Ισαάκ
1917-1967-2017
Μπαίνω στο γραφείο του για να παραλάβω τον φάκελο που μου έχει αφήσει. Πάνω από την καρέκλα ο διάσημος πίνακας του Klee Angelus Novus. Καδραρισμένο ένα ποίημα που δεσπόζει στον τοίχο, αριστερά του καναπέ. Είναι πρόδηλα τοποθετημένο, με τέτοιο τρόπο που να είναι σε θέα μόνο εκείνου που θα καθόταν στο γραφείο. Παίρνω την θέση στο γραφείο του και ανοίγοντας μηχανικά τον φάκελο το διαβάζω:
My wing is ready for flight,
I would like to turn back.
If I stayed everliving time,
I’d still have little luck.
-Gerhard Scholem, “Greetings from Angelus”
Μέσα στον φάκελο σε italic η πρώτη σελίδα μοιάζει με πυξίδα που επιτάσσει τις κατευθύνσεις στον τρόπο ανάγνωσης αν θέλεις να μην χάσεις τον προσανατολισμό. Αναρωτήθηκα αν μου ζητιέται να γίνω βελόνα πυξίδας ή προορισμός.
“Ένας πίνακας του Πάουλ Κλέε υπό τον τίτλο ‘Angelus Novus’ απεικονίζει έναν άγγελο που κοιτά σαν να πρόκειται να κινηθεί μακρυά από κάτι που αγναντεύει σταθερά. Τα μάτια του είναι ακίνητα, προσηλωμένα, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του είναι διάπλατα. Έτσι αναπαριστά κάποιος τον άγγελο της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου παρατηρούμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μια μεμονωμένη καταστροφή που συνεχίζει να σωρεύει συντρίμμια και να τα ρίχνει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να κάνει ολότητα ό,τι έχει θρυμματιστεί. Αλλά η καταιγίδα, μέσα από τον Παράδεισο, μαίνεται. Πέφτει στα φτερά του με τόση βιαιότητα που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα αναπόφευκτα τον ωθεί στο μέλλον, προς το οποίο είναι γυρισμένη η πλάτη του, ενώ ο σωρός των συντριμμιών έμπροσθεν του μεγαλώνει προς τον Ουρανό. Η καταιγίδα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.” (Walter Benjamin, Selected Writtings, V. 4, On the Concept of History – IX, p.392)
–«Αυτό το απόσπασμα είναι σαν ένα μικρό ζωάκι που διασώζεται μέσα στην κιβωτό του μυαλού μου. Μετά από τον κατακλυσμό της Ιστορίας γνώριζα πως κανένας δεν θα αποδεικνύονταν αξιόπιστος στο να γνωρίσει την αληθινή ταυτότητα κάποιου γραφιά, αν έκανε το άλμα τού να ταυτίσει τον Νώε με την Κιβωτό και όλα τα ζωντανά μέσα της. Έτσι επειδή το θέμα της ανάδυσης της μνήμης μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση, πρέπει να ξεκαθαριστεί στον αναγνώστη πως ο αφηγητής μιας ιστορίας δεν θα πρέπει σε καμμιά περίπτωση να συγχέεται με κάποιο αυθεντικό πρόσωπο.
Η ανάδυση της Μνήμης άλλοτε μπορεί να πάρει την μορφή ξεσκονίσματος για την ανεύρεσή της και άλλοτε αυτή η ίδια η Μνήμη ναναι η σκόνη από το παρελθόν. Το ζήτημα άλυτο βαδίζει από καιρό σε καιρό, αφού πολλές εικόνες ανάμνησης έχουν αντικατασταθεί από την μετάθεση τους σε κάποιο σύμβολο, όπως π.χ. ένα αντικείμενο ή μια εικόνα. Όταν κάποιος βλέπει την είσοδο του Άουσβιτς ή του Πολυτεχνείου, μπορεί να τις δει να καταλαμβάνουν και σε τέτοιο βαθμό να απορροφούν τις αναμνήσεις των θυμάτων τους, που εν τέλει να τις καταστρέφουν. Έτσι η ίδια η τέχνη της γραφής μπορεί όσο διαφυλάσσει την ανάμνηση, άλλο τόσο και από μια άλλη σκοπιά να την καταστρέφει.»
Διαβάζοντας τις πρώτες παραγράφους από το χειρόγραφο που μου άφησε ο Ισαάκ ήταν φανερό πως το νέο του μυθιστόρημα αυτή την φορά θα είναι αυτοβιογραφικό. Τα συντρίμια των εικόνων που είχαν σβηστεί από την μνήμη του επανέρχονται τώρα που άνοιγε την αυλαία στα γεράματα. Η σκιά του θανάτου αγγίζοντας την κλειδαριά της εξώπορτας του διαμερίσματός του, στον δεύτερο όροφο, Αρκαδιουπόλεως 32 στον Βαρδάρη, έβρισκε αντίσταση στις μνήμες, που σαν κλειδί ασφαλείας από το εσωτερικό, εμπόδιζε το μέλλον του να γίνει παρόν του, να μπει αχόρταγα κλέβοντάς του όλο του το παρελθόν. Ό,τι είχε απομείνει από το παρελθόν η μνήμη το σκότωνε αποφασιστικά μέσα στην γραφή του αφήνοντας ένα κενό στο κέντρο της θλίψης. Ονειρεύεται τον εαυτό του με ένα κενό παρελθόν για να στερήσει από τον μελλοντικό του θάνατο κάθε κίνητρο να τον θέλει δικό του. Τι να λαχταρήσει ο θάνατος σε ένα μέλλον που βρήκε τον τρόπο να μην γίνεται ποτέ παρελθόν; Μελετούσε καιρό το φαινόμενο της εξάχνωσης κάθε χαράς ή θλίψης από το παρελθόν για να το απονευρώσει. Σκαρφίζεται πώς να χρησιμοποιήσει την ίδια την αναπαράσταση της ανάμνησης, τα μοτίβα στην γραφή του, δίνοντάς τους την μεγαλύτερη δυνατή ομορφιά της θλίψης, για να καταστρέψει την θλίψη που έχουν τα πραγματικά βιώματα του.
–« Ερευνώντας την διήγηση του Yevgeny Yevtushenko για τον θάνατο του Στάλιν η αλχημεία του ποιητή είναι προφανής. Βρίσκεται μαζί με χιλιάδες προλετάριους ενώπιον της σωρού του νεκρού «πατερούλη». Η αστυνομία για να διασφαλίσει την τάξη έχει βάλει σχοινιά και ο κόσμος υπομονετικά αργοπερπατά σέρνοντας τα πόδια στον ρυθμό του θρήνου. Τότε γλιστρά κάποιος και το ανθρώπινο κύμα τον ποδοπατά συμπαρασύροντας στον στρόβιλο του παραληρήματός του τον ένα μετά τον άλλον. Ο ποιητής ζητά από τον αστυνομικό να χαλαρώσει το σχοινί και λαμβάνει την απάντηση «δεν έχω εντολή.» Ο ποιητής ομολογεί πως τότε αντιλαμβάνεται το τι σημαίνει για την χώρα του ο σταλινισμός. Το πένθος για τον «πατερούλη» μετατίθεται από τον ποιητή, σε πένθος για τον λαό. Στην διήγηση αυτή είναι προφανής η μετάθεση του πένθους από το γεγονός-συμβάν στο μοτίβο διήγησης…για να μην πενθήσει τελικά κανείς; ή για να αρθρώσει ο ποιητής την νέα μετα-πενθική του ποίηση;»
Έκλεισα τα μάτια και σχηματίστηκε στο σκοτεινό μπερντέ των βλεφάρων μου ο στίχος του Celan στο Στρέττο:
χοροί, ἄλλοτε, οἱ
ψαλμοί. Ὡ, Ὡ-
σαννά. [VIII, 3]
Ήρθε στον νου μου πως όταν αντίκρυζαν το τέλος τους οι Εβραίοι, όταν σχιζόταν ανάμεσα στην ιστορία που τους εξανδραπόδιζε και τον μεσσιανισμό της προσδοκίας, η κραυγή τους ήταν Ὡσαννά. Μια προσευχή που εξόρκιζε τα γεγονότα από την ιστορία αφήνοντας όμως το σημάδι της καταστροφής. Ένιωθα στην γραφή του αυτό το σχοινί που μπροστά στον όλεθρο τέντωνε όλο και πιο πολύ την χορδή του εκφωνώντας ραδιο-φονικά το: “δεν έχω εντολή…” όπως έσπασε στον ποιητή Celan το: Ὡ, Ὡ-σαννά. Θρύψαλα η προσευχή μέσα στον Ισαάκ…το μόνο που τον άκουγα να θέλει να πει στον θεό είναι το βέβηλο ουρλιαχτό του που έσπασε την λέξη σε σκόνη γράμματα: [Ὡ,] [Ὡ ]- [σαννά], ίχνη μιας Ύπαρξης που δηλώνει μόνο την Μη-Ύπαρξη.
–« ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ 1
Έκανες ένα χρόνο στρατιωτικό επειδή ήσουν πρωτότοκος πολύτεκνης οικογένειας. Κατατάχτηκες στα τεθωρακισμένα και το κέντρο εκπαίδευσης σου ήταν η Αυλώνα. Χάρη σε μια σκωλίωση έγινες παραμένων παρατείνοντας την διαμονή σου εκεί, σύνολο έξη μήνες. Με παρέμβαση του πατέρα σου που βρήκε μέσο σε ένα καφέ που τον κάλεσαν φίλοι του πήρες μετάθεση στην XX Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Παρουσιάστηκες στο στρατόπεδο στον Φοίνικα Θεσσαλονίκης επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Το βίσμα σου ήταν ο αρχηγός της ΕΥΠ. Όταν παρουσιάστηκες ο στρατηγός σε κάλεσε και παρουσιάστηκε ενώπιον σου γιατί σε έστειλε ο άνθρωπος που θα αποφάσιζε την προαγωγή του ή την αποστρατεία του. Τοποθετήθηκες στην Γραμματεία του στρατηγείου. Έζησες την γενική επιστράτευση που κήρυξε ο πρωθυπουργός την οποία και ανακοίνωσες στον αντισυνταγματάρχη. Είδες τους αξιωματικούς να μαλώνουν ποιος θα πάει πρώτος να δει την οικογένεια του. Πρωτοκόλλησες την έκθεση πεπραγμένων της γενικής επιστράτευσης. Διάβασες πως τα τάνκς βρισκόταν στην Αλεξανδρούπολη και οι χειριστές τους στην Κρήτη. Έφτασες ένα μήνα πριν το απολυτήριο και αρχίζει η ιστορία σου εδώ. Ένοχος Ζωής!»
Στην πόρτα προβάλλει ο Ισαάκ. Επιστρέφει από επίσκεψη στο εβραϊκό γηροκομείο στην Κίμωνος Βόγα. Συνάντησε την ανεψιά του Abishag. Άκουγα πρώτη φορά όνομα με τον ήχο αυτό, που όπως μου εξήγησε σημαίνει «άγνοια του πατέρα». Χαμογέλασα με το διφορούμενο του ονόματος. Με προέτρεψε να κοιτάξω την σελίδα 118 που αναζήτησε στην μυθοπλασία την ιστορία του αληθινού πατέρα. Έβλεπα στα μάτια του το πόσο ασφαλής ένιωθε από την γνώση του άρρητου διαστήματος που εκτείνεται αψηλάφητο ανάμεσα στο «αγνοώ τον πατέρα» και «με αγνοεί ο πατέρας». Το ηχόχρωμα* έκανε την μετάβαση από το ένα στο άλλο υπαρκτή, μόνον εφ’ όσον κατείχες αυτή την ζώνη που τα χώριζε ενώνοντάς τα καταργώντας το διφορούμενο και εγκαθιδρύοντας την φύση του «ίσως».
σ. 118–« Περπατούσε προς την έξοδο του στρατοπέδου ένα μήνα μετά την απόλυση του. Η θητεία είχε «σαν» τελειώσει. Η ταχυπαλμία έντονη στο στέρνο του από την αγωνία του αν θα φτάσει ακέραιη η ζωή του στην πύλη. Δεν γνώριζε κάποια άλλη περίπτωση που να έληξε το στρατιωτικό, να πήρε ο φαντάρος το απολυτήριο και να παρατείνονταν η θητεία του για ακόμη ένα μήνα. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδείξει σε κανένα αυτό που ζούσε. Δεν ήταν ούτε πολίτης, ούτε στρατιώτης. Η ζωή του είχε κατασκευάσει μια γκρίζα ζώνη αδήλωτη. Ο ίδιος την είχε ονομάσει «Ζώνη Απορίας.» Του άρεσε αυτή η εφεύρεση γιατί δήλωνε και πως ήταν μια ζώνη που γεννούσε ερωτήματα, μα και γιατί ήταν δίχως πόρους αδιαπέραστη στους υπόλοιπους.
Άρχισαν όλα πριν σαραντατέσσερις μέρες στην Γραμματεία του στρατηγείου. Ο ταγματάρχης, διευθυντής του Γραφείου, ένας κοντόσωμος ξερακιανός καραβανάς που κάπνιζε μανιωδώς, εκείνο το πρωί ήταν σοβαρός κι αμίλητος. Τον κάλεσε στο ιδιαίτερο του γραφείο και τον ρώτησε πότε απολύεται. Εκείνος όλο χαρά του ανακοίνωσε πως σε δεκαπέντε μέρες παίρνει απολυτήριο. Τότε ο αξιωματικός με τα μάτια σκυμμένα στο πάτωμα του εκφώνησε την ετυμηγορία. «Ή θα πρέπει να σου δώσω ένα μήνα φυλακή ή θα δεσμευτείς πως για ένα μήνα μετά την απόλυση σου θα έρχεσαι στο στρατόπεδο για να τελειώσεις αυτό που θα σου αναθέσουμε.» Εκείνος τα έχασε και τραυλίζοντας ρώτησε για ποια δουλειά μιλά. Τότε ο κοντόσωμος αρουραίος τον οδήγησε στο διπλανό χώρο που ήταν γεμάτος από ντουλάπες. Άνοιξε μια και του είπε πως εδώ, σε αυτούς τους τόμους βρίσκονται καταχωρημένα τα πολιτικά φρονήματα όλων όσων υπηρέτησαν στο στράτευμα από το 1952 μέχρι το 1986 στα στρατόπεδα από τον Νομό Λάρισας μέχρι τον Νομό Αλεξανδρούπολης. Το ΓΕΕΘΑ θέλει να πρωτοκολληθούν, να πακεταριστούν και να αποσταλούν στην Αθήνα «προς καταστροφή.» Ο όγκος τόσο μεγάλος που δεν επαρκούν δεκαπέντε μέρες για να τελειώσει η δουλειά. Εκείνος δεσμεύτηκε πως θα έρχεται στο στρατόπεδο μέχρι να διεκπεραιώσει την αποστολή. Το χαμόγελο ικανοποίησης οδήγησε μηχανικά τα χέρια του αξιωματικού στον αναπτήρα. Έδωσε τα κλειδιά του γραφείου στον οπλίτη και του επέστησε την προσοχή για τον απόρρητο χαρακτήρα της υπόθεσης.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας μπήκε «ο παλιός» μόνος στο αρχείο και τράβηξε έναν από τους σκονισμένους τόμους. Διάβαζε καταστάσεις ονομάτων στρατιωτών με χαρακτηρισμούς πολιτικούς φρονημάτων. Αποφάσισε να διαλέξει διαφορετικές χρονικές περιόδους και να συγκρίνει πώς γινόταν η δουλειά στα χρόνια του «γέρου της δημοκρατίας», «του εθνάρχη», «της αλλαγής»… Διαπίστωνε την μετάβαση από το «Ο στρατιώτης Γεώργιος Τορσίδης του Περικλή αρνήθηκε να φάει το μησημεριανό φαγητό, άρα ανήκει στην νεολαία Λαμπράκη», στο δελτίο του Αστυνομικού Τμήματος Άμφισσας όπου δηλωνόταν πως «Ο στρατιώτης Δημήτριος Αστεριάδης του Ιωάννου είναι εθνικόφρων και ο ίδιος και όλη η οικογένεια του, αλλά ο δεύτερος ξάδερφος του Παναγιώτης Ηρακλέους του Δημητρίου είναι αριστερών φρονημάτων ως εκ τούτου προτείνομεν την μη ένταξή του σε Επιτελικόν Γραφείον.» Έβλεπε κάθε απόγευμα αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων που αγνοούσαν πως το όνομα τους έχει χαραχτεί σε αυτές τις φθαρμένες σελίδες χαρτιού, μα που ίσως κάποτε επηρέασαν το δρομολόγιο της ζωής του. Ένα απόγευμα λύθηκε στα γέλια από μια αναφορά του Αστυνομικού Τμήματος Διδυμοτείχου που έστειλε έκθεση για τρεις αρχιμανδρίτες. Ο ένας απορρίπτονταν ως υποψήφιος προς αρχιερατεία γιατί έπαιζε ποδόσφαιρο με τα παιδιά στις αλάνες, ο άλλος γιατί πήγαινε στο καφενείο και ο τρίτος γιατί έλεγε «Καλημέρα» σε Λαμπράκηδες! Η περίοδος της Χούντας ένας αληθινός οργασμός κλειδαρότρυπας και καταστροφής ανθρώπινων υπάρξεων τον έκανε να απορεί μήπως είμαστε έθνος ηρώων γιατί έχουμε τάγματα από Εφιάλτες;
Μια βδομάδα πριν το τέλος τον πλησιάζει ένας από την σειρά του τροτσκιστής και του ζητά να βγάλει λίγες φωτοτυπίες από την περίοδο φακελώματος της «Αλλαγής». Του προτείνει χρήματα και την δέσμευση πως θα δημοσιοποιηθούν τα έγγραφα έξη μήνες μετά την απόλυση του για να μην έχει νομικές συνέπειες. Εκείνος αρνείται. Το μυρμήγκι μπήκε στο μυαλό του. «Γιατί τον διάλεξαν;»
Έφτασε η μέρα που θα ανακοίνωνε στον αξιωματικό πως την επόμενη μέρα τελειώνει το πακετάρισμα. Τολμά και κάνει το ερώτημα. Η απάντηση απλοϊκή, «Ήσουν ο μόνος μέσα στο στρατόπεδο που δεν έχει πλάτες κάποιο κόμμα.» Χαιρέτησε και έφυγε βυθισμένος σε ένα σύννεφο από σκέψεις. Ήταν λοιπόν ο μόνος ορφανός μέσα στο στρατόπεδο ή ήταν ένας επόμενος πατέρας πόνων;»
Ο Ισαάκ μου φέρνει μια ζεστή σοκολάτα. Με ρωτά αν καταλαβαίνω και του λέω «όχι», ζητώντας του να μου εξηγήσει. Τότε εκείνος με ένα ύφος σοβαρό και φωνή ραδιο-φονική μου απαντά «δεν έχω εντολή»…
Λυθήκαμε στα γέλια, ήρωας και αφηγητής, δίχως…την «εντολή», δίχως το μέλλον. Γονατίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον για να προσευχηθούμε στον Angelus Novus εκκενώνοντας το κέντρο της ικεσίας μας από κάθε προσδοκία. Ο Ισαάκ έμπειρος λόγω της παρελθούσας θυσίας του ξεκίνησε:
Μην το πιστεύεις πως σ’ επικαλούμαι,
άγγελε, κι αν στο ζητούσα. Δεν θα ρθεις. Η επίκληση μου
είναι πάντα χωρισμός κόντρα σε ρεύμα δυνατό
πώς να βαδίσεις. Σαν μπράτσο τεντωμένο
ειν’ η φωνή μου. Το χέρι αυτό που ανοίγει ψάχνοντας
να γαντζωθεί ψηλά, μένει μπροστά σου ορθάνοιχτο,
άμυνα και προειδοποίση μαζί,
Ασύλληπτε, άγγελε μου.
(Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Έβδομη Ελεγεία)
Γύρισε στο μέρος μου και βουρκωμένος μου ψυθίρισε, «δεν θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη, αλλά ο τίτλος του μυθιστορήματός μου θάναι:
Η Ζωή
Μετά την Θυσία».
Κόστας Νευροκοπλής
.
* Στην εβραϊκή γλώσσα υπάρχει η ιδιομορφία η αλλαγή τονισμού στην ίδια λέξη να δηλώνει άλλη σημασία.
φοβερό! πάντα νόμιζα πως ο πίνακας αυτός αναπαριστά ένα σκυλάκι.
(σε μεγαλύτερη ανάλυση ίσως γίνει πιο κατανοητό: http://www.paintingmania.com/arts/paul-klee/large/angelus-novus-new-angel-115_19802.jpg?version=12.01.20 )