Με τη γιγάντωση της γνώσης και την εξέλιξη στον τρόπο διατήρησης της πληροφορίας κατά τον τελευταίο αιώνα, το σχολείο, αν παρέμενε ως ο θεσμός που οφείλει κυρίως να μεταδώσει γνώσεις, θα έχανε στις μέρες μας αναγκαστικά το παιχνίδι. Παρόλο που δεν είναι λίγοι όσοι επιμένουν να το αντιλαμβάνονται έτσι, το σχολείο έχει αρχίσει εδώ και δεκαετίες να επενδύει σε κάτι σημαντικότερο και από την ίδια τη γνώση και αυτό είναι η μεταγνώση. Μεταγνώση ονομάζεται η γνώση του πώς (και πώς να) μαθαίνουμε και αφορά την καλλιέργεια της σκέψης περισσότερο, παρά τη συσσώρευση της πληροφορίας. Η μεταγνώση δεν διδάσκεται όπως ένα οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο, αλλά καλλιεργείται με μεθόδους και τακτικές εφαρμοσμένες στα γνωστά μας, υπάρχοντα μαθήματα.
Είναι κοινό μυστικό πως η εικόνα του σύγχρονου ελληνικού σχολείου, παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του, είναι η λιγότερο αντιπροσωπευτική αυτής της τάσης. Οι καινούργιες παιδαγωγικές προτάσεις σκοντάφτουν συνήθως όχι τόσο στην ανικανότητα του διδακτικού προσωπικού (και ακόμα λιγότερο στη μη καλή τους πρόσληψη από τους μαθητές), όσο σε μια γενική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτείας σε θεσμικό επίπεδο, να απαγκιστρωθεί από την πεπατημένη οδό της στείρας μάθησης, της παπαγαλίας, της μασημένης τροφής, της εξετασιομανίας και των φροντιστηρίων.
Η πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για το αν θα πρέπει να διδάσκονται στο γυμνάσιο τα αρχαία ελληνικά, ή όχι, παραχωρώντας μάλιστα τη θέση τους στη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας, ανέδειξε για άλλη μια φορά την παραπάνω άρνηση. Χοντρικά, θα μπορούσα να κατηγοριοποιήσω τους υποστηρικτές της κάθε άποψης αντιστοιχώντας τους με τη στάση τους απέναντι στον εκσυγχρονισμό της μάθησης: όσοι τοποθετούνται υπέρ, αρνούνται να ξεπεράσουν τον φορμαλισμό ως τρόπο σκέψης και όσοι τοποθετούνται κατά, αναζητούν τη λύση από τα δεσμά της αυθεντίας.* Και αν ο τρόπος που επιλέγεις να σκέφτεσαι είναι και θέμα γούστου κάποια στιγμή, τα εφόδια ζωής που θα δώσουμε στο νέο άνθρωπο κατά την έξοδό του στην ενήλικη ζωή οφείλουν να είναι τα πιο αποτελεσματικά για την ένταξή του στο πνεύμα της εποχής.
Ίσως η μεγαλύτερη παρεξήγηση που επικράτησε κατά την πιο πρόσφατη φάση του γλωσσικού ζητήματος, μετά τη μεταρρύθμιση του 1976, είναι η εντύπωση πως η σημερινή ελληνική** γλώσσα είναι εύκολη και η συστηματική της διδασκαλία ίσως μοιάζει ανούσια έως περιττή. Αντίθετα, τα αρχαία ελληνικά, καθιερώθηκε να θεωρούνται δύσκολα και καλύτερος εκγυμναστής του τμήματος του εγκεφάλου που ελέγχει τη γλώσσα. Αυτό προφανώς οφείλεται στον αφελή συλλογισμό, πως εφόσον τα σημερινά ελληνικά τα μιλάμε όλοι, λίγο ως πολύ τα γνωρίζουμε. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως τα «αυτονόητα» είναι και η μεγαλύτερη πηγή της αμάθειας.
Δεδομένης της σύγχρονης εκπαιδευτικής ανάγκης να καλλιεργείται η μεταγνώση, η συστηματική μελέτη της γλώσσας που μιλάμε, αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής της. Ετούτο επειδή η πληροφορία αντικαθίσταται από τη συνειδητοποίηση και στη θέση της μόνης υποδεικνυόμενης απάντησης μπαίνει η προσπάθεια καθορισμού των λεπτών ποιοτικών χαρακτηριστικών της γλώσσας. Είναι πολύ σκληρή η δουλειά που απαιτεί η εμβριθής μελέτη της μητρικής μας γλώσσας. Έχοντάς την ήδη κατακτήσει από τη νηπιακή ηλικία, καλούμαστε να παρακολουθήσουμε ως εσωτερικοί και εξωτερικοί παρατηρητές τη δυναμική της, τις ποικιλίες της, τα προγενέστερα στάδια που έχει ενσωματώσει και να αναζητήσουμε με ευλάβεια την απόλυτη έκφραση. Ετούτη η τελευταία, οδηγεί και σημαίνει την αναγνώριση του σημερινού μας εαυτού, μέγιστο ζητούμενο ενός λαού που οφείλει να λύσει τα συμπλέγματα που τον φορτώνει η βαριά πνευματική του κληρονομιά.
Από την άλλη, όταν συζητάμε για αρχαία ελληνική γλώσσα στο σχολείο, εννοούμε όλοι, και περί αυτού πρόκειται, την Αττική διάλεκτο κωδικοποιημένη και στριμωγμένη, με παραπλανητική αυστηρότητα, σε τρία μόλις «κλασικά» εγχειρίδια: συντακτικό – γραμματική – λεξικό. Μια εκδοχή της ελληνικής, δηλαδή, που προσεγγίζει τη γλώσσα του τόπου και της εποχής που μας βοηθάει να νιώθουμε καλύτερα με την καταγωγή μας (όχι όλους, φυσικά).
Επιπλέον, με την αυτόνομη διδασκαλία αυτής της γλωσσικής εκδοχής συντελείται και μια τεχνητή της απόσχιση από την ενιαία ελληνική, καλλιεργώντας την εντύπωση πως πρόκειται για νεκρή και μη χρησιμοποιούμενη γλώσσα. Στην περίπτωση της ελληνικής, αυτό που έχουμε στα στόματά μας σήμερα δεν είναι ο απόγονος μιας μητέρας, αλλά η ίδια η μητέρα αλλαγμένη με το πέρασμα του καιρού. (Άραγε, όταν βλέπουμε έναν ενήλικα και δεν έχει τη μορφή που είχε ως βρέφος, δεν πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο;) Η βαθιά μελέτη της σημερινής ελληνικής δεν αγνοεί τις προηγούμενες μορφές της, για τούτο και μέρος αυτής της μελέτης οφείλει να είναι και η ιστορία της εξέλιξής της. Εάν αυτό επιτευχθεί εκπαιδευτικά, κάλλιστα η διδασκαλία της αρχαίας Αττικής διαλέκτου μπορεί να μεταφερθεί στο Λύκειο, οπότε εξειδικεύονται τα ενδιαφέροντα του μαθητή, και εντελώς απενοχοποιημένα να τεθεί στην προαιρετική επιλογή του.
Είναι επιτέλους ώριμες οι καταστάσεις ώστε να πάψει η όποια συναισθηματικού είτε ιδεολογικού τύπου αψιμαχία επάνω στο γλωσσικό ζήτημα. Οι δυο πλευρές είναι ελεύθερες να ανακαλύψουν αυτό που αναζητούν μέσα στην σημερινή μας γλώσσα: οι συντηρητικοί την σοβαρότητα και υπευθυνότητα με την οποία πρέπει πια να τη μελετάμε και οι προοδευτικοί τη χαρά της συγχρονίας μέσα σε μια αδιαπραγμάτευτη διαχρονία.
Άλλωστε, το στίγμα μας στον παγκόσμιο χάρτη των γλωσσών είναι μια ελάχιστη κουκίδα. Δεν χρειάζεται να πάσχεις από εθνικιστικές ιδεοληψίες ώστε να συγκινείσαι που ανήκεις στα μόλις είκοσι πέντε εκατομμύρια ομιλητών μιας από τις παλαιότερες γλώσσες του κόσμου.
* Ο καταμερισμός αυτός είναι φυσικά τόσο χονδροειδής, που αφήνει απέξω πολλούς σκεπτόμενους ανθρώπους που με σεβαστά επιχειρήματα υποστηρίζουν το ένα ή το άλλο. Εδώ όμως, ενδιαφέρουν οι γενικές τάσεις, ή αλλιώς, χωρίς υπερβολές, δεν στέκεται κείμενο…
** « […] το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα «νεοελληνικά», αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα.» Γ. Σεφέρη, ΔΟΚΙΜΕΣ: «Ελληνική Γλώσσα»
Greek Language in School
Ancient vs Modern Greek in Gymnasium[1]
By Katerina Mariatou
In our days, when the knowledge became huge and there has been such an evolution in maintaining the information, school can no more insist in its role as only for transferring knowledge. Even if many people still understand school like this, the pedagogic science has already gone further, supporting something more important even than knowledge: metacognition. What we call metacognition is the knowledge of how we learn and how we can improve this ability. It is more about cultivation of thinking and it is not taught as any of other common objects, but it is applied on them as a method and strategy.
It is widely recognized that Greek school, despite all the efforts to modernise its methods, is the less representative of this new trend. What is stopping the modern pedagogic ways to take place is not the incapacity of our teachers. The main factors is the refusal by a big part of our society, within the hesitation of the state, to disengage from what it is still now used in: obtaining huge amounts of information, memorize instead of thinking, focusing only on the examination results.
Recently, there has been a revival of the debate whether we must teach Ancient Greek in gymnasium, followed with the idea that it should better give its place to Modern Greek. The supporters of each point of view can broadly be separated into two main groups, taken their position on modernisation of learning: those who want the Ancient Greek in gymnasium refuse to overcome formalism as a way of thinking, and those who are against, seek the disengagement from the authority. Even if the way one chooses to think is a result of conscious decision when he becomes an adult, what we have to offer to new people preparing them to live in our world has to be the most useful in order to help their integration in society.
Maybe the most common misunderstanding after the last phase of the language question in our country, the 1976s linguistic reform, is the impression that Modern Greek is an easy language and it would be meaningless and unnecessary to be taught. On the contrary, Ancient Greek, was established to be more difficult and a better trainer for the part of the brain that controls the language. This is obviously due to the naive argument that if we all speak Modern Greek today, we know it a little or more. In fact, this habit to approach knowledge as easy understood is the main cause of ignorance.
Given the fact that modern education focuses on metacognition, the systematic study of our mother tongue is the most suitable for it. That’s because instead of giving information, what we have to do is to realize and analyse our knowledge, getting deeper into the quality characteristics of language. Studying our own language is really a hard work. Speaking Greek as far as we can remember ourselves, we are asked to follow and to watch its dynamic, variety and its prior stages that have been embodied and to seek the “absolute expression”, exactly as we do in poetry. This last, is needed in order to identify our present self, the most important demand for a nation trying to deal with its heavy spiritual heritage.
In the other hand, when we are talking about Ancient Greek in school we all mean the Attic dialect extremely concentrated and squeezed in just three books: Syntaktiko – Grammatiki – Lexico[2]. In other words, just a version of the Greek language that refers to where and when, we, the Greeks, can feel most proud of our ancestry. (Obviously, not all of us….)
Additionally, while teaching this specific version of Ancient Greek, is taking place a detachment of the whole body of Greek language, leading to the conclusion that Ancient Greek is a dead and not in use language. In the case of Greek, what we speak now is not a mother’s child, but the mother itself, carrying on her body all the changes that time has caused to her. (I am wondering: when we are looking to an adult when he has lost the appearance he had as a baby, then we are talking about a different person?)
That’s why the profound study of Modern Greek has to include its prior versions as well as its history and evolution. That is all -and it is really enough- to be taught at the gymnasium. Later, during the years of lyceum[3], the pupils can choose themselves according to their interests if they want to study the Attic dialect or even more ancient dialects.
It is more crucial than ever to end the emotional approach to the language question. Both sides have now the opportunity to find what they are looking for in our current language: conservatives the gravity and responsibility with which we must now study it, and the progressives the joy of synchrony put in a non-negotiable diachrony[4]. After all, our position on the world map of languages is a minimum dot. It’s not necessary to suffer from nationalist obsessions to be happy because it happened to speak such an old language with just twenty-five million speakers left.
[1] Gymnasium is called the 3 years school in Greece, for ages 12 to 15.
[2] Syntaktiko – Grammatiki – Lexico, the greek words for syntax, grammar, dictionary.
[3] Lykeum is the 3 year non-mandatory school that follows gymnasium, for ages 15 to 18.
[4] Synchrony and diachrony are two different and complementary viewpoints in linguistic analysis. A synchronic approach considers a language at a moment in time without taking its history into account. Synchronic linguistics aims at describing a language at a specific point of time, usually the present. By contrast, a diachronic approach considers the development and evolution of a language through history.
(https://en.wikipedia.org/wiki/Synchrony_and_diachrony)