Μαζεύονταν γύρω στις έξι το απόγευμα και έβγαζαν τα κουλουράκια μαστίχα. Έβραζαν τσάι του βουνού και έλεγαν τα δικά τους. Για τον παπά, για τη κόρη του Στέφανου που χώρισε, για το ασβέστωμα της εκκλησίας, για τη κομμώτρια, αυτή ήταν η πρώτη ωρίτσα. Η δεύτερη, κι όσο νύχτωνε, πάει κι αυτή η μέρα, ήταν τα «ποθαμένα» τους.
Μνήμες από τα γλέντια, τα οργώματα, τις τιμωρίες, τη πείνα, τους ξενιτεμένους. Το τσάι τέλειωνε, τα μάτια βούρκωναν, έσμιγαν, χώριζαν, κάθε απόγευμα, τα ίδια, στα ογδόντα τους χρόνια, τα κορίτσια της γειτονιάς του νησιού. Το καντηλάκι άναβε, ο φουτάς έβγαινε από το κεφάλι, προσευχή και ύπνος μέχρι την επόμενη.
Κείνο το Γενάρη είχε πιάσει πρώτη φορά μετά από χρόνια κρύο πολύ και βροχή ανέλπιστη για τα σπαρμένα. Άντε και να θρέψουν τα χωράφια, άντε και να ποτίσει η γη, να’ χουμε να φάμε. Διπλά τριπλά ντυμένες και με δυο δυο τις κάλτσες, εκείνο το απόγευμα έπιασαν να λένε για τον Μπέμπη. Ο Μπέμπης είχε ζήσει στην Αμερική όλη του τη ζωή.
«Ρεμάλι, δε νοικοκυρεύτηκε ποτές του, έφαγε όλο το βιος της μάνας του στα χαρτιά. Άστα να πάνε, Μαρουσώ μου. Περιουσία για δέκα σπίτια είχανε αλλά έφταιγε κι αυτή, δε του χάλναγε ποτέ χατήρι. Στο πιοτί και στο χαρτί και στις γυναίκες τα έφαγε, κι αφού την έστειλε στο χώμα, μάζεψε τα πέντε φράγκα που του μείνανε και γύρισε εδώ. Μα τόσο δεν ήβρε έναν άνθρωπο να φτιάξει το σπιτικό του. Κάθεται τώρα μοναχός στο πατρικό του μέσα, δε πατά στην εκκλησιά, βγαίνει εκεί δα με το μπαστούνι ίσαμε το γιαλό και κοιτά τη θάλασσα, και δε μιλά σε κανέναν. Κι άμα μιλήσει έτοιμος και πρώτος στο καυγά. Ρεμάλι, τζάμπα όλα, Μαρουσώ. Σα το μπούφο φεύγει η ζωή του, κρίμα κι άδικο, αλλά πού μυαλό»
Ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. «Τα μάθατε», τους σφύριξε κάποιος. «Ο Μπέμπης είχε βγει ένα βράδυ στο καφενείο και ήπιε δυο ρακές παραπάνω κι όπως εγύρναγε, σωριάστηκε και χτύπησε. Έμεινε εκεί μέχρι που πέρασε κάποιος, κρύωσε κιόλας, χάλι μαύρο». «Και πού είναι τώρα;» Ρωτήσανε τα κορίτσια. «Σπίτι μονάχος του, κατέβηκε ο γιατρός δυο φορές και τον είδε και του πε να κάτσει μέσα και να φυλάγεται καλά. Αλλά δεν ημπορεί ο έρμος μήτε στο δίπλα δωμάτιο να πάει».
Συμφορά, Γενάρη μήνα με το κρύο και τη βροχή.
Τα τηλέφωνα άναψαν για το ρεμάλι του χωριού. Τα κορίτσια οργάνωσαν τις βάρδιες.
« Άκου Μαρουσώ τι θα κάμομε. Τα πρωινά ο γιος της Αννιώς, το απόγευμα ο Σπύρος μετά τη σιέστα και το χωράφι ή η κυρά Μαρία. Και τη Κυριακή που δε δουλεύει, η κουμπάρα. Κι άμα δε μπορεί βλέπομε. Χθες του έκαμα σούπα με μοσχάρι κι αύριο εσύ που ακόμα βαστάνε τα πόδια σου πήγαινε μέχρι το φούρνο και το μάρκετ και πάρτου ψωμί, γάλα και εφημερίδα. Θα πάρω και το γιατρό να περάσει ξανά και θα του δώσουμε κατιτίς, καλό παλικάρι μας έλαχε, δόξα το Θεό, νέος αλλά ξέρει και δε λέει όχι να ρτει να μας κοιτάξει»
Και σιγά σιγά, δυο βδομάδες μετά, να σου και γίνηκε καλά ο Μπέμπης. Και τα απογεύματα έπαιρνε πάλι το μπαστούνι του και κινούσε για το γιαλό, για το παγκάκι το απάνεμο να δει το πέσιμο του ήλιου.
Ενώ την ίδια στιγμή, έβραζε μέσα στα πέτρινα τα σπίτια, στις παλιές κατσαρόλες, στο γκάζι επάνω, το τσάι του βουνού.