Για την χούντα των συνταγματαρχών

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss
1. Η 21η Απριλίου 1967

Παρασκευή, 21 Απριλίου 1967, ώρα 1.15′ μετά τα μεσάνυχτα. Τα τανκς του ταξιάρχου Στυλιανού Παττακού, που λίγο νωρίτερα έχουν ξεκινήσει απ’ το Γουδί, εμφανίζονται στο σταυροδρόμι των Αμπελοκήπων. Όλοι καταλαβαίνουν πως δε βγήκαν για παρέλαση, αν και τελικά η «επανάσταση» αποδείχτηκε για τους πραξικοπηματίες ένας απλός νυχτερινός περίπατος, έτσι που όλοι πιάστηκαν στον ύπνο, ακόμα και το πεπειραμένο ΚΚΕ, το ενσωματωμένο στην ΕΔΑ εδώ και κάμποσα χρόνια.

Ήταν τανκς αμερικάνικα, απ’ αυτά που η Αμερική προμήθευε τις χώρες του ΝΑΤΟ. Αλλά και το σχέδιο Προμηθεύς ήταν κι αυτό του ΝΑΤΟ. Το μόνο ελληνικό σ’ αυτή την ιστορία ήταν ο ύπνος των πολιτικών, αλλά και του βασιλιά.

Σου λέει ο άνθρωπος ευλόγως, εφόσον υπάρχει μια δική μου χούντα, βασιλική και στρατηγική, έτοιμη να δράσει, αποκλείεται να δράσει αυτές τις μέρες μια άλλη χούντα παρακατιανή. Να όμως που οι συνταγματάρχες ήταν καλύτερα πληροφορημένοι για τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε η πατρίδα. Αχ, αυτή η πατρίδα. Όλες οι πουστιές σ’ αυτόν τον τόπο στο όνομά της γίνονται.

«Ουδαμού συνήντησα εχθρόν», λέει ο προελαύνων στους δρόμους της Αθήνας ταξίαρχος Παττακός απευθυνόμενος με τον ασύρματο στον αρχηγό, αν και κατώτερό του στο βαθμό, συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ποιος ήταν ο εχθρός που φοβόταν πως θα συναντήσει ο Παττακός; Μήπως οι κομουνιστές; Α, μπα. Ίσως η άλλη χούντα ήταν ο εχθρός που φοβόταν πως θα συναντήσει ο Παττακός. Στο κλούβιο κεφάλι αυτού του γεννημένου ηλίθιου, εχθρός πρέπει να ήταν ο καθένας που πρόβαλλε αντίσταση εκείνη την κρίσιμη για τα πεπρωμένα της φυλής στιγμή.

Ακριβώς την ίδια ώρα που τα τανκς αρχίζουν την εξόρμησή τους απ’ το Γουδί, ένας άλλος γενναίος, ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, αρχίζει τις συλλήψεις των μακαρίως κοιμωμένων εχθρών. Δέκα χιλιάδες κόσμο συνέλαβε εκείνη τη νύχτα ο επιφορτισμένος με καθήκοντα δημόσιας ασφάλειας μικρονοϊκός συνταγματάρχης. Ανάμεσά τους και οι πολιτικοί αρχηγοί Γεώργιος Παπανδρέου, 79 ετών τότε, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 65 ετών τότε και Ηλίας Ηλιού, κι αυτός 65 ετών τότε.

Ο Παπανδρέου ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει τον εκλογικό του αγώνα σε τρεις μέρες, την Κυριακή, απ’ τη Θεσσαλονίκη. Οι εκλογές είχαν προκηρυχτεί για τις 28 Μαΐου, δηλαδή σε 38 μέρες, και θα τις διενεργούσε κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Κανελλόπουλο.

Στις 5.30 το πρωί οι τρεις καμπαλέρος Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός και Ν. Μακαρέζος επισκέπτονται τον έκπληχτο βασιλιά στα ανάκτορα και του δίνουν συστατική επιστολή του Γρηγορίου Σπαντιδάκη, αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και μέλους επίλεκτου της χούντας των στρατηγών. Είναι καλά και τίμια παιδιά, λέει ο Σπαντιδάκης στο γράμμα, και σας βεβαιώ πως η θέση σας στο θρόνο ουδόλως κινδυνεύει. Και αμέσως μετά, τα τρία καθίκια εκθέτουν στο βασιλιά τους δύο λόγους για τους οποίους έγινε η «επανάσταση». Λόγος πρώτος: Η άμεση απειλή κομουνιστικής επαναστάσεως και συνεπώς διολισθήσεως της Ελλάδας στο παραπέτασμα. Λόγος δεύτερος: Η εξυγίανση της Ελλάδας απ’ τους κομουνιστές και τους συνοδοιπόρους. Τέτοιο χοντρό παραμύθι άκουγε ο μπουνταλάς βασιλιάς.

2. Η «αναίμακτος»

Η μεγάλη χούντα, που την πρόλαβε η μικρή, επρόκειτο να κάνει μία «αναίμακτο επανάσταση». Η μικρή χούντα έπρεπε να ακολουθήσει το δόγμα της μεγάλης, και να κάνει κι αυτή μία «ευπρεπή» και «αναίμακτο επανάσταση». Κι έτσι, το πρώτο πράγμα που ακούσαμε στα ραδιόφωνα την 21η Απριλίου 1967 ήταν πως η επανάσταση, που πέτυχε, ήταν αναίμακτη. Όμως, εκτός του ότι οι αναίμακτες επαναστάσεις σπανίζουν διεθνώς, οι συνταγματάρχες ήταν τόσο αδέξιοι στα πάντα, που είναι θαύμα που δεν σκότωσαν μερικές χιλιάδες Έλληνες, έτσι από επαναστατική ατζαμοσύνη.

Όπως και νάναι, τα εμπρόθετα εγκλήματα της χούντας δεν είναι πάρα πολλά. Δεν πρέπει να ξεπερνούν τα είκοσι. Όμως, τα από λάθος και τα κατά τύχην, πρέπει να είναι πολύ περισσότερα. Όταν λέμε λάθος εδώ, εννοούμε το ξύλο που καταλήγει σε θάνατο, γιατί οι βασανιστές δεν έχουν την κατάλληλη «εκπαίδευση», κι όταν λέμε κατά τύχην εννοούμε τον θάνατο είτε από αδέσποτη σφαίρα είτε από τον πανικό του «οργάνου».

Έγκλημα καλά οργανωμένο αλλά πάντως όχι τέλειο, όπως έδειξαν τα πράγματα, ήταν η δολοφονία του δικηγόρου των κατηγορούμενων για συμμετοχή στον Ασπίδα, Νικηφόρου Μανδηλαρά. Ενώ ο Παναγιώτης Ελλής πήγε άδικα των αδίκων στον Ιππόδρομο από τη σφαίρα ενός νταή αξιωματικού, που βιαζόταν να δράσει. Η Μαρία Κολοβού, πήγε από αδέσποτη στην οδό Πατησίων. Ο Γιάννης Χαλκίδης σκοτώθηκε σε μια επιδρομή των χαφιέδων της χούντας σε γιάφκα της Θεσσαλονίκης. Και ο βουλευτής της ΕΛΑ Γιώργος Τσαρουχάς δολοφονήθηκε με τρόπο τυπικά γκακστερικό.

Κάπου στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σταμάτησαν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε μαζί με άλλους τέσσερεις, τον απομόνωσαν και του λιάνισαν στην κυριολεξία το κεφάλι. Συνέβη στις 8 Μαΐου 1968, πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία του φίλου του Γρηγόρη Λαμπράκη. Επρόκειτο να δολοφονηθεί την ίδια μέρα με τον Λαμπράκη, όπως προέβλεπε το σχέδιο, αλλά τότε τη γλύτωσε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του πλήθους. Να γιατί έπρεπε να πεθάνει τώρα: διότι δεν πέθανε τότε. Ήταν ένας «χρέος τιμής» των καθαρμάτων προς την ατιμία.

Η αστυνομία είπε πως πέθανε από καρδιά, την ώρα μιας τυπικής «εξακρίβωσης στοιχείων», αλλά αρνήθηκε να παραδώσει το πτώμα προς ταφήν στην οικογένεια. Και στη διάρκεια της κηδείας απαγόρευσαν να ανοιχτεί το φέρετρο. Όμως, ακριβώς τη στιγμή της ταφής η κόρη του Τσαρουχά, η Καίτη, ορμάει, ανοίγει το φέρετρο, και αποκαλύπτεται ένα λιωμένο κεφάλι χωρίς πρόσωπο. Και τα χέρια δεμένα με χειροπέδες! Μέσα στο φέρετρο! Δεν έκαναν τον κόπο ούτε καν να του βγάλουν τις άχρηστες πλέον χειροπέδες. Τέτοια κτηνωδία δεν τη συναντά κανείς ούτε στους Ναζί.

Αυτό που με κάνει να χαρακτηρίζω τη χούντα υποδειγματικά ανθελληνική, είναι τούτη η περιφρόνηση προς το νεκρό σώμα, αυτός ο τρόπος ταφής, αυτές οι χειροπέδες σ’ ένα πτώμα με λιανισμένο κρανίο. Ο ελληνικός πολιτισμός έδειχνε πάντα σεβασμό στους νεκρούς. Δεν θα είχε κανείς την απαίτηση να γνωρίζουν τα κτήνη τον τραγικό μύθο της Αντιγόνης αλλά, του κέρατά, θα έπρεπε να ξέρουν τουλάχιστον τα ταφικά έθιμα της Μάνης, όταν η μάνα του δολοφονημένου από βεντέτα πάει κι ανάβει κερί μπροστά στο φέρετρο του δολοφονηθέντος δολοφόνου.

ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ (ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΗ) ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 1830-1974 του Βασίλη Ραφαηλίδη

 

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *