H Ρόνια μικροπαντρεύτηκε, και στα τριάντα της είχε ήδη δυο κόρες, πέντε και έξι χρονών. Εμείς ήμασταν φίλοι από παιδιά· μεγαλώσαμε παίζοντας στα ίδια σκονισμένα καλντερίμια, τα καλοκαίρια στο νησί. Από νωρίς το πρωί, μέχρι που άρχιζε να σουρουπώνει κι έβγαιναν οι μανάδες στα κατώφλια κι έμπηζαν αλαφιασμένες φωνές. Όταν μετά από χρόνια χωριστών διαδρομών συναντηθήκαμε ξανά στα πάτρια εδάφη και γνώρισα τα παιδιά της, αισθάνθηκα ότι εγώ είχα ξεμείνει το ίδιο εκείνο αδέξιο παιδί. Ένα σκανταλιάρικο αίσθημα συνωμοσίας με συνέδεε με τις κόρες περισσότερο απ’ ό,τι με τη μάνα.
Κάπως έτσι λοιπόν συνδέθηκα καρδιακά με τα δυο κορίτσια, την Ισμήνη και την Αριάδνη. Ιδιαίτερα με τη μικρή Ισμήνη, ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος απ’ τους δυο είχε μεγαλύτερη αδυναμία στον άλλο. Για χάρη της ξαναθυμήθηκα ό,τι παιδικά παραμύθια και ιστορίες ήξερα, πάλευα να κάνω τη μεγαλύτερη τσιχλόφουσκα, ενώ τη σήκωνα στους ώμους μη λογαριάζοντας την φτωχή μου την μέση. Το σκαρφάλωμα στη βασιλική συκιά ήταν για κείνη μεγαλύτερο δώρο από τα ίδια τα μαύρα μελωμένα σύκα. Εξημερώσαμε ένα αθώο σκαθάρι που περπάτησε με το ίδιο παρωπιδικό βήμα, από παλάμη σε παλάμη, την κορυφογραμμή των ώμων και της πλάτης της. Ο δικός της όμως ενθουσιασμός και η απροσμέτρητη παιδική χαρά, αντισταθμιζόταν από το βάθεμα της δικής μου εσωτερικής θλίψης. Παρότι αισθανόμουν σταματημένος σε μια νεφελώδη μετεφηβική ηλικία, διατηρώντας μια ντροπιαστική απόσταση απ’ τον αρσενικό κόσμο των ενηλίκων, απείχα άλλο τόσο ακόμη από κείνον, τον πολυπόθητο, των παιδιών. Με την ίδια προσμονή σκαρφαλώναμε κι οι δυο στην παλιά κρυψώνα της ψηλόκορμης συκιάς, όμως το παιδάκι που εγώ έψαχνα να αντικρίσω καθισμένο στα κλαδιά, παρέμενε επίμονα άφαντο.
Το καλοκαίρι εκείνο ξανασμίξαμε σαν να είχαμε χωρίσει την προηγουμένη. Σχεδόν σαν οικογένεια· σύγχρονη όμως οικογένεια, με αναπληρωματικό μπαμπά που αντιμετωπίζεται, αλλά αισθάνεται κιόλας εκτός ρόλου και χρόνου. Δυο μέρες αργότερα είχε πανηγύρι. Στου Αη Γιάννη του Αποκεφαλιστή -όπως λέγαν οι ντόπιοι τον Άγιο που του πήρε η Σαλώμη το κεφάλι- στο μοναστήρι στους πρόποδες ενός λόφου που είχε πάρει το όνομά του. “Θες να πάμε όλοι μαζί;”, ήταν η πρώτη ερώτηση της Ρονιάς. Δεν κρατιόταν. Κι όχι μονάχα στον ξύπνιο. Ο ύπνος της ήταν γεμάτος κυκλωτικούς χορούς και τραγούδια, μακάμια και μελωδίες αλλοτινές, λαγούτα, λύρες και σάζια.
Όταν ήμουν παιδί ανηφορίζαμε οικογενειακώς στον Άγιο. Ζαλώνονταν η μάνα μου τα καλάθια με τα φαγιά κι ο πατέρας μου την αφεντιά μου στους ώμους, και ανεβαίναμε τον στενό κατσικόδρομο. Η θεά από κει ψηλά ήταν μαγευτική. Επειδή όμως σήμερα αυτό δεν θα πει πια τίποτα, καθώς η τουριστική υπερβολή έχει αλλάξει τον αδόξαστο στις λέξεις και στα πράγματα, εννοώ ότι εκείνο το απρόσμενο πέταγμα της ματιάς στον γαλάζιο ορίζοντα, έχοντας όλο το νησί σαν άγριο φρούτο στο πιάτο, σου έκοβε κυριολεκτικά την ανάσα. Ένιωθες να αντικρίζεις την πλάση από τα ψηλά σαν από αεροπλάνο ― μείον το σιδερένιο του περίβλημα. Υπήρχαν, βέβαια, και φορές που η υποβλητική απεραντοσύνη της θάλασσας με βύθιζε σε βαθιά μελαγχολία. Αισθανόμουν πιο μικρός κι απ’ το πιο μικρό καρυδότσουφλο το οποίο μάντευες πίσω απ’ την κουκκίδα που αχνοφαινόταν στο ανοιχτό πέλαγο.
Ανεβαίναμε αρκετά συχνά εκεί, με παρέα, όταν το μοναστήρι ήταν κλειστό, και στήναμε τρικούβερτο τσιμπούσι στην ανοιχτή τσιμεντένια του βεράντα, αγναντεύοντας του κόσμου τα πέρατα. Με τα χρόνια κατέβηκα απ’ την πλάτη του μπαμπά κι έριχνα ένα ψυχόρμητο τρεχαλητό μέχρι την κορυφή. Με τον γκρεμό να χάσκει μεγαλοπρεπής στα δεξιά μου, σάμπως με ανοιχτές αγκάλες. Γι’ αυτό και σήμερα ακόμη, και παρά το ελαφρό προκοίλι, εξακολουθούν να με φωνάζουν “αγριοκάτσικο”. Ήτανε καλή, χορταστική πεζοπορία μέχρι το ξωκλήσι, κάπου δυο χιλιόμετρα ανηφόρα. Τώρα όμως πιάσανε κι ασφαλτοστρώσανε το μονοπάτι – δίχως βέβαια να το πλατύνουν – με αποτέλεσμα να έρχονται διαρκώς μύτη με μύτη τα επιβατικά, τα αγροτικά και οι τζιπάρες, σαν τα ζώα που οσμίζονται πριν χιμήξουν το ένα στ’ άλλο, προσφέροντας δώρο στους επισκέπτες που ξαποσταίνουν στο μπαλκόνι του ναού, ένα ατελείωτο κομπολόι βροντερές βωμολοχίες.
Ανηφορήσαμε λοιπόν με το αυτοκίνητο μέχρι το τέλος της φαγωμένης ασφάλτου κι ύστερα το κόψαμε με τα πόδια. Εγώ είχα την Ισμήνη στους ώμους, το σακίδιό μου στην πλάτη, και στο χέρι ένα μεγάλο καλάθι. Αποθέτοντάς την στην πόρτα του ναού, δήλωσα πως θέλω να συνεχίσω μέχρι την κορυφή του λόφου. Η μικρή φώναζε, θέλω ν’ ανέβω μαζί σου, κι εγώ της απάντησα αστειευόμενος πως έχω ένα σημαντικό ραντεβού στην άκρη του γκρεμού, στο οποίο έπρεπε να πάω μόνος. Οι συναντήσεις με τους γκρεμούς, σκέφτηκα ξαφνικά, εσωτερικούς κι εξωτερικούς, δεν ήταν για τη δική της ηλικία. Αυτή ίσως η συνάντηση να είναι που σηματοδοτεί την ενηλικίωση, η οποία περιέργως, δεν έχει ηλικία. Οπότε πήρα τον ανήφορο αμίλητος μέσα στην πιο επιβλητική σιωπή, με το σούρσιμο των ποδιών μου πάνω στις πέτρες να παίρνει επιβλητικές ηχητικές διαστάσεις μέσα στην ερημιά. Στη μέση της μικρής σχετικά διαδρομής, γόνατα και μέση άρχισαν να μου υπενθυμίζουν επίμονα τα έτη φωτός που με χωρίζουν απ’ της Ρόνιας τις κόρες. Κάτι παιδαριώδες, όμως και λιγότερο παιδικό, μ’ έκανε να σκαρφαλώνω μονάχος τόσα χρόνια στις ίδιες μαγευτικές κορυφές. Τον ανήφορο λοιπόν τον ανέβηκα με σκυμμένο το κεφάλι. Στην επιστροφή όμως, κατέβηκα χοροπηδώντας κι αλαλάζοντας, στον ρυθμό του μεγάλου σιδερένιου κουδουνιού που ήταν δεμένο στο σακίδιό μου.
Η μικρή με περίμενε στο χωματόδρομο έξω απ’ το κατώφλι του ναΐσκου, και βλέποντας με να πλησιάζω, τέντωσε τα χέρια. Πριν προλάβω να τινάξω το χώμα από τα ρούχα μου, εκείνη βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στην αγκαλιά μου. Αρπάχτηκε από πάνω μου, τυλίγοντας χέρια και πόδια γύρω απ’ το στέρνο και τη μέση μου. Αντιλαμβανόμενη έπειτα το ηχηρό κουδούνι, βάλθηκε να πυροβολεί μέσα στ’ αφτί μου κατά ριπάς, την ίδια ενθουσιώδη ερώτηση. Τότε άρχισα να της λέω, πως στην κορφή του λόφου πέτυχα ένα πελώριο αρσενικό κριάρι με τεράστια κέρατα. Κέρατα σαν του διαβόλου, που έφερναν δυο κύκλους μέχρι να καταλήξουν στις αιχμηρές τους άκρες. Στον λαιμό του κρεμόταν απ’ την παχιά δερμάτινη λαιμαριά του, το ογκώδες αυτό κουδούνι που βλέπει. Κουδούνι για παχιά γελάδια, κι όχι για πρόβατα. Μου γυάλισε αμέσως, κι έτσι τον πήρα κατευθείαν στο κατόπι. Μπροστά εκείνο πίσω εγώ, διασχίσαμε όλο το πλάτωμα στην κορυφή του λόφου, μέχρι που φτάσαμε στην άκρη του πιο απότομου γκρεμού. Πέτρα να έριχνες από κει ψηλά, δεν θα την άκουγες ποτέ να φτάνει στη θάλασσα. Τότε το κριάρι έκανε μεταβολή, χαμήλωσε το κεφάλι, και έφυγε βολίδα καταπάνω μου με τα κέρατα προτεταμένα. Λίγο πριν η κοκάλινη κόρωνα του βρει το στομάχι μου, έκανα ένα απότομο βήμα στο πλάι, και με μια επιδέξια κίνηση, το άρπαξα απ’ τον λαιμό σαν καουμπόης. Συρθήκαμε για λίγο στα χώματα, μέχρι που γράπωσα με το άλλο χέρι το μπροστινό του πόδι και το ακινητοποίησα. Έπειτα το πάτησα με το γόνατο στο λαιμό και του αφαίρεσα το περιλαίμιο.
Η Ισμήνη κρεμόταν απ’ τα χείλη μου. Μόλις τελείωσα την αφήγηση βάλθηκε να φωνάζει για δεύτερη φορά, με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της: “Θα μου το χαρίσεις; Πες, θα μου το χαρίσεις; Δικό μου δεν είναι, ε; Δικό μου”, χτυπώντας με, με τις μικρές της παλάμες στο στέρνο. Την κατέβασα και πάλι απαλά στο έδαφος, ακούμπησα το σακίδιο στο χώμα, έλυσα το δερμάτινο λουρί, και απίθωσα το μεγαλόπρεπο κουδούνι στις προτεταμένες της παλάμες χαμογελώντας της πλατιά. Μου γύρισε αμέσως την πλάτη και χάθηκε τρέχοντας κι αλαλάζοντας, στην αυλή της εκκλησίας. Αμέσως ένιωσα να με κατακλύζει ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά, απ’ ό,τι προηγουμένως στους πέντε ανέμους.
Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού, τράβηξα πάνω μου αναρίθμητα βλοσυρά βλέμματα. Πριν προλάβω να συλλογιστώ για ποιο ακριβώς κακό είχα κριθεί ένοχος, μια φωνή με έκραξε από μακριά. Η πεζούλα που έκανε τον γύρο της αυλής ήταν γεμάτη κόσμο. Σε μια γωνιά ένα παπαδάκι μοίραζε τα υπόλοιπα πρόσφορα μετά το τέλος της λειτουργίας, από κάτι μεγάλα πλεχτά καλάθια. Η πόρτα του ναού ήταν ακόμη ανοιχτή, κι ο νεοκόρος κατέβαζε ευλαβικά τα καντήλια τραβώντας τα απ’ την αλυσίδα τους με προσοχή για να μην βαπτιστεί στο καυτό τους λάδι. Στη μεγάλη καμάρα κολλητά στον ναό, γυναίκες έστρωναν ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι με ένα λευκό άσπιλο τραπεζομάντηλο. Πέτυχα τη σκηνή ακριβώς του στρωσίματος, την ώρα που το αιωρούμενο ύφασμα θυμίζει φουσκωμένο πανί. Στο βάθος, από κει που ακούστηκε το όνομά μου, ήταν μαζεμένοι οι μουσικοί που κούρδιζαν σιγανά – θα ‘λεγες, σεβαστικά – τα όργανά τους. “Τι ‘ν’ αυτά που λες στο παιδί, κοτζάμ μαντράχαλος, ρε Θάνο;”, μου ‘κανε ο μπαρμπα Στρατής ο Καστρίσιος, σαν έφτασα κοντά τους; “Τι παραμύθια είναι αυτά για κριάρια και πράσιν’ άλογα;”, πρόσθεσε αυστηρά, αλλά όχι θυμωμένα, σαν τον δάσκαλο που επιπλήττει πρωτάκι. “Είναι δυνατόν να κάνεις τον καμπόσο στο κοριτσάκι; Είναι χρόνια που δεν ανεβαίνει ψυχή ζώσα στον λόφο, από τότε που γκρεμίστηκε από κει πάνω η τρελο-Μαριέττα, η κόρη της Μποτίτσας. Ούτε τα ζώα ανεβάζει εκεί κανείς για βοσκή. Τι ‘ναι λοιπόν αυτά που τσαμπουνάς στη μικρή; Εσύ που πας να αρμέξεις την προβατίνα απ’ το κέρατο καμώνεσαι τώρα τον κυνηγό;”
«Έχεις δίκιο μπάρμπα Στράτο μου, απάντησα θλιμμένα, σκύβοντας το κεφάλι. Ψέματα είπα στη μικρή. Αλλά διψάει, βλέπεις, για ιστορίες… Δεν είναι δικαιολογία αυτή, θα μου πεις… Ναι, δεν κυνήγησα εγώ το κριάρι στην κορυφή· εκείνο με κυνήγησε», συνέχισα μετά από μια μικρή παύση. Ο γέρος συνοφρυώθηκε βαριά και σήκωσε απότομα το βλέμμα στο πρόσωπό μου, σάμπως για να δει αν λέω ψέματα ή αλήθεια. «Με πήρε στο κατόπι, που λες, κι εγώ το ‘βαλα στα πόδια. Έτρεχα με την ψυχή στο στόμα, ακούγοντας τον ήχο του κουδουνιού να δυναμώνει καθώς αυτό πλησίαζε. Σαν έφτασα στο χείλος του γκρεμού με έλουσε κρύος ιδρώτας. Αυτό ήταν, είπα μέσα μου, και για μια στιγμή ήμουν σίγουρος ότι θα βίωνα τον πιο φριχτό θάνατο. Πέντε βήματα από μένα το κριάρι κοντοστάθηκε και βάλθηκε να με περιεργάζεται. Το εξεταστικό βλέμμα που έριχνε πάνω μου, δεν ήταν βλέμμα ασύνειδου ζωντανού». Τα μάτια του μπαρμπά-Στράτη που παρέμεναν στυλωμένα πάνω μου, έδειχναν έτοιμα να βγάλουν σπίθες. Αποτράβηξα το δικό μου, και συνέχισα. «Έκανα σκιαγμένος τον σταυρό μου. “Βόηθα Παναγίτσα μου”, μουρμούρισα απελπισμένα». Πολλοί από τους παρευρισκόμενους σταυροκοπήθηκαν προς βοήθειά μου, λες κι είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα της αφηγούμενης ιστορίας. «Τότε, που λες, το κριάρι μεταμορφώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Ορθώθηκε στα δυο του πισινά πόδια και πήρε και ψήλωνε, ψήλωνε κι απλωνόταν σαν τον καπνό της καμινάδας. Πριν το πολυκαταλάβω, μπροστά μου στεκόταν ο ίδιος ο Αη Γιάννης ο Αποκεφαλισθείς, με σάρκα και οστά. Μου χαμογέλασε, λάμποντας ολόκληρος, έπιασε το τρεμάμενο χέρι μου, και απίθωσε πάνω του τη μεγάλη σιδερένια κουδούνα».
Ολοκληρώνοντας την ιστορία, έσκυψα και πάλι το κεφάλι, ενώνοντας τις παλάμες μπροστά στην κοιλιά σαν μαθητούδι, σε μια άθελά μου, καταφανώς παπαδιαμαντική στάση. Επικράτησε άκρα του τάφου σιωπή. Ο μπαρμπα Στρατής, αλλά κι αύτανδρο το πολυπληθές μοναστήρι, με θωρούσαν αμίλητοι, με τον λογισμό τους να καλπάζει. Σαν να διέκρινα τη γρίνια στα γρανάζια του νου τους, ενώ γυρίζαν γρατζουνώντας το ένα τ’ άλλο. Κάποιοι ελάχιστοι χαμογελούσαν καταφανώς ικανοποιημένοι, μέσα στη γενική δυσθυμία, με την έκβαση του δράματος. Ξαφνικά τη νεκρική, αβάσταγη σιγή έσπασε ένας υπόκωφος θόρυβος, σαν παράφωνη καραμούζα που παίζει παρατεταμένα το ντο. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν κοπαδιαστά προς του ήχου την πηγή. Γύρισα μαζί κι εγώ, κι είδα την κυρά Τασία να κοκκινίζει ως τις ρίζες των μαλλιών της, ενώ μια έντονη χλωρή μυρωδιά μας άρπαζε απ’ τη μύτη. “Δεν ήμουν εγώ”, έκανε απολογητικά εκείνη, φέρνοντας την παλάμη απότομα στο στόμα.
Σ.Γ.
.