Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΛΛΙΩΣ ή το τσάμικο της… «εθνικής ομοψυχίας»
του Σπύρου Τζόκα

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Το έτος που διανύουμε, ως γνωστόν, συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, μία ιστορική στιγμή για όλο τον ελληνισμό. Τα μηνύματα της εθνικής επετείου -αγώνας για ισότητα, ελευθερία και αδελφοσύνη- είναι πάντα εξαιρετικά επίκαιρα. Το σημαντικότερο θα ήταν η πολιτεία να ανοίξει έναν διάλογο, ο οποίος θα ξεκινάει από τα προβλήματα του σήμερα και θα φθάνει έως το 1821, ώστε να καταλάβουμε τις αναλογίες τού τότε και τού σήμερα. Εξάλλουη ιστορία δεν πρέπει να είναι μουσείο, καθώς οι νέοι θα πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν τι έκανε τους Έλληνες του 1821 να επαναστατήσουν.

Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει με ένα «κιτσάτο υβριδικό σχήμα» που ανταποκρίνεται ακριβώς στην ταυτότητα της σημερινής Δεξιάς στην Ελλάδα, που επιχειρεί να συνδυάσει τη σκληρή εθνικιστική ατζέντα με μια ακραία προσήλωση στα οικονομικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και τις πολιτικές τους απολήξεις. Να τονώσουν, δηλαδή, την «εθνική ομοψυχία»: «όλοι μαζί πετύχαμε…», που διακινούν αιώνες τώρα οι «από πάνω», οι οποίοι συνήθως απουσιάζουν και από το «όλοι» και από το «μαζί». Πλείστα όσα παραδείγματα μας δίνει η Ιστορία με κορυφαία εκείνα της Ναζιστικής Κατοχής και της Χούντας του 67’.

Στην εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων και ενώ η Ελλάδα πολεμούσε ακόμα, η κυβέρνηση και το παλάτι αμπαλάριζαν τις βαλίτσες τους για το μεγάλο ταξίδι, το ταξίδι της σωτηρίας τους. Οι πατριδοκάπηλοι, όπως το συνηθίζουν, έσπευσαν να δηλώσουν υπακοή στον κατακτητή. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, όπως και αυτές το συνηθίζουν, εγκατέλειψαν την πατρίδα και το λαό την ώρα της μάχης και έφυγαν από τη χώρα για ασφαλές μέρος. Κατά το συνήθειό τους επιστρέφουν κατόπιν ως εθνοσωτήρες και ελευθερωτές.  Και ο λαός πάντα στη θέση του, σε αυτήν της μάχης, σε αυτή του πόνου, σε αυτή της καρτερίας.

Είναι συνεπακόλουθο, λοιπόν, η  άρχουσα τάξη να επιχειρεί να συσκοτίσει και να αποκρύψει ότι μόνο ο λαός βάζει τέλος στις τυραννίες. Που κι όταν «χάνονται» οι επαναστάσεις του, δεν έχει άλλο δρόμο από εκείνον που γράφει: «Πέθανε η Επανάσταση. Ζήτω η Επανάσταση»! Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Τα είχε πει στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, όταν παραλάβαινε το Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου…» Η Ιστορία αλλιώς γράφεται και διδάσκεται χρόνια τώρα και οι αντιφάσεις της είναι πρόδηλες. Μια σύντομη και επιγραμματική  αναδρομή στην ιστορία των εκάστοτε εορτασμών της εθνικής παλιγγενεσίας κατά τη διαδρομή των δύο αιώνων που διανύθηκαν από τη στιγμή που οι Έλληνες διακήρυξαν «ενώπιον Θεού και ανθρώπων» τη βούλησή τους για «Ελευθερία ή Θάνατο» καταγράφει αυτές τις αντιφάσεις και την προσπάθεια συσκότισης και αλλοίωσης των πραγματικών γεγονότων.

Στην επέτειο των πενήντα χρόνων της Επανάστασης, το 1871, έγιναν τα αποκαλυπτήρια δύο ανδριάντων στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου: του Ρήγα Βελενστινλή και του Γρηγορίου Ε’!!! Το νόημα της επετείου συνδέθηκε με την ενσωμάτωση της εκκλησίας και με εκφραστή της ενότητας του έθνους το νέο βασιλιά.  

Δυο αταίριαστες μορφές, δυο ξένοι δύο ιστορικές μορφές τόσο αντίθετες. Μαζί ο ριζοσπάστης επαναστάτης,  Ρήγας Βελεστινλής, και ο Πατριάρχης που εξέδωσε ειδική εγκύκλιο το 1798 εναντίον του έργου του και βέβαια το 1821 αποκήρυξε την Επανάσταση. Κι επειδή ο Ρήγας έγραφε κι έλεγε αυτά, γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ο Ρήγας ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα»…

Πως εξηγείται να υμνείται ο Ρήγας και οι σύντροφοί του, αλλά να αποσιωπάται ότι οι άνθρωποι του Θεού και προστάτες του Γένους αγαλλίασαν, όταν δολοφονήθηκαν. Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων: «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου, αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τούς επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, όπου τους έπρεπε (…)».

Η απάντηση είναι απλή: Ουδέποτε έγινε αυτό το συνταίριασμα. Πρόσχημα και άλλοθι των κυβερνώντων ήταν για εθνική αποκατάσταση του αφοριστή και για το ξέπλυμα των πράξεων του. Για την ακρίβεια, οι δύο ανδριάντες παραγγέλθηκαν μεν την ίδια χρονιά (1869), αλλά τοποθετήθηκαν με διαφορά ενός έτους και η αποκάλυψή τους έγινε σε εντελώς ξεχωριστή τελετή.

Συγκεκριμένα ο ανδριάντας του Ρήγα είχε ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 1871, τα αποκαλυπτήριά του έγιναν μόλις στις 16 Ιουνίου, ύστερα από πολλές αναβολές λόγω απουσίας των βασιλιάδων σε μια ψυχρή τελετή που σχολιάστηκε αρνητικά από σημαντική μερίδα του Τύπου, ενώ και ο ανδριάντας δέχτηκε δριμεία κριτική. Αντίθετα κεντρική τελετή για την πεντηκονταετηρίδα της Επανάστασης ήταν η μετακομιδή των λειψάνων του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από την Οδησσό, όπου είχε ταφεί μετά τη θανάτωσή του από τις οθωμανικές αρχές ως αντίποινα για την ελληνική εξέγερση.

Η εκδήλωση αυτή κέρδισε και την μάχη των εντυπώσεων. Και κάτι ακόμα αξιοσημείωτο: Ο εορτασμός της επετείου ορίστηκε αρχικά για τις 10 Απριλίου (ημέρα εκτέλεσης του Γρηγορίου) και τελικά πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1871. Μέσω αυτής της μετάθεσης επιδιώχθηκε και η «πολιτική νομιμοποίηση» του βασιλιά Γεωργίου. Ο εορτασμός, δηλαδή,  της πεντηκονταετηρίδας της Επανάστασης έφθασε να συμπέσει με την ονομαστική γιορτή του Γεωργίου και, παρ’ όλο που εν τέλει οι δύο τελετές διαχωρίστηκαν, η χρονική εγγύτητα ανακαλούσε συνειρμικά τη συμβολική τους σύνδεση. Αυτό ήταν στο πλαίσιο του συνδυασμού των «εθνικών» με τις «δυναστικές.

Με τα τεχνάσματα αυτά και τις μεθοδεύσεις κατοχυρώθηκε και στο συμβολικό επίπεδο το αφήγημα της μοναρχικής Δεξιάς εκείνης της περιόδου, ενώ εξαφανίστηκε απολύτως το μήνυμα του Ρήγα, για μια επανάσταση που θα συνένωνε στην ίδια δημοκρατική πολιτεία ανθρώπους χωρίς καμιά διάκριση καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας. Ακόμα και στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Ρήγα δεν ακούστηκε ο «Θούριος», αλλά ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν». Ταυτόχρονα αγιοποιήθηκε εκείνος που αφόρισε την Επανάσταση. Η επικράτηση της δικής του εθελόδουλης στάσης θα συνδυαστεί με την οριστική εκμηδένιση της επαναστατικής φωνής του Ρήγα.

Στην συμπλήρωση των 100 χρόνων από την εξέγερση, το 1921, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια πολύ κρίσιμη ιστορική περίοδο, με τη μικρασιατική εκστρατεία να οδεύει στη δραματική κορύφωση. Έτσι  η αναβολή του εορτασμού της εκατονταετηρίδας θεωρήθηκε αυτονόητη. Ωστόσο συνεχίσθηκε και στην επέτειο αυτή και ολοκληρώθηκε η αγιοποίηση του Γρηγορίου του Ε’, ο οποίος ανακηρύχτηκε «Άγιος» από την Εκκλησία. Εδώ ο Ρήγας ξεχάστηκε και ως πρόσχημα. Το γεγονός αυτό δείχνει τις προσπάθειες που έγιναν από τους κυρίαρχους κύκλους και την εκκλησία να προλάβουν την όποια επιστημονική διερεύνηση σχετικά με το ιστορικό πρόσωπο του μοιραίου Πατριάρχη.

Στις εκδηλώσεις που έγιναν αργότερα το 1930 αντί το 1921 λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας, η βενιζελική ελίτ ενσωμάτωνε στο αφήγημα της τα εδαφικά κέρδη και τις στρατιωτικές νίκες μετά το 1912 και τα συνέδεε ευθέως με την Επανάσταση του 1821,  απομνημονεύοντας πλέον την ίδρυση του κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830).

Στην επέτειο των 150 χρόνων, το σκοτεινό 1971, η χούντα φρόντισε να αξιοποιήσει την επέτειο για τους δικούς της προπαγανδιστικούς σκοπούς. Στους εορτασμούς αυτούς συγκροτήθηκε μια επιτροπή με Πρόεδρο τον πλέον κατάλληλο για τέτοιες περιστάσεις τον Στυλιανό Παττακό. Η επιτροπή παρά το γεγονός ότι απαρτίζονταν από ότι πιο μαύρο υπήρχε ήταν διακοσμητική. Οι εκδηλώσεις, οι περιοδείες και οι τελετές που οργανώθηκαν ανά την Ελλάδα με την αρωγή των διορισμένων τοπικών αρχόντων ήταν ο ορισμός του κιτς και της εθνοκαπηλείας και ευτέλιζαν και την εξέγερση και τους ήρωες της. Ο προπαγανδιστής του καθεστώτος, ο γνωστός  Σάββας Κωνσταντόπουλος, ανέλαβε την επικοινωνιακή διαχείριση του κλαυσίγελου αυτού. «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», άνευ Βουλής και εκλογών που έλεγε και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Η πιο αντιδραστική Δεξιά του τόπου είχε αναλάβει πλήρως το έργο.

Ποιο το συμπέρασμα; Το «εθνικό» τσάμικο της εθνικής ομοψυχίας εκείνων που όποτε ακούνε για «ελευθερία» και «δικαιώματα» βλέπουν «ταραχήν του έθνους» συνεχίζεται και στις σημερινές εκδηλώσεις που ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα έχουν να αναδείξουν το νόημα της εθνικής αυτής εξέγερσης. Φιέστες βέβαια θα γίνουν, χρήματα θα ξοδευτούν, επικοινωνιακές φανφάρες θα προκριθούν, μεγαλοστομίες θα ακουστούν  και εθνικές αμετροέπειες θα διαπραχθούν, αλλά, όπως και οι προηγούμενες δεν θα αποτελούν τίποτα περισσότερο από ένα ταξικό ξέπλυμα.

Η εθνική ομοψυχία μοιάζει σαν σύντομο ανέκδοτο. Θυμάστε έναν Υπουργό ονόματι Λάσκαρη που με νομοθετικό διάταγμα «κατήργησε την πάλη των τάξεων;» Εξάλλου ομοψυχία με ποιον; με  τον σκατόψυχο, με τον προδότη, το δοσίλογο, το κάθαρμα, το τομάρι. Όλοι δηλαδή στο ίδιο καζάνι: Όχι. Δεν είναι ίδιο το όποιο θύμα με τον όποιο θύτη. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι αγαπημένοι. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μια γροθιά.

Εξάλλου ούτε και τότε ήταν. Δεν ήταν στο ίδιο μετερίζι οι αγωνιστές με τους ισαποστάκηδες και τους αμέτοχους:

► Σύμφωνα με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο ηρωικός Παπαφλέσσας «…ήταν άνθρωπος απατεών περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή να ερεθίση την ταραχήν του έθνους…!!!».

► Ο ετοιμοθάνατος αγωνιστής, Νικηταράς που αντιστάθηκε στον βαυαρικό «εκσυγχρονισμό» της άρχουσας τάξης, εξαντλημένος από τα βασανιστήρια και ταλαιπωρημένος από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, παραπέμπεται σε δίκη. Τον εξόρισαν στην Αίγινα όπου έμεινε φυλακισμένος περίπου δεκαοκτώ μήνες. Η επιστροφή του από την εξορία τον βρήκε σε άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση. Γύρισε στο φτωχικό του σπίτι σχεδόν τυφλός. Βαριά άρρωστος έκανε αίτημα να του δοθεί σύνταξη. Αντί για σύνταξη του δόθηκε άδεια ζητιάνου, από την πολιτεία που ο ίδιος λευτέρωσε! Κάθε Παρασκευή να ζητιανεύει έξω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας. Και μάλιστα σε θέση που δεν ήταν αρκετά προσοδοφόρος!!!!

Οικονόμου, Αναγνωσταράς, Παπαφλέσσας (εκτεθειμένος στον εχθρό), Καραϊσκάκης, Καποδίστριας, Βασιλείου δολοφονημένοι από τους Έλληνες, ο Αντρούτσος επικηρυγμένος με 5000 γρόσια και Κολοκοτρώνης, Υψηλάντης στην φυλακή.

Δεν μπορεί η «επίσημη» Ιστορία, επομένως, να συμμεριστεί τους αγώνες ενός λαού, που υπερασπίστηκε διαχρονικά την πατρίδα και τις ιδέες του με τίμημα την ίδια τη ζωή του και όχι μόνο δεν ανταμείφθηκε, αλλά τιμωρήθηκε.

ΠΗΓΗ: ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ-ΒΥΡΩΝΑΣ

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *