Ο κόσμος έχει γνωρίσει πολλές «Ιστορίες Ανυπακοής». Αλλά αυτές που δίνουν τον τίτλο στην ομώνυμη αργεντίνικη οργάνωση δύσκολα διατυπώνονται και ακόμη δυσκολότερα μπορείς να συμφιλιωθείς μαζί τους.
Είναι ιστορίες οδυνηρής εξέγερσης, οι οποίες έγιναν γνωστές μέσα από ένα λιτό πανό, που έκανε τη διαφορά στη μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας για τη βία κατά των γυναικών του περασμένου Ιουνίου στο Μπουένος Αιρες.
«Ιστορίες Ανυπακοής. 30.000 λόγοι. Κόρες και Γιοι Γενοκτόνων για τη Μνήμη, την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη», έγραφε το πανό που κρατούσαν επτά γυναίκες 40-60 ετών, όλες κόρες εγκληματιών της δικτατορίας που για πρώτη φορά εμφανίστηκαν δημόσια διεκδικώντας να σπάσουν τη σιωπή μιας ενοχής που δεν τους ανήκει.
Για να φτάσουν εδώ χρειάστηκε να αποδεχτούν μέσα από εξαιρετικά οδυνηρές διαδικασίες ότι οι πατεράδες τους ήταν τέρατα που βασάνισαν, εξαφάνισαν, δολοφόνησαν συνανθρώπους τους.
Να μάθουν να αναγνωρίζουν τα σημάδια της βίας που γνώρισαν κι εκείνες από γονείς σατράπες.
Και να βρουν το ηθικό ανάστημα να απαιτούν να μη μείνουν ατιμώρητα τα εγκλήματα των γονιών τους, κι όσοι καταδικάστηκαν να μην αποφυλακιστούν.
Η αρχή
Ολα ξεκίνησαν από την Ερικα Λεντερέρ, την Αναλία Κέλενιτς και τη Λιλιάνα Φουριό. «Τα παιδιά των γενοκτόνων που ποτέ δεν εγκρίναμε τα εγκλήματά τους, εμείς που τους φωνάζουμε κατά πρόσωπο “δολοφόνους”, έστω κι αν είμαστε λίγοι μπορούμε να ενωθούμε, να συνεισφέρουμε στοιχεία που να συμβάλουν στην οικοδόμηση της συλλογικής μνήμης».
Η αρχή έγινε με αυτή την έκκληση που απηύθυνε στο Facebook η 40χρονη δικηγόρος Ερικα Λεντερέρ, κόρη του Ρικάρντο Λεντερέρ, δεύτερου στην ιεραρχία του παράνομου μαιευτηρίου στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Κάμπο ντε Μάγιο, όπου έκλεβαν τα μωρά των κρατούμενων αντιστασιακών γυναικών προτού τις σκοτώσουν.
Από ανάγκη αλλά και από δίψα για δικαιοσύνη, όπως λέει η γυναίκα που αρνήθηκε να αλλάξει το επίθετό της για να της θυμίζει πάντα το χρέος της απέναντι στην κοινωνία, αποφάσισε να ανοίξει έναν χώρο διαλόγου και δράσης παιδιών εγκληματιών της χούντας.
Αμέσως της απάντησε η ψυχολόγος και δασκάλα Αναλία Κέλενιτς, κόρη αστυνομικού βασανιστή σε άλλα παράνομα κέντρα κράτησης και εξολόθρευσης, γνωστού ως «Ντόκτορ Κ»:
«Νιώθουμε αδελφωμένες σαν κόρες ενός πατέρα γενοκτόνου που μας πληγώνει και μας αναγκάζει να ξαναεφεύρουμε τη ζωή μας.
Είναι πολύ σκληρό να ξέρω ότι ο πατέρας μου έκανε ηλεκτροσόκ με τα ίδια χέρια με τα οποία με άγγιζε.
Οτι η φωνή που μου έλεγε ότι με αγαπά ήταν η ίδια που διέτασσε βασανιστήρια και δολοφονίες. Δεν επιλέξαμε την άρνηση, τη σιωπή, τη συνενοχή.
Επιλέξαμε να σηκώσουμε ψηλά το κεφάλι και να μπορούμε να κοιτάξουμε κατάματα τα παιδιά μας, τις Μητέρες μας, τις Γιαγιάδες μας.
Επιλέξαμε να αντιμετωπίσουμε την Αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι».
Μαζί τους ενώθηκε και η Λιλιάνα Φουριό, ειδήμων σε θέματα κοινωνικής επικοινωνίας, κόρη βασανιστή από τη Μεντόσα, καταδικασμένου σε ισόβια το 2013, που δεν έχει πάψει να επιχειρεί να πείσει τον πατέρα της να αποκαλύψει πού είναι οι κοινοί τάφοι όπου έθαβαν τα δολοφονημένα θύματά τους.
Εως ότου της απάντησε: «Σκάσε, αν χρειαζόταν θα έβαζα ξανά την κουκούλα».
Στόχος
Μέσα σε μόλις ένα μήνα από εκείνη την πρώτη έκκληση που τις έφερε στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες παρελαύνοντας πλάι σε παιδιά αγνοουμένων, η ομάδα απέκτησε 30 μέλη (πολλά από το εξωτερικό όπου κατέφυγαν για να ξεφύγουν από την οικογενειακή τους ιστορία), ενώ άλλα 50 έχουν επικοινωνήσει μαζί τους για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους.
Στόχος τους είναι να συσπειρώσουν αυτούς τους ανθρώπους ώστε να υπάρξει επιτέλους «η άλλη αφήγηση»: όχι για να παραπονεθούν, αλλά για να συνεισφέρουν στοιχεία στη Δικαιοσύνη και στις οικογένειες των αγνοουμένων και των δολοφονημένων, για να διηγηθούν ιστορίες που ίσως είναι χρήσιμες στους άλλους, «γιατί στις οικογένειές μας ίσως υπάρχουν μυστικά που μπορεί να φωτίσουν κενά στο χρονικό της φρίκης που γνώρισε η γενιά μας».
«Δεν διεκδικούμε τη θέση που έχουν τα παιδιά των αγνοούμενων. Σε καμιά περίπτωση· είμαστε εδώ για να προσφέρουμε αλήθεια, όχι για να καταγγείλουμε τι ζήσαμε», λένε γι’ αυτόν τον πρωτοφανή χώρο που έφτιαξαν.
Εναν χώρο όπου επίσης -με τη βοήθεια ψυχολόγων- μπορεί να συν-θεραπευτούν από τις ανοιχτές πληγές: να μεγαλώνουν με γονείς που είχαν διπλή ζωή, να ζουν στο ψέμα και συχνά στη διεστραμμένη βία αναγκασμένες να υπακούν σιωπηλά σε εντολές, να ξεπεράσουν έννοιες που σφράγισαν την ύπαρξή τους -όπως μοναξιά, σιωπή, προδοσία, ντροπή, απαγορεύσεις, φόβος, σκοτάδι, θλίψη-, έως ότου καταφέρουν να αποκοπούν συναισθηματικά από τους πατέρες τους, να αποδεχτούν πως αυτοί είναι «η ενσάρκωση του απόλυτου κακού» και να μπορούν να βροντοφωνάζουν όπως σήμερα: «δεν είναι πολιτικοί κρατούμενοι, είναι δράστες κρατικής τρομοκρατίας», καταθέτοντας ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον τους.
Για να φτάσουν εδώ στρατεύτηκαν σε διαφορετικούς δρόμους, πέρασαν από πολλά κινήματα.
Διαλύθηκαν. Εξεγέρθηκαν. Κήρυξαν ανυπακοή. Μίλησαν. «Και τώρα είναι η στιγμή της δράσης ενάντια στους αρνητές της ιστορίας».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών