Στη μικρού μήκους ταινία Χελιδόνια, της κινηματογραφικής ομάδας του Λυκείου Κυθήρων, η “παράτυπη μετανάστρια” (ηρωίδα της ταινίας) επιβιβάζεται στο πλοίο Πορφυρούσα συνοδεία αστυνομίας. Λίγο πριν, στρέφεται στον πρωταγωνιστή και λέει: “Θα γυρίσω”.
Πριν δυο μέρες στο Διακόφτι, 82 άνθρωποι επιβιβάστηκαν με τον ίδιο τρόπο στο Πορφυρούσα. Δεν χαιρέτησαν κανέναν αφού στις 39 ώρες παραμονής τους στα Κύθηρα δεν πρόλαβαν να κάνουν φίλους. Τέλος καλό, όλα καλά αφού οι “παράτυποι έφυγαν χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα στην τοπική κοινωνία” όπως μας ενημέρωσαν τα τοπικά μέσα. Θα έμεναν ακόμα λιγότερο όπως έγραψε και ο φεϊσμπουκικός συντονιστής του νησιού αλλά “η χώρα μας δεν έχει μεταναστευτική πολιτική”. Εξάλλου είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν έχουμε λεφτά να τους φιλοξενήσουμε. Η διαφορά με τους χιλιάδες τουρίστες είναι ότι έρχονται με τα λεφτά τους ενώ οι “παράτυποι” δεν έχουν μία. Επίσης, έχουν ανάμεσά τους “παραβατικά στοιχεία” και αυτό είναι καλό να το υπενθυμίζουμε και ας συμβαίνει σε όλες τις κοινωνίες. Εδώ να συμπληρώσουμε ότι ίσως κουβαλάνε και αρρώστιες. Ευτυχώς, ο έτερος συντονιστής τους υποδέχθηκε με προστατευτική μάσκα (και όχι καρνάβαλου όπως σχολίασαν χιουμοριστικά διάφοροι). Διάφοροι, άρχισαν την κουβέντα για το “αν πρέπει να τους σώσουμε” ή ότι “αν μείνουν πολύ θα είναι κακό για την εικόνα του νησιού” ή ότι “είναι μιάσματα”. Σωστό. Ούτε χαρτιά δεν έχουν. Δηλαδή αν είναι κάποιος μεσοπέλαγα και κουνάει τα χέρια του ζητώντας βοήθεια, θα ήταν καλό να κρατάει και την ταυτότητά του. Λογικό. Αν δεν έχει χαρτιά δεν έχει και ελπίδα να σωθεί από κάποιους σωτήρες, παλικάρια, αυτό που λέμε λεβέντες.
Είναι γεγονός πάντως ότι οι άνθρωποι σώθηκαν. Ο καλός καιρός και η γρήγορη ανταπόκριση του Λιμενικού και των ντόπιων ψαράδων τους έφεραν με ασφάλεια στο Καψάλι και από κει μεταφέρθηκαν στο Διακόφτι.
Η Ομάδα Διάσωσης του νησιού ήταν εκεί. Έφτασε νοσοκομειακό κι έγινε ένας έλεγχος ότι είναι όλοι καλά. Κυρίως τα παιδιά. Και ας μην είχαν όλοι χαρτιά. Ένας Ιρανός, ένας Σύριος και οι υπόλοιποι Κούρδοι του Ιράκ. Έφυγαν από την Αθήνα θέλοντας να φτάσουν στην Ιταλία με ένα καρυδότσουφλο και έμειναν στα μισά του δρόμου. Ένα μωρό 1,5 μηνών, ένα άλλο 4άρων μηνών και ένα ακόμα λίγο μεγαλύτερο. Περίπου 10 μωρά με τις μαμάδες τους. Κάτι πιτσιρικάδες 15άρηδες και πολλοί ακόμα νέοι. Αλλά και παππούδες και γιαγιάδες. Κανονικοί άνθρωποι δηλαδή. Ζητούσαν πάνες για τα μωρά, νερό, τσιγάρα.
-Τσιγάρο;
-Δεν έχω τσιγάρα να σου δώσω.
-Ντεπόν;
-Ούτε ντεπόν. Τι το θές;
-Όταν δεν έχω τσιγάρο με πιάνει πονοκέφαλος.
Η συνεννόηση γίνεται με νοήματα και αυτοσχέδια γλώσσα. Μια κυρία ζητούσε γάλα για τα παιδιά. Ευτυχώς υπήρχε ένας τύπος που κουτσομιλούσε αγγλικά και βέβαια η Αριστέα που μιλάει Πέρσικα.
Νωρίτερα η Εκκλησία είχε φροντίσει να εξασφαλίσει το φαγητό. Όσο περνούσε η ώρα και το νέο μαθευόταν στο νησί, όλο και περισσότεροι έρχονταν στο Διακόφτι ή τηλεφωνούσαν για να ρωτήσουν πώς μπορούν να βοηθήσουν. Οι λιμενικοί ευχαριστούσαν τους εθελοντές για τη συμπαράσταση προς τους μετανάστες: “Ευχαριστούμε που ήρθατε παιδιά, είναι σημαντική η βοήθεια σας για αυτούς τους ανθρώπους”. Τα πιτσιρίκια σαν σε εκδρομή, ακούραστα παίζανε και γέλαγαν παρά την ταλαιπωρία. Μάλλον, αυτές ήταν οι όμορφες εικόνες αν αναλογιστούμε ότι 82 άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σε ένα κτήριο μικρό, χωρίς δυνατότητα να κάνουν μπάνιο και να ξαπλώσουν σε κρεβάτι. Η μυρωδιά ήταν έντονη και η ζέστη έκανε την κατάσταση χειρότερη. Τα πρόσωπα τους ήταν κουρασμένα. Όμως, κάθε τόσο έφταναν καινούρια πακέτα. Κρύα νερά που γίνονταν ανάρπαστα, πετσέτες, υγρά μαντηλάκια, ρούχα για μικρούς και μεγάλους, θερμός για να διατηρούν το γάλα. Ότι χρειάστηκαν οι άνθρωποι και μπορούσε να βρεθεί, έφτανε στο λιμάνι όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μέχρι και μισή ώρα πριν επιβιβαστούν στο πλοίο για Νεάπολη έφτασαν 7 τσάντες πλάτης. “Είναι για τις οικογένειες που κουβαλάνε μωρά στην αγκαλιά και δεν έχουν ελεύθερο χέρι για τα πράγματα”. “Ε, και πώς τα κουβάλαγαν στο καΐκι που ταξίδευαν;” αναρωτήθηκε σοφά ένας από τους συντονιστές του νησιού μας που βρέθηκε εκεί για να σιγουρευτεί ότι θα φύγουν.
Και έφυγαν τελικά. Και αρχίσαμε να δίνουμε συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο που τα πήγαμε τόσο καλά. Και τους ταΐσαμε και τους ξεφορτωθήκαμε. Όλα σωστά τα κάναμε. Έφυγε το πλοίο και τους πήρε μαζί τους. Μπράβο μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας χωρίς κανείς μας να ρωτήσει “πού πάτε;”. Ίσως φοβόμαστε την απάντηση “θα γυρίσουμε.”