ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά
κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα
πέντε δέκα εκατοντάδες αρπαγμένα εφ’ όρου ζωής απ’ το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς
Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω
ας πέθαιναν οι άνθρωποι
ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού
ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε
αυτό μια στιγμή σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ’ αντέξει.
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως
όπως ο Ιησούς Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
(…)
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην πανσέληνο
είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου
να ρυμουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα
ένας Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)
Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες
απ’ το πέρασμα του θυμιατού στης κοντινής Ανατολής
τους λόφους χρυσοποίκιλτα σεράγια και σοφία χυμένη στο γυαλί.
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
–