πάντοτε με περίμεναν με τσιριχτές από το κρύο φωνούλες και πετώντας κάτω-πάνω απ’ τη συκιά άνοιγε το πρωινό χαρούμενο όταν οι αχτίνες μάς έφταναν στο προαύλιο και με χαρούμενα τιτιβίσματα πετούσαν όλο και πιο κοντά μου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου, αλλάζαμε φιλικές ματιές, ψιθύριζα χαριτωμένες ζεστές λεξούλες αγάπης που τις γνώριζαν, φωνούλες στην κατάψυχρη έκταση της πυκνόδενδρης χαράδρας του βουνού που ηχούσαν σαν χειμερινό ξύπνημα, ένας ύμνος που με συνέπαιρνε να ζω συγκάτοικος της λαγκαδιάς με τους μικρούς πτερωτούς φίλους μου
έμενα σε αυτό το δωματιάκι και τα πουλάκια ήξεραν ότι είμαι δίπλα τους κι όταν αφυπνιζόμουν από ένα τιτίβισμα που γνώριζα από τις έρημες χώρες όπου έζησα ένα σύριγμα που με καλούσε αυτές τις στιγμές του όρθρου και μου προκαλούσε ανείπωτη χαρά μιαν ενδόμυχη συγκίνηση κι άκουγα σε αυτές τις μικρές ενθυμήσεις ευτυχισμένος από αγάπη, άκουγα αυτές τις φίλες της υπαίθρου του βουνού που ελεύθερες ζουν σε όλα τα εύκρατα τα θερμόψυχα και ψυχρόπηκτα κλίματα που η φωνή τους δίνει την θέρμη της συντροφιάς σε όλους τους περίγυρα ευρισκόμενους και τους συντροφεύει αυτές οι φίλες που τραγουδούσαν και με καλούσαν κοντά τους και μερικές φορές εσηκωνόμουν από αγάπη να είμαι κοντά τους σε αυτά τα παγωμένα πρωινά να τους κάνω παρέα μέχρι να παρουσιαστεί ο ήλιος που χάραζε μέσα στην πλαγιά της χαράδρας και την έφεγγε με ένα μαγικό ιριδίζον πλουμιστό πέπλο που άπλωνε αραχνοΰφαντο και απλωνόταν μέσα στην καρδιά της πλαγιάς όπως και στην καρδιά μου και σε όλες τις απόμερες και σκιωμένες άκρες
έτσι άρχιζα την πρωινή ευχάριστη εργασία καθόμουν με την αγαπημένη πτερωτή μου οικογένεια που με περίμενε και ήταν η πρωινή έγερση πάντα μια ευχαρίστηση να πάω στο δωματιάκι της ταράτσας να τις ακούσω να είμαι κοντά τους όπως ανάβω την σομπούλα και μου μιλούσαν πλησίαζαν με εμπιστοσύνη στο τζάμι που είχα κρεμάσει τα σποράκια κι έτσι αρχίζαμε το πρωινό τραγουδώντας έως ότου ο ήλιος λαμποκοπήσει στα ξερά κλαδιά της συκιάς και της καρυδιάς έως ότου η άχνη της ανατολής ροδίσει για καλά την παγωμένη χαράδρα να πάρει το χρώμα μιας χειμωνιάτικης άνοιξης σαν ένας θόλος που ανοίγει σε μικρή ηλιαχτίδα να διαπεράσει το βάθος της χαράδρας και να φωτίσει γλυκά ένα χάδι χαράς κι έτσι άρχιζε το πρωινό πάνω στον Παρνασσό με το άνοιγμα αυτού του μικρού θόλου της χαράδρας με τα γυμνωμένα κλαδιά που φιλοξενούσε όλο τον κόσμο μέσα στο κοιλωμένο μέρος του κι άρχιζε μια ζωή φιλίας, άρχιζε και συνεχιζόταν κάθε μέρα απ’ την αρχή και μπορώ να πω ότι αυτό το κελάηδημα ήταν το μήνυμα της νοσταλγικής συνάντησης και μια υπόσχεση να ξαναβρεθούμε όλα μαζί τα όντα της φύσης, φίλοι του βουνού και της μαγεμένης πλαγιάς, φίλοι ο ένας του άλλου και όλων των μικρών του απέραντου κόσμου πλασμάτων
σε κάθε ανατολή φαίνονταν μαγικά χέρια που φιλικά με χαιρετούσαν και που η πουπουλένια πάχνη μάς αγκάλιαζε στοργικά αυτή η πάχνη που λαμποκοπούσε κρουσταλλένια μέσα στον παγωμένο κόσμο και ακουγόταν μια φωνή μπάσσα στο παραπέτασμα που τραγουδούσε το άσμα της φύσης εκείνη η φωνή του μοναχού που νοιώθει επιτέλους συντροφιά και χαρούμενος τραγουδά με όλη την φωνή της φύσης όχι την δικιά του φωνή και μια ηχώ θρυμματισμένη σε χιλιάδες αντηχήσεις κι ενιαία ακουγόταν μαγική σαν μια φωνή της επαγγελίας και της δημιουργίας μια φωνή που δεν γνώριζε κανείς από πού ερχόταν διατί ερχόταν συγχρόνως από όλα τα γύρω μέρη, επουράνια και υπεργήινη μέσα από την καρδιά του Παρνασσού μια φωνή χωρίς αιτία χωρίς πηγή και χωρίς ηλικία που δεν θα την είχε ακούσει κανείς αν δεν είχε ζήσει την φιλία με όλα τα όντα της φύσης αν δεν είχε εύρει μέσα στην δαιδαλώδη ψυχή του κόσμου την οδό της συνεύρεσης με το ασήμαντο που υπάρχει