Η νοσταλγία είναι το ποτήρι με το τσίπουρο τη Κυριακή, του Νοέμβρη, που σε είδα μετά από είκοσι χρόνια.
Η νοσταλγία είναι οι φίλοι μας που έφυγαν για Κύθηρα, Αμοργό, Αμερική και ακόμα πιο μακριά.
Τα δελφίνια στη Πειραϊκή που ποτέ δεν είδαμε, το κατάστρωμα που ποτέ δεν κοιμηθήκαμε μαζί.
Η νοσταλγία είναι το δέρμα σου γύρω από τα μάτια, που έχασα δύο δεκαετίες από το μέστωμά του.
Τώρα κρύβομαι στις ρυτίδες σου για να κοιμηθώ κάπου ζεστά.
Κοιτάω στο πρόσωπό σου τους έρωτές σου και το χαμό της μάνας σου, και τις ρακές που ήπιες και το σκυλί που είχες τόσα χρόνια συντροφιά.
Κοιτάζω τη γαμωδουλειά που δε γούσταρες και τα βράδια που δε βγήκες και άκουγες ένα τραγούδι που δεν έστειλες σε κανέναν.
Η νοσταλγία είναι οι ελιές που δεν μαζέψαμε μαζί, τα σταφύλια που δεν πατήσαμε, τα καλαμάρια και τα μύδια τα αχνιστά που δεν μοιραστήκαμε μια Κυριακή απόγευμα.
Οι ταινίες που δεν είδαμε και η λύπη που δεν διώξαμε αντάμα.
Τα παιδιά σου που μεγαλώνουν και δεν θυμάμαι τ’ όνομά τους.
Το κοκκίνισμα στα μάγουλά σου όταν την έβλεπες. Δεν το πρόλαβα. Αλλά το νιώθω πως ήταν εκεί.
Η νοσταλγία είναι τα φιλιά που δώσαμε. Και τα φιλιά που δεν δώσαμε.
Η νοσταλγία είναι το κορμί σου που δεν ήμουν δίπλα του όταν έβγαινε μετά από μια ώρα κολύμπι.
Αλλά στεκόταν μόνο του πάνω σε κάποιο ιερό βράχο, κάτω από ένα βιβλίο βαρύ για τα απαλά χεράκια σου, να κρύβει τον ήλιο, κι εσύ ν’ ακούς το πετροκότσυφα και να μυρίζεις τις αλεσφακιές, αλλά εγώ να λείπω.
Η νοσταλγία είναι αυτή η μία νύχτα που μεθυσμένοι ξαπλώνουμε κάτω από τα σύννεφα που μαζεύονται και πάνε για βροχή, και μοιραζόμαστε ένα τσιγάρο με τα μάτια μας καρφωμένα στον ουρανό.
Ίδια όπως εκείνο το βράδυ Παρασκευής πριν είκοσι δύο χρόνια στο Ρόδον, στις Τρύπες.
Που χορεύαμε ένα σώμα, δέκα άνθρωποι.
Ερωτευμένοι σχιζοφρενείς, ερωτευμένοι κι οι δέκα, γεμάτοι μελανιές από το χορό, ρεμάλια, πιτσιρίκια μέχρι να ξημερώσει.
Ρεμάλια, το χορό, μιας ζωής τόσο όμορφης.
Μιας ζωής που ερχόταν. Για να μας χωρίσει, και να μας ενώσει ξανά.