TELETOMANIAC
“Μπαμπά, μπαμπά! ο δρόμος πηγαίνει, όπου πηγαίνουμε εμείς!” (εξάχρονη)
Χτυπά το ξυπνητήρι. Το όνειρο στην κορύφωση. Βάζει τη μπουκιά με το λιασμένο χταποδάκι στο… αλλά παίζει με δόνηση το βαλσάκι του Strauss. Σηκώνεται με την αλμύρα στο στόμα και σε βηματισμό Οθέλλου προχωρά στο μπάνιο. Απαλά το σαπούνι στην παλάμη, το νερό τον μαγνητίζει. Χταπόδι, άλας και νερό σήμερα σημαίνουν Κύθηρα. Παίρνει το σακβουαγιάζ, ανοίγει πορτ μπαγκάζ. Το αμάξι ξεκινά για το λιμάνι της Πορφυρούσας. Περνά από την πρώτη κωμόπολη. Στα ίδια συρματόσχοινα κρεμασμένα χταπόδια μεταλλαγμένα γαλανόλευκα. Θαύμα 25ης Μαρτίου! Τραντάζεται από την λακούβα στο δεξί λάστιχο. Επαναφέρει την πυξίδα στο προορισμό, Κύθηρα. “Ο δρόμος πηγαίνει, όπου πηγαίνουμε εμείς.”
Στροφές με απαλά χάδια στο τιμόνι και traffic στο επόμενο κεφαλοχώρι. Εμβατήρια απλωμένα στις δυο λωρίδες κυκλοφορίας με bit ρυθμό που μιξάρεται από τα ηχεία της εκκλησιάς. Υπομονετικά οι οδηγοί ακολουθούν την μπάντα, κοιτάζουν αδημονώντας στην κόρνα το: «forbidden.» Κοιτάζει το ρολόι στο ταμπλό με φόντο στολές φιλαρμονικής που ξάφνου κάνουν αναστροφή και εφορμούν στο καπό. Φρενάρει ακαριαία και η κόκκινη κάμπια μισό μέτρο πριν τον καταπιεί στρίβει σε παράδρομο.
Αυξάνει ταχύτητα να προφτάσει στην Νεάπολη την επιβίβαση. Τον καλωσορίζει πάλι η γνωστή μελωδία. Παραληρεί ρωτώντας, “πώς τον πρόφτασε η μπάντα; έκοψε δρόμο;” Συνέρχεται βλέποντας την Πορφυρούσα στο λιμάνι, αν και το χρώμα της στην στολή του τυμπανιστή τον εμποδίζει να την πλησιάσει. Αστραπιαία στρίβει εκείνος στον παράδρομο. Τρέχει στο πρακτορείο.
“Βάλτε την κάρτα στην σχισμή. Πληκτρολογήστε το Pin.» Το χέρι πληκτρολογεί, ξεκινά η εκτύπωση. Ήχος λυτρωτικός. Χαιρετά ευγενικά βηματίζοντας προς τον ναυτικό. Αυτός κοιτάζει την μπάντα σχίζοντας το εισιτήριο, δίνοντάς του το απόκομμα. «Δυό τελετές;» σκέφτεται, «Γραφείο Κηδειών ή Τελετών;» Επιβιβάζεται με άλλους τρεις επιβάτες για Κύθηρα στο σιδερένιο κήτος αφού ξαναθυμάται την κόρη του, “Ο δρόμος πηγαίνει, όπου πηγαίνουμε εμείς.”
Ταξίδι στα Κύθηρα που σελίδα, σελίδα απλώνουν τα βόρεια χωριά τους στον ορίζοντα. Χούι κι αυτό από μικρός να διάβαζει το βιβλίο από το τέλος στο εξώφυλλο; Βγάζει στο κατάστρωμα την “Ασκητική” του Κρητικού, διαβάζει ξανά την αφιέρωση: “Στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυό αφεντάδες.”(Γ. Σεφέρης) Αναπολεί τον κυρ-Κώστα Καφάτο, που του την έδωσε στα δεκαοχτώ του λέγοντας, “μάθε να ξεχωρίζεις τον μπρούντζο απ’ τον χρυσό.” Συνέρχεται από το τρομπόνι στο φουγάρο. Φτάνει στο εξώφυλλο του νησιού… Διακόφτι.
Αποβίβαση, ενοικίαση αυτοκινήτου, κάρτα, Pin, εκτύπωση… ήχος λυτρωτικός. Ξεκινάει η γύρα. Φτάνει στο νότο την ώρα που τελειώνει η παρέλαση κι ο κόσμος σκορπάει, άλλος προς τον βορά, άλλος σε ηλιόλουστα λιμανάκια. Εθιμική τυπική Τελετουργία: λασκάρουμε πάντα μετά το τυπικό!
Ο τόπος πανέμορφος, λουσμένος στο δυνατό φως του ήλιου. Η περιήγηση έχει συγκεκριμένους σταθμούς, που πρέπει να τηρηθεί η λογική σειρά στην επίσκεψή τους. Ποικιλία τοπίων με συναρπαστικές αυξομειώσεις βλάστησης και πληθυσμού. Οι διαδρομές σύντομες και δαιδαλώδεις ταυτόχρονα. Μια θελκτική παγίδα, για όποιον παρασυρθεί από ετούτη την ομορφιά, ικανή να τον κρατήσει δέσμιό της για χρόνια. “Δαιμονιά” μαγική της Κίρκης.
Ξαποσταίνει σε παραλιακή ταβέρνα. Στο μαγαζί εκείνη την ώρα δεν υπάρχει άλλο τραπέζι. Τον σερβίρουν και η οικογένεια του ταβερνιάρη στρώνει μακρύ τραπέζι πίσω του και κάθονται να φάνε όλοι μαζί. Μπροστά το γαλανό της θάλασσας, στο πρόσωπο το αεράκι και στα αυτιά του η συζήτηση των ντόπιων. Κάπου εκεί κοντά βρίσκεται το μνημείο “Κολοκοτρώνης”. Χθες έγινε μια τελετή. “Δεν πήγε κόσμος”. Ύστερα κάποιος ήρθε εδώ που βρισκόταν τώρα και πήρε κάποια κεράσματα. “Η παρέλαση στην Χώρα δεν ήταν καλή. Τα παιδιά δεν ξέρουν πια βήμα.” Παλιότερα κάποιος, κάποια τα εκπαίδευε καλύτερα. Πληρώνει. Η κάρτα… «περιμένετε λίγο» και «τώρα, πατήστε το πιν». Pin: 5-8-9-3. Περιμένει. Συνδέεται. Εκτυπώνεται το πρώτο χαρτάκι, ξεπροβάλλει το δεύτερο. Χαιρετά. “Ο δρόμος πηγαίνει, όπου πηγαίνουμε εμείς.”
Φτάνει στο κατάλυμα που νοίκιασε στην σκιά ενός λουλακί τρούλου. Ο σκύλος του εκεί, άφωνη σκιά από την ώρα της αναχώρησής του, κυλιέται με οίστρο σε άγριους μάραθους. Ο αγέρας στα Αρωνιάδικα βγάζει στον ψυχισμό του το ύφος Κάιζερ. Τακτοποιείται σε ένα μπουζάτο δωματιάκι κατάλληλο για απόψυξη κρασιού. Ο ήλιος έχει γείρει σαν λιωμένη σοκολάτα. Πίνει ένα ζεστό καφέ και απόβραδο πια ξεκινά για την βραδινή του βόλτα στον Ποταμό. Η ομίχλη δίνει μυθική εικόνα όσο σιμώνει στα σπίτια. Τα δύο επιβλητικά οικοδομήματα της τράπεζας και της εκκλησιάς ερωτοτροπούν αντικριστά. Ξαναθυμάται τον Κρητικό και την κουβέντα του με τον ερημίτη Μακάριο. “– Παλεύεις ακόμα με το Διάβολο, πάτερ Μακάριε; – Όχι πια, παιδί μου. Τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου. Δεν έχει δύναμη. Παλεύω με το Θεό. – Με το Θεό ! κι ελπίζεις να νικήσεις; –Ελπίζω να νικηθώ, παιδί μου.” Ο θεός κι ο μαμωνάς ζευγαρωμένοι λοιπόν…του βγαίνει η λέξη, “μπρούντζος.”
Μπαίνει στο ΑΣΤΙΚΟΝ, τον κερνούν κονιάκ. Οι θαμώνες κρεμασμένοι στην οθόνη που αναμεταδίδει από Βρυξέλλες. Είναι εθνική κι ας μην είναι γιορτή, είναι κατακτητές κι ας μην είναι οθωμανοί, είναι άθεοι κι ας μην είναι μουσουλμάνοι. Είναι Βέλγοι κι ας είναι κόκκινοι διάβολοι! Τελειώνει το μάτς, η κουβέντα φουντώνει. Τα παιδιά της Δραγονέρας σαν παλιοί γνωστοί από καιρό. Νιώθει σαν σε φοιτητοπαρέα…του βγαίνει η λέξη “χρυσάφι.” Η συμφωνία κλείστηκε, δώσανε τα χέρια στα κοινά υπονοούμενα.
Ανάβει μετά από εφτά απόπειρες το τζάκι. Κοιμάται παρέα με τις σκιές της φλόγας αναλογιζόμενος μεταξικές λαμπαδηφορίες να σπαταλάν την ζεστασιά στον δρόμο. Νιώθει το ψύχος να γλιστρά στην κλειδαρότρυπα, να λιγουρεύεται την ευτυχία της πληρότητάς του. Πριν ξυπνήσει με το πρώτο φως για λίγο βλέπει τον εαυτό του ποίημα της αγαπημένης του. Πίνοντας τον καφέ κάτω από μουντά σύννεφα βρίσκεται στο βορά αγοράζοντας παξιμάδια. Κυλιέται από τις αμμουδιές της Πελαγίας, στο ακρογιάλι του Λορέντζο και μέχρι την Βαρκούλα στην Πλατιά Άμμο. Σχηματίζεται το βόρειο σώμα στο σώμα του όμοιο με τα φτερά του μαύρου αγγέλου στο τατουάζ του. Ο δικός του ευαγγελισμός συμβαίνει εκείνη την μέρα, εκείνες τις 26 ώρες στα Κύθηρα.
Επιστρέφει στο εξώφυλλο για το καράβι της επιστροφής. Χαμογελά του Κολοκοτρώνη πονηρά. Είναι μαρμαρωμένος εκεί στην τελετή του με λίγα δαφνόφυλλα αποξηραμένα κατά γης που του μύρισαν στιφάδο. Παραδίδει το αμάξι, ανεβαίνει στο κατάστρωμα, παίρνει τον σκύλο του, γυρνά τον κοιτάζει στα μάτια ψελλίζοντάς του, “μας βρήκανε τα Κύθηρα.” Τα μάτια του λάμπουν τον ήλιο. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο χειροπιαστό το πού γεννήθηκε η Αφροδίτη. Ο δρόμος πηγαίνει, όπου πηγαίνουμε εμείς. Εμείς είμαστε η τελετή μας.