.
Δεν είναι πως σαν δικηγόρος ήταν κακή. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν τόσο καλή, που όταν έφτασε η ώρα, δε δίστασε να εξαπατήσει κι εμένα τον ίδιο. Ακριβώς όπως τον παλιό μου αντίδικο κάποτε, τότε που την είχα θαυμάσει και είπα: «χαλάλι» η υψηλή αμοιβή της. Το σφάλμα είναι δικό μου, που έπεσα στην παγίδα να θεωρήσω πως η επιτυχία της χτίστηκε πάνω στην προσωπική μας σχέση. Τίποτε προσωπικό όμως δε γίνεται να συνδέει μια δικηγόρο με το θύμα της, είτε αυτό βρίσκεται στη θέση του πελάτη, είτε του αντιδίκου του. Αν αναλογιστώ μάλιστα τη μέθοδο που εφάρμοσε σε εκείνη την παλιά μου υπόθεση, θα πρέπει να παραδεχτώ πως ήμουν ολότελα αφελής να πιστέψω πως δεν θα έπραττε παρόμοια στην τωρινή μου περίπτωση. Αν δηλαδή, είχε τολμήσει τότε να παραβιάσει το παράθυρο της τράπεζας και να αλλοιώσει την υπογραφή του παλιού μου αντιδίκου πάνω στα έγγραφα που θα με έκαιγαν ζωντανό, τι θα την σταματούσε να ξεστομίσει ένα μικρό, αθώο ψέμα, πως το οικόπεδό μου πουλήθηκε στα μισά χρήματα από όσα εισέπραξε συνολικά;
Είναι που άλλαξαν και οι εποχές. Οι «καλές» δικαστικές υποθέσεις που άφηναν μεγάλα ποσά στα δικηγορικά γραφεία πέρασαν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν και οι περισσότεροι δαιμόνιοι νομικοί πάσης φύσεως έστρεψαν το επιχειρηματικό τους ενδιαφέρον στο real estate. Κόσμος και κοσμάκης άρχισε να συσσωρεύεται στην αναμονή αποζητώντας τις υπηρεσίες τους με την ελπίδα πως ό,τι χωραφάκι, διαμέρισμα, σπίτι ή οικόπεδο βρισκόταν στην κατοχή του και κάποτε λογιζόταν φιλέτο, θα διατηρούσε το καθένα λίγη από την παλιά του αίγλη. Κι ενώ οι άνθρωποι έφταναν να χτυπήσουν την πόρτα τους απελπισμένοι από τα χρέη και τις οικονομικές υποχρεώσεις, όλοι μόλις έμπαιναν μέσα υποδύονταν ασυνείδητα τους άνετους που δεν έχουν έρθει για να σκοτώσουν το βιος τους, αλλά για να διεκδικήσουν ως δήθεν επενδυτές μιαν αξιοπρεπέστερη τιμή: «δεν βιαζόμαστε – όποτε αυτή έρθει – έχετε καμμιά άκρη με το εξωτερικό;»
Κι εγώ λοιπόν, όταν ξαναχτύπησα την πόρτα της Ευαγγελίας, και αφού είχε αλλάξει μόλις λίγο καιρό την ταμπέλα της σε «E.L. – Real Estate», δεν ήμουν καν κόσμος, παρά σκέτος κοσμάκης, σε άθλια οικονομική κατάσταση, με άμεση ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων. «Θέλω να πουλήσω το οικόπεδο στον Ωρωπό», ήταν η πρώτη κουβέντα που της είπα εκείνη τη μέρα αμέσως μετά τον χαιρετισμό. Θεωρούσα πως όσο πιο αποφασισμένος έδειχνα, τόσο περισσότερο θα κέντριζα το ενδιαφέρον της σχετικά με την περίπτωσή μου. «Αλήθεια λες; Πώς κι έτσι, δεν είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που έχεις από τον πατέρα σου;» Ήταν η άμεση αντίδραση από την μεριά της. Με δοκίμαζε σκέφτηκα. Ήθελε να είναι σίγουρη πως δεν θα κάνω πίσω. Ενώ παράλληλα θαύμασα τη μνημονική της ικανότητα. Ανάμεσα σε εκατοντάδες πελάτες, θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τις πληροφορίες των περιουσιακών μου στοιχείων, σαν να ήταν όχι η δικηγόρος μου, αλλά η μάνα ή η αδερφή μου. «Δε με ενδιαφέρει καθόλου ο Ωρωπός, Ευαγγελία. Στο νου μου έχω να επενδύσω τα χρήματα από την πώληση αλλού. Όσο ζούσε η μάνα μου ήταν μια κίνηση απαγορευμένη, αλλά τώρα που έφυγε κι αυτή, είμαι ελεύθερος να διαχειριστώ την περιουσία όπως επιθυμώ». Συνέχισα να της λέω με ύφος στιβαρό και απόλυτο σαν κάποιου που αισθάνεται ασφαλής με τις λέξεις που βγάζει το στόμα του. «Ώστε πέθανε η μητέρα σου;!» αντέδρασε, θυμάμαι, με ειλικρινή έκπληξη. «Τα συλλυπητήριά μου, λυπάμαι πολύ». Και μου ξανάδωσε τότε το χέρι, με κατεβασμένα πένθιμα τα μάγουλα, αλλά με μάτια που συνέχιζαν να πετάνε φωτιές, σα να μη σταματούσαν πίσω από την κουρτίνα να κάνουν τους υπολογισμούς τους.
Βεβαίως η μάνα μου ήταν πεθαμένη ήδη από την προηγούμενη φορά που έτυχε να συναντήσω την Ευαγγελία στο δρόμο, οπότε είχαμε ανταλλάξει την ίδια πένθιμη χειραψία, μα ειλικρινά, σκεφτόμουν, δεν πείραζε. Η πρόθεση ήταν θετική και δήλωνε ξεκάθαρα τη συμπάθειά της. Και στο κάτω κάτω, πώς θα μπορούσε να θυμάται τα προσωπικά του καθενός, ανάμεσα σε εκατοντάδες πελάτες, πότε πέθανε του ενός η μάνα, πότε γέννησε του αλλουνού η γυναίκα; Μου φαινόταν ολότελα φυσικό.
Όπως φυσικό ήταν να μπορώ εγώ από την άλλη να συγκρατώ κάθε λεπτομέρεια για τη δική της προσωπική ζωή. Βλέπετε, μια δικηγόρο την είχα μόνο και την προσοχή μου την είχε με το σπαθί της εξασφαλισμένη. Γιατί σαν άνθρωπος, έξω από τον τυπικό χώρο του γραφείου της, η Ευαγγελία ήταν ιδιαίτερα εξωστρεφής και ανοιχτόκαρδη. Στο δρόμο να σε έβλεπε, θα σου έλεγε μέσα σε δυο λέξεις με ποιον άντρα βρίσκεται τώρα, ποια είναι τα σχέδιά της για το μέλλον, πόσα χρήματα κερδίζει από τις νέες -κάθε φορά- επιχειρήσεις που άνοιγε σαν μανιτάρια και πότε θα ερχόσουν για ποτό στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού της που βλέπει στο Σαρωνικό. Αλλά και πιο μύχιες πληροφορίες, όπως τον αριθμό των εκτρώσεων που μεγάλωνε σαν σκορ σε κάποιο ανόητο πρωτάθλημα, ευθείες νύξεις για την σκληρότητα της πατρικής της οικογένειας, ιδιαίτερες θρησκευτικές συμβουλές για το πώς διατηρείται ένας θεός στη θέση του με ένα μικρό σταυρουδάκι περασμένο στο λαιμό και νηστεία επί σαρανταημέρου πριν από το Πάσχα.
Αν μάλιστα είχες χρόνο για να τα πείτε και να πιείτε περισσότερο, τότε θα σου εξιστορούσε με ευγλωττία τα μεγαλεία μιας παρελθούσης εποχής, τότε που οι επαγγελματικές επιτυχίες ακολουθούσαν η μία την άλλη και πετούσαν την μπάνκα στον αέρα∙ μιας εποχής που το χρήμα έρεε άφθονο και όσοι ήταν πραγματικά έξυπνοι, όπως η ίδια, «τσίμπαγαν» το ένα κορόιδο μετά το άλλο. Τώρα τι είχε αλλάξει; Τα κορόιδα ήταν εξίσου πολλά, όμως το λίπος τους είχε φαγωθεί. Για να καταφέρνει να αντλεί ηδονή από τις υποθέσεις της πλέον, χρειαζόταν να χρησιμοποιεί ολοένα και πιο ριψοκίνδυνες μεθόδους, σε μια χρονική συγκυρία μάλιστα που οι έλεγχοι είχαν δεκαπλασιαστεί και κανείς δεν χαριζόταν κανενός. Αλλά τα γνήσια τσακάλια, πάντα έβρισκαν και θα βρίσκουν τον τρόπο για να διαφεύγουν. Αυτή ήταν και η μόνη χαρά που τους είχε απομείνει με δεδομένη πια την δραματική μείωση των κερδών τους.
Με άλλα λόγια, είχα σερβιρισμένη στο πιάτο την ομολογία πως ήμουν κι εγώ ένα κορόιδο. Παρόλα αυτά είχα βρεθεί ξανά μέσα στο γραφείο της, έχοντας πιστέψει ότι τα άσχημα τα λέει για κάποιους άλλους. Για αυτό και εμπιστεύτηκα στα χέρια της ό,τι είχα και δεν είχα, τη μόνη μου ελπίδα να καταφέρω ξανά να σταθώ στα πόδια μου ύστερα από την οικονομική καταστροφή που είχα υποστεί. Το οικόπεδο στον Ωρωπό, ένα καταπληκτικό φιλέτο στο μέσον μιας νεόδμητης περιοχής, σε άλλους καιρούς θα θεωρούταν μοναδική ευκαιρία. Θυμάμαι μικρό παιδί τον πατέρα μου, πόσοι τον πίεζαν για να το δώσει τάζοντάς του εξωφρενικά ποσά. Η Ευαγγελία ήξερε -της είχα πει- όλα τα νόμιμα πλεονεκτήματα αυτής της έκτασης. Τα αναγνώριζε και με τα πάντα υπερβολικά της λόγια, τα γιγάντωνε μονάχη περισσότερο. Έτσι, όταν προσπάθησε να με προϊδεάσει πως η τιμή που θα καταφέρναμε θα ήταν οπωσδήποτε χαμηλότερη σε σχέση με παλιά, όχι μόνο την πίστεψα, αλλά υπερθεμάτισα κιόλας λέγοντας: «αλλοίμονο, Λία μου, δεν ξέρω σε τί κατάσταση ζούμε; Αλλοίμονο».
Είναι δύσκολο, από τη μια όταν έχεις τόση μεγάλη ανάγκη από χρήματα και από την άλλη αναγνωρίζοντας πόσο «καθισμένη» είναι γύρω σου η αγορά, να μην χαρείς όταν μάθεις πως το οικόπεδό σου πουλήθηκε και πως σε μια εβδομάδα εξήντα ζεστά χιλιάρικα θα βρίσκονται προσεδαφισμένα στον τραπεζικό σου λογαριασμό. Έστω και αν σε ενόχλησε στιγμιαία η απορία στο μυαλό: μα, εξήντα χιλιάρικα για δυο στρέμματα άρτιο και οικοδομήσιμο εντός σχεδίου; Έλα όμως που η ψυχή αντιπαθεί την υπονόμευση της χαράς. Για να πιάσει τόσα, τόσα θα έπιανε, σκέφτηκα, και ευτυχώς που πρόλαβα να το δώσω πριν πέσει περισσότερο η τιμή του. Και εξακολούθησα για καιρό να θεωρώ την Ευαγγελία φίλη, να τη συναντώ τυχαία στο δρόμο και να μαθαίνω με την ίδια πάντα χαρά τα προσωπικά της απόρρητα, να δέχομαι τις αλλεπάλληλες προσκλήσεις για ένα κοκτέιλ κάποτε στη μεγάλη βεράντα, να την ευχαριστώ και να μου χαμογελάει με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη: «σώπα καλέ, τη δουλειά μου έκανα».
Στον ίδιο ρυθμό πέρασε από τότε αρκετός καιρός. Τα χρήματα που πήρα από τον αγοραστή μέσω της Ευαγγελίας, έφτασαν ίσα για να κλείσω τις τρύπες που με κατάπιναν. Τίποτε δεν περίσσεψε για να επενδύσω σε επιχείρηση, ούτε σε καροτσάκι παγωτατζή. Από την άλλη η Ευαγγελία, συνέχιζε παράλληλα με το γραφείο να επενδύει τα χρήματά της σε μαγαζιά, να αγοράζει διαμερίσματα, να πουλάει, να φεύγει από όπου δεν έπαιρνε όσα ήθελε και να ζει σε έναν ρυθμό τόσο γρήγορο και φορτωμένο με νούμερα, ραντεβού, πωλητές αγοραστές-μεσάζοντες, που άλλος στη θέση της θα λύγιζε κουρασμένος. Εκείνη όμως, έμοιαζε να ζει στη φυσική της κατάσταση, πάντοτε ενθουσιασμένη, πάντοτε λαίμαργη και βιαστική για το επόμενο βήμα.
Ώσπου, το περιβόητο κοκτέιλ στη μεγάλη βεράντα του Σαρωνικού, παρολίγον να γίνει πραγματικότητα. Το απόγευμα εκείνο που κανονίσαμε να περάσω αργότερα από το σπίτι της, είχα αρχίσει ήδη να διαισθάνομαι την διατάραξη μιας κανονικότητας. Αυτό το ραντεβού δεν ήταν για να συμβεί, αλλά για να επαναλαμβάνεται αέναα ως ανοικτή πρόσκληση στις τυχαίες μας συναντήσεις. Εφόσον εκπληρωνόταν ως πραγματική πράξη-γεγονός, ήταν αδύνατο να προβλεφθεί τι θα ήταν αυτό που θα κάλυπτε το κενό που θα έμενε ανοικτό στη θέση του. Και το άγνωστο, όσο νάναι, πάντοτε θα τρομάζει ευαίσθητους ανθρώπους όπως του λόγου μου.
Εκείνο που ξεκίνησε μέσα μου ως αμυδρή ανησυχία, πήρε σάρκα και οστά ως εφιάλτης λίγες ώρες αργότερα. Όταν φρεσκαρισμένος και με όρεξη έφτανα έξω από την πολυκατοικία της Ευαγγελίας. Δεν χρειάστηκε καν να ψάξω για το κουδούνι με το όνομά της. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, φωτισμένη και δυο αστυνομικοί με ενημέρωσαν πως η Ευαγγελία είχε οδηγηθεί ήδη πίσω από τα κάγκελα. Όταν δε τους έδειξα την ταυτότητά μου, με πήραν παράμερα και μου ψιθύρισαν σκύβοντας διακριτικά το κεφάλι: «είναι και το όνομά σας στη λίστα των θυμάτων, ξέρετε, η υπόθεση ενός οικοπέδου. Αν θέλετε να προχωρήσετε σε μήνυση ακολουθήστε μας στο τμήμα.»
Με το σοκ να έχει συγκλονίσει όλη την ύπαρξή σου, δεν σκέφτεσαι πού θα πας, μόνο πηγαίνεις. Σαν τηλεκατευθυνόμενο μηχανάκι, «περάστε στο αυτοκίνητο να σας πάμε», σου λένε, περνάς απλά και πηγαίνεις. Εκεί, στο κατώφλι του αστυνομικού τμήματος, άρχισα να αισθάνομαι ξανά το σώμα μου και το αίμα να κυκλοφορεί πάλι σωστά στο μυαλό μου. Τι γύρευα εγώ εκεί μέσα; Αντιπαθώ την ασφάλεια, αντιπαθώ τις στολές, τις ανακρίσεις, τις γραφειοκρατίες. Αχ ρε Ευαγγελία! Πώς με έφερες εδώ μέσα;! Τα όργανα μου τα εξήγησαν όλα με το νι και με το σίγμα. Το οικόπεδο είχε πουληθεί για εκατόν τριάντα χιλιάδες ευρώ, στο χέρι ο ίδιος πήρα τις εξήντα και οι υπόλοιπες εβδομήντα ρίχτηκαν από την Ευαγγελία στα μαγαζιά που άνοιγε για ξέπλυμα από άλλες βρωμοδουλειές της. Τουλάχιστον δεν ήμουν μόνος ανάμεσα στα κορόιδα… Όμως η γυναίκα αυτή που με είχε πείσει να της εμπιστευτώ τα συμφέροντά μου, μα πάνω από όλα, με είχε κάνει να πιστεύω ότι ήμαστε μεταξύ μας φίλοι, έτοιμοι πια να πίνουμε παρέα κοκτέιλ στη βεράντα, δεν είχε καρδιά για κανέναν δεν έδινε του αγγέλου της νερό. Την ίδια της τη μάνα αν μπορούσε, θα την είχε πουλήσει. Το μόνο που την κατοικούσε ήταν ο διάβολος μεταμφιεσμένος σε χρήματα και κέρδος. Ήταν τόσο αποκαλυπτική η εικόνα για το ποια είναι που με κυρίεψε περισσότερο λύπηση για το πρόσωπό της. Όχι, δεν θα της έκανα μήνυση, λοιπόν. Τα χρήματά μου πίσω δε θα τα έπαιρνα και εκείνη ας τιμωρούταν με ετούτο και μόνο: δε θα της ξαναμιλούσα ποτέ!
Σκυμμένος, σκυθρωπός και ακόμη ανακατωμένος από το σοκ, κατέβαινα σιγά σιγά τα μαρμάρινα σκαλιά της αστυνομίας. Ένας αξιωματικός κατάλαβα ότι έτρεχε στο κατόπι μου, πέρασε μπροστά και μου ανέκοψε την πορεία. Ύψωσε στο ύψος των ματιών μου ένα χαρτί και με ρώτησε αν δεχόμουν να το υπογράψω. Ήταν η δήλωση της Ευαγγελίας μέσα από το κελί, πως ο μόνος άνθρωπος που είχε στον κόσμο για να επικοινωνεί και να τη βοηθά στο εξής με την περιπέτειά της στη φυλακή, ήμουν εγώ.
«Δέχεστε να υπογράψετε την αποδοχή της δήλωσης κύριε;» με ρώταγε το όργανο κι εγώ κοιτούσα πίσω από το χαρτί, πίσω από τους τοίχους, μέσα στο κελί την Ευαγγελία να με κοιτά εκλιπαρώντας∙ με τα μάτια εκείνα που βγάζαν φωτιές και δε σταματούσαν στιγμή πίσω από τα κάγκελα να κάνουν τους υπολογισμούς τους.
.
.