στο καπιταλιστικό σύστημα που τον γεννά και τον τρέφει γιατί τον χρειάζεται.
Στην πραγματικότητα, είναι μια έκθεση πολύ λίγο «εικαστική» και ελάχιστα «ντοκουμέντο»…αφού πρόκειται για …πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους, όπου ένα πλήθος εκθεμάτων που δεν ανήκουν στις εικαστικές τέχνες, παντελώς αδιάφορα – όπως παλιά παπούτσια, χάρτες αρχαιολογικών ανασκαφών, κουζίνα ενός αγροτόσπιτου με αρωματικά φυτά κ.λπ. – επινοήσεις παρωχημένες στη μορφή και κυρίως άτεχνες, συνευρίσκονται δίπλα σε λιγοστές ενδιαφέρουσες εικαστικές προσεγγίσεις, προκαλώντας πλήρη διανοητική σύγχυση και ψυχική εξουθένωση στον επισκέπτη. Παράλληλα, πορνό φιλμάκια παρουσιάζονται ως τέχνη, ενώ συνολικότερα στην έκθεση παρουσιάζονται πολλά βίντεο που δηλώνουν «εικαστικά», παρότι στην ουσία είναι κακής ποιότητας κινηματογράφος. Καθόλου παράξενο, αφού το όλο εγχείρημα διαπνέεται από τη μεταμοντέρνα αντίληψη πως έργο τέχνης είναι κάθε τι που εμπεριέχει άποψη και ας μην περιλαμβάνει ίχνος γνώσης, μουσική είναι κάθε ήχος, θέατρο κάθε σύμβαση, ακόμη κι αν κάποιος πάει στο θέατρο χωρίς να υπάρχει παράσταση!
Και για όλη αυτήν την παρακμιακή κατάσταση 47 δημόσιοι χώροι στην Αθήνα – οι περισσότεροι απόλυτα απαραίτητοι για την προβολή της σχεδόν ανύπαρκτης στην Ντοκουμέντα εγχώριας καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και για τη στοιχειώδη εκπαιδευτική λειτουργία των καλλιτεχνικών σχολών – όπως η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Ωδείο Αθηνών, πλατείες, κ.λπ. παραχωρήθηκαν με σύμφωνη γνώμη του υπουργείου Πολιτισμού και του Δήμου Αθήνας στον Οργανισμό – Εταιρία Ντοκουμέντα για ιδεολογική, αλλά και οικονομική εκμετάλλευση. Παρότι σε κάποιους χώρους η είσοδος είναι ελεύθερη, για την πρόσβαση στα εκθέματα απαιτείται γενικά αντίτιμο της τάξης των 8, 22, 38 έως και 100 ευρώ.
Στο επίκεντρο της διαπάλης ο ρόλος της Τέχνης και του καλλιτεχνικού έργου ως φορέων ιδεών
Η συμφωνία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στη διοργάνωση της Ντοκουμέντα αποκαλύπτει ότι η πολιτική που ασκείται για την Τέχνη και τον Πολιτισμό συνδέεται με όλες τις εξελίξεις και τους βασικούς στόχους της αστικής τάξης που είναι το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας, η σύνδεση της πολιτιστικής παραγωγής με άλλους κλάδους στρατηγικής σημασίας, όπως ο τουρισμός και προπαντός η ενίσχυση του ιδεολογικοπολιτικού – αισθητικού οπλοστασίου της αστικής τάξης για τη διαιώνιση της εξουσίας της. Η ανάμειξη της δημοτικής αρχής της Αθήνας, σε ρόλο συνδιοργανωτή, αποδεικνύει, επίσης, ότι η κεντροαριστερά της δημαρχίας Καμίνη με τη σοσιαλδημοκρατία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συντονίζονται και ταυτίζονται στην υλοποίηση των αστικών ταξικών συμφερόντων και «αξιών» και στα ζητήματα του Πολιτισμού.
Με αφορμή την Documenta 14, στο επίκεντρο της διαπάλης μπαίνει ακόμη μια φορά ο ρόλος της Τέχνης και του καλλιτεχνικού έργου ως φορέων ιδεών. Αποδεικνύεται ότι στον 21ο αιώνα ο καπιταλισμός μέσα στη σήψη του προσπαθεί να εξουδετερώσει όχι μόνο την προοδευτική, ριζοσπαστική τέχνη, αλλά και την ίδια την Τέχνη, ως ένα από τα πιο σύνθετα και ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, επιβεβαιώνοντας τον Μαρξ, που δύο αιώνες πριν είχε επισημάνει την εχθρότητα γενικά του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος απέναντί της.
Μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα, οι καλλιτέχνες – δημιουργοί χρειάζεται πιο αποφασιστικά να αντιταχθούν με έργο φρέσκο, ζωντανό κι αληθινό. Και τέτοια είναι μόνο τα έργα που υπηρετούν το προχώρημα της ζωής ακουμπώντας τη συνείδηση, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα εκείνων που μπορούν να το πραγματοποιήσουν, της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων.
Γρηγόρης ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Τελειόφοιτος του Τμήματος Θεωρίας & Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών
ΠΗΓΗ: ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Επίσης:
https://medium.com/athenslivegr/documenta-14-what-happens-when-the-international-art-elite-goes-greek-b7be9c0352bb
και
http://www.spikeartmagazine.com/en/articles/doing-documenta-athens-rich-americans-taking-tour-poor-african-country
Ο τελειόφοιτος του «Τμήματος Θεωρίας & Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών» που υπογράφει αυτό το άρθρο, υποθέτω ότι προσπαθεί χρόνια τώρα να αποφοιτήσει και δεν τα καταφέρνει. Πρώτον γιατί το μοναδικό μάθημα που παρακολούθησε από το πρόγραμμα σπουδών φαίνεται να ήταν αυτό του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού και δεύτερον γιατί ο τρόπος που σκέπτεται είναι ίδιος με των γιαπωνέζων στρατιωτών από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο που βρέθηκαν ξεχασμένοι σε κάποιο νησί 30 χρόνια μετά, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει. Να υποθέσω ότι η επιλογή από τον Ριζοσπάστη είναι για να «την σπάσει» σε κάποιους αναγνώστες που έκαναν προσφάτως σχόλια για το συμπαθές αυτό έντυπο ή οι συντάκτες της Δραγονέρας συμφωνούν στα όσα περι τέχνης αναφέρει ο άμοιρος τελειόφοιτος;
Εδώ ένα σοβαρό κατηγορώ κάτα της φετεινής documenta από κάποιον ζωντανό εκπρόσωπο της ευρωπαϊκής κριτικής και όχι της απολιθωμένης εγχώριας αμάθειας… http://fragilemag.gr/documenta-14/
Παναγιώτη η «διάγνωση» μπορεί να είναι σωστή για τον γράφοντα αλλά ποιος ενδιαφέρεται γιατί λέει όσα λέει; Κι αν ενδιαφέρεται κάποιος, κακώς λέω εγώ. Μπορεί να είναι άλλωστε επιλογή κάποιου να ασπαστεί τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό και να είναι τελειόφοιτος για όλη του τη ζωή. Αλλά θα ήθελα να δω πού συγκεκριμένα διαφωνείς με όσα λέει. Εγώ για παράδειγμα βρίσκω θετικό το ό,τι υπάρχει αντίτιμο για να μπει κάποιος στους χώρους έκθεσης, με απέτρεψε από το να χάσω (θα έλεγα πολύτιμο αλλά μπαίνοντας στον κόπο να σχολιάσω θα αυτοαναιρούμουν) χρόνο. Το να λες κάποιον αμαθή όμως δεν βοηθά σε κάτι, είναι δεν είναι. Το θέμα εδώ, νομίζω, είναι η Documenta και όχι αυτός που τη σχολιάζει. Δεν μας ζητάει και την ψήφο μας ο άνθρωπος.
Στέφανε το σχόλιό μου μόνο επιφανειακά στοχεύει τον αρθρογράφο που όπως λες μπορεί να γράφει ότι θέλει και κακώς ήμουν ειρωνικός με την περίπτωσή του («ποιητική αδεία» για να τονίσω αυτό που ήθελα να πω). Αυτό που κρίνω περισσότερο είναι τη σοβαρότητα του χώρου που τον φιλοξενεί. Εν προκειμένω τον Ριζοσπάστη και την «δική μας» Δραγονέρα.
Για την φετινή Ντοκουμέντα δεν έχω ιδιαίτερη άποψη, μιας και δεν μπόρεσα ακόμη να δω τις εκθέσεις (σκάνδαλο που δεν πραγματοποιείται έκθεση και στα Κύθηρα 🙂 ). Έχω όμως κάποια άποψη για την σύγχρονη τέχνη και το ότι επέλεξε αυτό το άρθρο η Δραγονέρα, από τα τόσα που έχουν γραφτεί, για να πληροφορήσει τους αναγνώστες της επί αυτού του θέματος, μου δηλώνει κάτι το οποίο ένιωσα την ανάγκη να σχολιάσω. Δεν επιλέχτηκε ας πούμε μια, εξ ίσου σκληρή, κριτική από κάποιον που γνωρίζει το θέμα, όπως αυτό το άρθρο που ανάρτησα στο δεύτερο σχόλιο. Αντί αυτού επιλέχτηκε μια κριτική που θα ήθελε να γράφει για επικεφαλίδα: ¨»έτσι κρίνει η σημερινή αριστερά την Ντοκουμέντα αλλά και την σύγχρονη τέχνη γενικότερα». Ατυχώς, οι απόψεις περί τέχνης που εκφράζονται εδώ, είναι οι απόψεις του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, ιδιαίτερα την εποχή του Στάλιν. Είναι μια διαλεκτική που έλαβε χώρα πριν 70 και βάλε χρόνια και ξεπεράστηκε από την ιστορία. Εκατοντάδες σημαντικοί καλλιτέχνες καταπιέστηκαν, κυνηγήθηκαν ή καταδικάστηκαν στην αφάνεια τότε. Όταν γράφει ο αρθρογράφος σήμερα: «Μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα, οι καλλιτέχνες – δημιουργοί χρειάζεται πιο αποφασιστικά να αντιταχθούν με έργο φρέσκο, ζωντανό κι αληθινό. Και τέτοια είναι μόνο τα έργα που υπηρετούν το προχώρημα της ζωής ακουμπώντας τη συνείδηση, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα εκείνων που μπορούν να το πραγματοποιήσουν, της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων» εσένα μπορεί να μην σου λέει κάτι, αλλά εμένα μου δημιουργεί ανατριχίλα. Επειδή στο όνομα της εργατικής τάξης εξαπολύθηκε τότε ένα μνημειώδες πογκρόμ εναντίον της τέχνης. Για να θεμελιώσει όμως ο αρθρογράφος αυτές τις ιστορικά αυταρχικές απόψεις περί τέχνης, που θέλουν τον καλλιτέχνη υπόλογο του ιδεολογικού φορμαλισμού, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και την άγνοια του σημερινού Έλληνα, παρουσιάζοντάς την σύγχρονη τέχνη, εν γένει, παρακμιακή. Δεν λέω, η πρόσβαση και μύηση σε κάθε στοχαστική μορφή τέχνης αποτελεί συχνά δύσκολο εγχείρημα. Αλλά η γενικότερη δημόσια απαξίωσή της είναι φτηνός λαϊκισμός (εξ ου και μίλησα περί αμάθειας).
Αυτόν τον αντίλογο προς το παραπάνω άρθρο νομίζω ότι πρέπει να τον διαβάσει ο αναγνώστης. Και οι συντάκτες της Δραγονέρας μάλλον τον γνωρίζουν αλλά με την επιλογή τους, όπως κάνουν συχνά τελευταία, προτίμησαν το (έστω παρωχημένο) ιδεολογικό πρόσημο που τους εξασφάλιζε αυτό το άρθρο από το να κινηθούν προς μια σύγχρονη αντίληψη περί της αλήθειας, της τέχνης ή και της αριστεράς.
Όλοι οι χώροι των εκθέσεων της Documenta στην Ελλάδα είναι δωρεάν εκτός του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που έχει είσοδο 8 ευρώ. Το ίδιο το μουσείο απαιτούσε το αντίτιμο αυτό ενώ η λογική της διεύθυνσης ήταν δωρεάν όλοι οι χώροι στην Ελλάδα. Οι τιμές που αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο είναι τιμές για την επίσκεψη στο Κασέλ. Όσο για τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν είναι η μοναδική φορά που πληρώνονται για την δημιουργία ενός έργου. Ξέρω μπορεί πολλοί να θεωρούν ότι η τέχνη δεν πρέπει να αμοίβεται παρά μόνο όταν προορίζεται για μικροαστικά ή μεγαλοαστική σαλονάκια με πίνακες που θυμίζουν σταμπωτά εργόχειρα.