Jacques Lacarrière

Tό Ἑλληνικό Καλοκαίρι, 03

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Τα μοναστήρια του Άθω δεν είναι μόνο απομακρυσμένα μεταξύ τους χάρη στην πυκνότητα των δασών και το μάκρος των δρόμων. Πολλά είναι ακόμη πιο αποκομμένα από τον εξωτερικό κόσμο, από την τρέχουσα ιστορία, από την ίδια την εξέλιξη της ζωής μας. Τέτοια είναι κυρίως η περίπτωση των μη ελληνικών μοναστηριών, όπως τα ρώσικα, τα σέρβικα, τα βουλγάρικα, τα ρουμάνικα. Όλοι οι μοναχοί βρίσκονταν εκεί πριν από τον τελευταίο πόλεμο, κι ορισμένοι μάλιστα πριν από την Επανάσταση του 1917, και οι ιδέες που έχουν για την πατρίδα τους είναι είτε εντελώς αχρηστευμένες από το χρόνο είτε σχιζοφρενικά μανιχαϊστικές.

51821075

Γράφοντας αυτές τις γραμμές, έχω κυρίως στο μυαλό μου το σέρβικο μοναστήρι του Χιλιανδαρίου, που βρίσκεται μια ώρα με τα πόδια στα βόρεια του Εσφιγμένου. Δάσος το περιτριγυρίζει απ’ όλες τις μεριές και δεν αντιλαμβάνεσαι εδώ τους μεσαιωνικούς όρους εργασίας αυτών των καλογέρων, που είναι αναγκασμένοι να ξεχερσώνουν αδιάκοπα τη φύση για να αποσπάσουν μερικές πιθαμές καλλιεργήσιμης γης από τα δέντρα. Μετά τον τελευταίο πόλεμο, βρέθηκαν εντελώς αποκομμένοι από τις χώρες καταγωγής τους, και η στρατολόγηση διακόπηκε τελείως. Οι ειδήσεις απ’ έξω κυκλοφορούσαν μόνο από στόμα σε στόμα με τη μορφή αβέβαιων φημών που φλόγιζαν τις φαντασίες. Την εποχή που πέρασα εγώ, μια τέτοια φήμη, σπαρμένη από ένα σέρβο επισκέπτη, είχε σκορπίσει συγκίνηση στην περιοχή: ο Τίτο, λέγανε, επρόκειτο να στείλει καμιά εκατοστή νεαρούς δόκιμους για να ‘‘πνίξει’’ το μοναστήρι! Εννοείται πως δεν έγινε τίποτα τέτοιο, αλλά συνειδητοποίησα πόσο έξω από παρούσα πραγματικότητα ζούσαν αυτά τα σλάβικα μοναστήρια. Ούτε εφημερίδες, ούτε ραδιόφωνα: για την πατρίδα τους και την οικογένειά τους οι μοναχοί γνώριζαν μόνο τα όσα έλεγαν οι σπάνιοι Γιουγκοσλάβοι που περνούσαν από εκεί. Επιπλέον, επρόκειτο σχεδόν πάντα για κουβέντες στον αέρα, για ‘‘λένε πως’’ που διοχετεύονταν σε δρόμους και μονοπάτια, με προέλευση απ’ όλους τους εμιγκρέδικους κύκλους.

Εγώ ο ίδιος χρειάστηκε να παίξω ακούσια το ρόλο του τυχάρπαστου πληροφοριοδότη. Την ίδια μέρα που έφτασα, ο αρχοντάρης τσακίστηκε να μου πιάσει κουβέντα. Ήμουνα ο πρώτος μη Σέρβος ξένος που ερχόταν απ’ τη Δύση και ήθελε να μάθει αν ζούσε ακόμα ο βασιλιάς Πέτρος ο Β΄. Χωρίς να το πολυσκεφτώ και για να καλμάρω την τρελή αγωνία που διάβαζα στα μάτια του, άκουσα τον εαυτό μου ν’ απαντάει: «Βεβαίως! Τον άκουσα μάλιστα να μιλάει στο ραδιόφωνο προτού φύγω απ’ το Παρίσι.» Βρυχήθηκε βαθιά κι έτρεξε ν’ αναγγείλει τα νέα. Μερικές στιγμές αργότερα, ο ηγούμενος περιστοιχισμένος απ’ όλους τους προκαθήμενους με δεχόταν μ’ επισημότητα στο συνηθισμένο μπαρόκ σαλόνι. Βλέποντας τη χαρά να φωτίζει όλα τα πρόσωπα, τα ρακοπότηρα ν’ ανεβοκατεβαίνουν και τα σταυροκοπήματα να επαναλαμβάνονται φρενιασμένα, άρχισα να το μετανιώνω για την αστόχαστη απάντησή μου. Κι αν αυτός ο αναθεματισμένος βασιλιάς είχε πεθάνει; Αγνοούσα τα πάντα γι’ αυτόν, την ύπαρξή του, το όνομά του, την ηλικία του, τη φάτσα του. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Όνειρα και παραληρήματα δίναν και παίρναν. Ο βασιλιάς Πέτρος, αφού ήταν ζωντανός, δεν θά ’μενε αδρανής. Σίγουρα, θα ξαναγύριζε στο θρόνο του, θα κυνηγούσε το σφετεριστή Τίτο («Κροάτης» μου εξήγησε ένας καλόγερος μ’ ένα μορφασμό μίσους και περιφρόνησης που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου), θα ξανάδινε στην πατρίδα του τη χαμένη πίστη. Η βραδιά έκλεισε μέσα σε ξέφρενο μεθοκόπημα. Θυμάμαι πως ξαναγύρισα στο κελί μου στηριγμένος πάνω σε κάποιον εξίσου μεθυσμένο μ’ εμένα. Αλλά προτού σωριαστώ στο κρεβάτι μου, κατάφερα να δω τσούρμο τους καλόγερους να κατευθύνονται τρεκλίζοντας προς την εκκλησιά, και ν’ αρχίζουν ευχαριστήριες δεήσεις με ψιλές και φάλτσες φωνές.


ΣΗΜ.: Ο Ζακ Λακαριέρ δεν είπε ψέματα! Ο αρχικά (1941) εξόριστος και κατόπιν (1944) έκπτωτος βασιλιάς Πέτρος Β΄ της Σερβίας το 1950 ήταν ζωντανός. Απεβίωσε στο Ιλλινόι των ΗΠΑ το 1970.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *