Ο ένας μου παππούς ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό κι ό άλλος στον Εθνικό Στρατό. Αγνοώ αν συναντήθηκαν στον Γράμμο ή στο Βίτσι ή στη Ρούμελη ή στη Μακεδονία, απ’ όσο πάντως φρόντισα να διασταυρώσω συνέπιπταν κάποιες τοποθεσίες και χρονολογίες. Αφότου βέβαια συμπεθέριασαν, ήταν αναγκασμένοι θέλοντας και μη να συναντιούνται. Σε γάμους και βαφτίσια, σε κηδείες και γλέντια. Τους θυμάμαι καθισμένους στις καρέκλες τους. Αμίλητους. Γεροπεισματάρηδες. Με τη σιωπή να βοά ανάμεσά τους και τα μάτια να σπιθίζουν. Τελευταία φορά κι οι δυο μαζί ήταν στους γάμους της αδελφής μου. Στα στερνά του ο ένας, τον είχε σχεδόν καταφάει ο καρκίνος. Όσο χόρευαν τα σόγια, οι γέροι έμεναν στις άκρες του τραπεζιού. Αντικριστά. Σαν να αναμετριούνταν. Ποιος θα πέσει πρώτος. Σηκώνεται μετά ο ένας. Ο υγιής. Και δίνει παραγγελιά. Το αντιλαλούν οι φυλακές. Και ενώ περιμένουμε όλοι να αρχίσει τις γυροβολιές. Δυο μέτρα λεβέντης, σαν γεροντοκυπάρισσο. Στέκει αυτός στο γόνατο και αρχίζει παλαμάκια. Κούτσα κούτσα ανεβαίνει τότε ο άλλος. Ούτε που να πάρει τα ποδάρια του. Στέκεται στη μέση της σκηνής. Ανάμεσα στο λουλουδικό, τη χυμένη σαμπάνια και τα υπολείμματα τούρτας. Ακούνητος. Με τα μάτια κλειστά. Και τα χέρια σηκωμένα στον αέρα. Σαν να ’κανε ικεσία. Ο άλλος συνεχίζει τα παλαμάκια. Δεν θυμάμαι να ’δα πιο ωραίο ζεϊμπέκικο.
Σε δυο μέρες πέθανε ο παππούς μου. Ύστερα από τρία χρόνια έφυγε και ο άλλος.
ΠΗΓΗ: ARTINEWS