Περίληψη προηγουμένων:
Ενώ ο πόλεμος μαίνεται στα χαρακώματα, ο Σούπερ Κασιμάτης παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Με τεράστιο κίνδυνο διασπά την αντιπυραυλική ασπίδα και τα αντιαεροπορικά πυρά της ΛΒΔ και προσγειώνεται (λίγο ατσούμπαλα αλλά αποτελεσματικά) στον Έξω Δήμο για να βρει τη μοναδική του αγάπη.
…………………………………………………..
Οι ηρωικοί κάτοικοι του Καντονίου αντιμετώπιζαν στωικά και με χιούμορ την άδικη επίθεση που δέχονταν από την ΛΒΔ. Όμως ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν τελείως άνισος και όλοι γνώριζαν οτι ο άτακτος στρατός των Βιαραδιωτών δεν θα αργούσε να λυγίσει. Πολλώ δε μάλλον που αγγελιοφόροι από το όμορο καντόνι του Μυλοποτάμου είχαν αναφέρει έντονη κινητικότητα του αμερικανικού στόλου προς το βόρειο νησί. Όλοι γνώριζαν την απήχηση που είχε στο αμερικάνικο ναυτικό ο διάσημος DJ φούρναρης του Καραβά που διοργάνωνε βραδιές μουσικής και πολεμικών τεχνών κάθε φορά που ο στόλος τύχαινε να διαπλέει τη Μεσόγειο. Αφίσες του φούρναρη κοσμούσαν τις καμπίνες των θηλυκών πληρωμάτων και κάθε του νάζι μετατρεπόταν σε mainstream τσιτάτο στα καταστρώματα των αεροπλανοφόρων. Όλες οι αμερικανίδες του ναυτικού μάθαιναν καποέιρα μόνο και μόνο για να μπορούν να ελπίζουν οτι κάποια στιγμή θα είναι αυτές οι τυχερές που θα απολάμβαναν την «Μιά εβδομάδα με τον φούρναρη» («A funky week with the funky baker») που κλήρωνε κάθε Ιούνιο το ναυτικό. Οι πολεμικοί αναλυτές των καφενείων της ΚΟΜΟ ήταν βέβαιοι οτι μια απόβαση του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ σε υποστήριξη του φούρνου του Καραβά ήταν θέμα ολίγων ωρών – εξάλλου ο αμερικάνικος στόλος ανά την υφήλιο κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες από παξιμάδια και η τιμή ήταν όντως πολύ καλή για να διαταραχτεί η συνεργασία.
Ήταν πια προχωρημένο απόγευμα στα Βιαράδικα (και σε διάφορα άλλα μέρη των Κυθήρων ίσως). Ανεβασμένος στις επάλξεις του πύργου που φρουρεί την είσοδο από τα Μητάτα, ο Υάκινθος Πριονέας, ο μόνος αληθινός αρχαίος κυθήριος*, ανέμιζε με πάθος την ένδοξη σημαία του Καντονίου των Βιαραδίκων. Απόγονος του ομηρικού Μάστορος του οποίου ο γιός προτού φονευθεί από τον Έκτορα πρόλαβε να δει το δικό του γιό να μαθαίνει κιθάρα, κι αυτός με τη σειρά του δίδαξε τα μυστικά της απολλώνιας τέχνης στο δικό του γιό. Με το πέρασμα των αιώνων – αλίμονο! – η πατροπαράδοτη φλέβα έφθινε με αποτέλεσμα 148 γενιές αργότερα ο Υάκινθος να είναι τρομερά μα τρομερά φάλτσος. Παρόλ’αυτά, το άσβεστο προαιώνιο γονιδιακό πάθος για τη μουσική του επέτρεψε να γίνει ο βασικός μπασίστας στο ποπ συγκρότημα Foot Heyday (δισκογραφία «Shy boys love better” 1980, “Let my, oh, let me please touch your hand” 1981, “Please auntie kiss me a little” 1983, “Why don’t you even look at me?” 1984, “How many times must I pray for a kiss?” 1985 και «I do not get any kissing so I quit music” 1988) που συνάντησε το peak της καριέρας του όταν ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη του 1987 έπαιξε support στη Samantha Fox για την απονομή του moto gp στο Assen – οξύμωρο κατά μία έννοια καθώς ο ίδιος φοβάται πάρα πολύ τις μοτοσυκλέτες.
Ήταν πατριώτης από τους λίγους. Όταν όμως σήμανε γενική επιστράτευση στην ΚΟΜΟ, η ταλαιπωρημένη μέση του δεν του επέτρεψε να αναλάβει μάχιμο πόστο. Ζήτησε να γίνει ο τρομπετίστας εμψυχωτής του στρατεύματος αλλά έντρομοι οι Βιαραδιώτες του πήραν την τρομπέτα και του απαγόρευσαν να παίξει οτιδήποτε – «Ούτε το play στο cd δεν θα πατήσεις» του είχε πει ο μουφτής. Μετά από το καίριο αυτό πλήγμα στο ηθικό του, ο Υάκινθος ξημεροβραδιαζόταν στην ταράτσα του πύργου χαιρετώντας τα συμμαχικά αεροπλάνα κι αναπολώντας τις γαλήνιες εκείνες μέρες του καλοκαιριού που ξημεροβραδιαζόταν στο μαγαζί που επί μια επταετία νοίκιαζε από τον –πάλαι ποτε- ενιαίο Δήμο Κυθήρων. Το είχε αγαπήσει εκείνο το μαγαζί πάνω στη φουρκέτα του δρόμου προς το Καψάλι, θα έλεγε κανείς οτι εκεί ο Υάκινθος είχε βρει τον εαυτό του. Αντίστοιχα το είχαν εκτιμήσει και όλοι αυτοί οι ξεβράκωτοι αλλά συμπαθητικοί κατασκηνωτές του κάμπινγκ και του Σπαραγγαρίου. Αλήθεια, πρέπει να ήταν το πιο διάσημο μαγαζί εσωρούχων και νεωτερισμών του καλοκαιρινού μεσογειακού lifestyle.
Πίσω στην σκληρή πραγματικότητα όμως και σε εκείνο το απόγευμα που συνέβει κάτι που τα άλλαξε όλα. Ο ήλιος έδυε προς τα Κυπριωτιάνικα όταν είδε το όραμα: ο ουρανός απέκτησε έντονο contrast και αυξημένο saturation και μια θεία μορφή εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Μέσα από την πυρακτωμένη ηλιακή σφαίρα άκουσε τη βαθειά, ζεστή φωνή να αντιλαλεί στη ρεματιά και στο εσωτερικό του κρανίου του: «Τελειώνετε….» (Get on with it).
O Υάκινθος δεν ήταν πιστός αλλά ούτε και χαζός. Ανέλυσε το όραμα και κατάλαβε το χρέος του. Οι οι καλές του σχέσεις με τη ΛΒΔ όφειλαν να φανούν χρήσιμες στην πατρίδα. Έστειλε την οικογένειά του στον Avlemonas, φίλησε την άγια γη των Βιαράδικων και, με αποφασιστικότητα αλλά βαρειά καρδιά, μόλις νύχτωσε κίνησε μέσω της ρεματιάς προς τα βόρεια.
Ήταν μεσάνυχτα όταν πέρασε τα χαρακώματα των Αλοϊζιανίκων με τη βοήθεια του καλού του φίλου και γνωστού αναρχικού ηγέτη του Μπεκατσιακού Θανάση Χ. ο οποίος τον προμήθευσε με μια στολή φραγκοσυκιάς. Στη συνέχεια περίμεναν μέχρι το χάραμα, φόρεσε τη στολή, ανέβηκε στην καρότσα του ημιφορτηγού του Θανάση και κίνησαν – τάχαμου για να περιποιηθούν έναν κήπο στα Ζαγλανικιάνικα. Η στολή ήταν ιδιαιτέρως πετυχημένη και, αν εξαιρέσεις μερικές δεκάδες τσιμπήματα, βοήθησε τον Υάκινθο να φτάσει απαρατήρητος έως το Μποταμό. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά όταν την έβγαλε. 2 ώρες αργότερα είχε περάσει και η φαγούρα και κίνησε για το ραντεβού του.
……………………………………………………….
«Έι! Πστ! Εδώ!»
Η Ελεωνόρα Κουχλούμπερη-Watson, η διάσημη συγγραφέας που έχει κάνει τα Κύθηρα δεύτερη πατρίδα της κοίταξε απορημένη τον ψηλό αδύνατο με την αππκριάτικη περούκα και το νάυλον μουστάκι. Ποιός ήταν και τι ήθελε; Σαν να διάβασε τη σκέψη της εκείνος της έκλεισε το μάτι και ψιθύρισε τόσο όσο να τον ακούσει χωρίς να πάρουν είδηση οι υπόλοιποι θαμώνες του καφέ Επαναστατικόν»: «Ο Υάκινθος είμαι!»
«Α!» είπε η λυγερόκορμη λογοτέχνις και πλησιάζοντάς τον του έσκασε δύο φιλιά, από ένα σε κάθε μάγουλο. Πριν προλάβει ο Υάκινθος να συνέλθει από την επίθεση αγάπης που δέχθηκε, η Ελεωνόρα του έσκασε άλλα δύο.
«Σιγά βρε κοπέλα μου!» είπε ο Υάκινθος προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
«Αφού το ξέρεις πως σου έχω αδυναμία βρε!»
«Το ξέρω αλλά προσπάθησε να συγκρατηθείς. Αν μας πάρει χαμπάρι η ΕΥΠ την έβαψα. Η ακόμη χειρότερα μπορεί να το σφυρίξει κανείς στη γυναίκα μου και άντε βρες πλαστικό χειρούργο να σου φτιάξει τη μάπα μετά το βιτριόλι. Ο Αντρέ ήρθε;»
«Μέσα είναι, κάθεται με τον Κεφαλοτύρη»
«Τον Κεφαλοτύρη; Πες μου επί τη ευκαιρΐα, είναι αλήθεια πως τον έχει καταλάβει το πνεύμα του Τρότσκυ;»
«Μόνο του Τρότσκυ; Ολόκληρη η Τέταρτη Διεθνής έχει μπεί μέσα του και όλο και κάποιος γκέστ σταρ μπαίνει και τον βουρλίζει…»
«Δηλαδή;»
«Ε να, πότε λέει πως είναι ο Λεόν Τρότσκυ, πότε ο Λεόν Τολστόη, πότε ο Πιότρ Κροπότκιν, πού να στά λέω…»
«Και πως καταλαβαίνετε ποιός είναι την ώρα που του μιλάτε;»
«Από τα γένεια του. Αλλάζουν σχήμα και στυλ ανάλογα με τον καταληψία.»
«Έ τον έρμο… Σήμερα με ποιόν μιλάμε;»
«Κροπότκιν ξεκάθαρα. Θαμνώδες γένι με φαβορίτες και Μοσχοβίτικη προφορά.»
«Και ο Κεφαλοτύρης;»
«Κάπου εκεί μέσα είναι κι αυτός, πότε πότε παρουσιάζεται, λέει κάτι ακαταλαβίστικο και ξαναχάνεται»
«Τα πάνε καλά τουλάχιστον μεταξύ τους;»
«Όταν είναι μόνο ένα πνεύμα μέσα του η κατάσταση είναι ελεγχόμενη. Άμα συγκεντρωθούν περισσότεροι άστα να πάνε. Για παράδειγμα πρίν μια βδομάδα ο Τρότσκυ κατηγόρησε τον Τολστόη για εγκάθετο της Κομιντέρν και Σταλινικό παρακρατικό γιατί του έφαγε τα μπισκοτάκια που εϊχαν έρθει μαζϊ με τον καφέ. Ο Τολστόη αντέδρασε λέγοντας πως αυτό δεν ήταν δυνατόν γιατί είχε πεθάνει μια δεκαετία πρίν αναλάβει την εξουσία ο Στάλιν.»
«Τελικά; Πως κατέληξε ο καυγάς;»
«Εξαφανίστηκαν τα γένεια του Κεφαλοτύρη και φύτρωσε μια μουστάκα να! με το συμπάθειο. Δεν ξαναμίλησε για πολύ ώρα, μόνο χαμογελούσε κι μουρμούριζε κάτι σαν «πάρτε μια Σιβηρία νά’χετε, γατάκια»»
«Σιβηρία; Τι μου λες βρε Ελεωνόρα!»
«Νόρα για σένα χρυσό μου. Έτσι όπως σου τα λέω. Το ενδιαφέρον είναι πως όταν ξαναεμφανίστηκε ο Τολστόη μετά από μέρες παραπονιόταν πως είχε πάθει πνευμονία με τον κωλόκαιρο ενώ είχαμε καύσωνα».
«Στα Βιαράδικα ακούσαμε όμως πως έγινε εξορκισμός».
«Σωστά. Μόνο που ο παπαΝτουρούτης τα έκανε χειρότερα. Εκεί που είχαμε μόνο τον Τρότσκυ μαζεύτηκε όλο το συνάφι. Σκέψου πως μια ώρα μετά τον εξορκισμό μιλήσαμε με τον Λεωνίδα».
«Μπερδεύτηκα. Εννοείς με τον ορίτζιναλ Λεωνίδα Κεφαλοτύρη τον ταχυδρομικό, τον άνθρωπο που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε χωρίς τα γένια και το περίεργο χιούμορ σωστά;»
«Όχι, εννοώ τον Λεωνίδα Κύρκο».
«Όχι ρε πούστη μου!»
«Language!»
«My apologies» είπε ο Υάκινθος.
«Δεν πειράζει. Πάμε μέσα τώρα πρίν ξαναμπλέξουνε τα πνεύματα τον Λεωνίδα; Τα έχει πάει καλα ο Αντρέ μέχρι τώρα και συζητάμε σχεδόν σαν να μη μας παρακολουθεί η НКВД»
«Πάμε».
Καθισμένοι παράμερα ο Μπετόν Αντρέ, ο Υάκινθος, ο Κεφαλοτύρης και η Ελεωνόρα συζητούσαν για ώρα χαμηλόφωνα, όμως καθώς έχουμε ενημέρωση από πρώτο χέρι δεδομένου πως η Ελεωνόρα είμαι εγώ, η συγγραφέας αυτού του χρονικού, μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά πως το αντικείμενο της συζήτησης ήταν η οργάνωση ενός ενωτικού αντιπολεμκού κινήματος σε όλο το νησί με απώτερο στόχο την κατάργηση όλων των νεοχαραχθέντων συνόρων και την επανενοποίηση των Κυθήρων. Αρκετούς καφέδες αργότερα η τετράδα των ακτιβιστών είχε καταλήξει σε ένα κείμενο που θα τύπωνε στον πολύγραφο ο Κεφαλοτύρης και θα μοιραζόταν με κάποιον τρόπο στους κατοίκους του νησιού, καθώς και η ίδρυση μιας υποεπιτροπής η οποία θα αναλάμβανε τη σύσταση μιας επιτροπής η οποία με τη σειρά της θα έκανε γνωστές τις θέσεις των ΠΑΤΣΙ (=Πασιφιστές Τσιριγώτες) στη διεθνή κοινότητα. Είχαν συμφωνήσει σχεδόν σε όλα αλλά δεν μπορούσαν να βρούν λύση στο θέμα της διανομής του πολυγραφημένου εντύπου στο νότιο νησί, ώσπου από ένα κοντινό τραπέζι ακούστηκε μια φωνή με έντονη Μεσαρίτικη προφορά να λέεεει:
«Εγώ θα τα μοιράσω.»
Γυρίσανε όλοι και τον κοιτάξανε. Τυπική μεσαρίτικη φάτσα, άγνωστος.
«Πως; Εεεμ… Τιιιι θα μοιράσεις;» προσπάθησε να κάνει τον ανήξερο ο Υάκινθος.
«Το έντυπο που θα καλεί σε ειρήνη και ενότητα όλους τους Τσιριγώτεεες» απάντησε ο ξερακιανός άγνωστος.
«Πώς στο διάολο μας άκουσε;» είπε στο αυτί του Υάκινθου ο Μπετόν Αντρέ.
«Είναι απλό» είπε ο άγνωστος άνδρας. «Είμαι ο Σούπερ Κασιμάτης» αφήνοντάς τους όλους με το στόμα ανοιχτό.
Γυρίσανε όλοι και κοιτάξανε την Ελεωνόρα.
«Ναι» ψιθύρισε αυτή αποσβολωμένη, «νομίζω οτι αυτός είναι!»
Γυρίσανε όλοι και κοιτάξανε τον Σούπερ Κασιμάτη. Αυτός άρχισε να νιώθει αμήχανα, παρόλ’αυτά ένας άνεμος απερίγραπτης ελευθερίας τον κατέκλυσε: είχε πει το όνομά του για πρώτη φορά! Περίμενε υπομονετικά όλους να ξεπεράσουν το σοκ. Τους πήρε λίγα λεπτά μέχρι που κάποια στιγμή κάποιος σοβιετικός μακαρίτης που είχε χωθεί στο σώμα του Κεφαλοτύρη μασουλώντας ένα μπισκοτάκι, ρώτησε «Και τι θέλεις σε αντάλλαγμα;»
«Θέλω να μου βρείτε αυτή την κοπέλα» είπε δείχνοντας ένα σκίτσο της Κάθι που του είχε ζωγραφίσει βάσει περιγραφής και με το αζημίωτο ο γνωστός Καψαλιώτης ζωγράφος Μανώλης Κασιμάτης (βάζοντας και μια Χύτρα στο φόντο χωρίς να του την χρεώσει).
«Εύκολο. Δουλεύει εδώ!» είπε ενθουσιασμένος ο Μπετόν Αντρέ. «Λίγο ψηλότερη δείχνει στο σκίτσο βέβαια….».
«Ω! Κι εγώ που νόμισα οτι ήταν η Αφροδίτη του Βίλλεντορφ» μονολόγησε η Ελεονώρα.
«Είσαι σίγουροοος;» απόρησε ο Μανώλης/Σούπερ Κασιμάτης.
«Βέβαια. Χτές με σέρβιρε. Καλή κοπέλα αλλά λίγο ατσούμπαλη».
«Μα αυτή δεν είναι η κοπέλα που μου είχες συστήσει Λεωνίδα;» ρώτησε η Ελεωνόρα τον Κεφαλοτύρη.
«Δεν θυμάμαι»
«Μα είχαν έρθει μαζί, η κοπέλα αυτή και ο κύριος Σούπερ από δω και τους είχες κεράσει και μια σαμπάνια Κριμ» επέμεινε η Ελεωνόρα. Ο Κεφαλοτύρης είπε «Ααα!» κι έπεσε στο πάτωμα σφαδάζοντας.
«Ορίστε τι έκανες. Του θύμισες το περιστατικό με τον παγοκόφτη» είπε ο καφετζής που είχε σπεύσει να βοηθήσει κρατώντας στο ένα χέρι μια σαμπανιέρα με παγωμένο νερό και στο άλλο ένα τάμπλετ. «Κάθι! Φέρε τον φορητό απινιδωτή!» φώναξε προς τη μεριά της κουζίνας.
Και τότε την (ξανα)είδε: Τα ποδαράκια σου ώ τα ποδαράκια σου, έργο τέχνης, η κορωνίδα της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους αυτά τα πόδια, ώ τα πόδια σου Κάθι μονολόγησε ο Μανώλης.
«Κάθι μου! Πριν πεις οτιδήποτε άσε με να σου εξηγήσω!» φώναξε ο Μανώλης.
«Να μου εξηγήσετε τι κύριε;» ρώτησε με έκδηλη απορία η Κάθι.
«Έλα τώρα Κάθι… Σε παρακαλώ…»
«Γνωριζόμαστε; Πως ξέρετε το όνομά μου;» ρώτησε η Κάθι.
Απελπισμένος ο Μανώλης γύρισε πρός το μέρος των συνομωτών:
«Βοηθάτε ρε παιδιά» είπε με μια απελπισμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Ο Αντρέ, ο Υάκινθος και η Ελεωνόρα σήκωσαν τους ώμους ενώ ο καφετζής μπουγέλωνε με παγωμένο νερό τον Κεφαλοτύρη που έδειχνε να συνέρχεται.
«Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;» συνέχισε με επαγγελματικό ζήλο η Καθι. Πριν προλάβει να απαντήσει εκείνος μια δυνατή γυναικεία φωνή διέκοψε τη συνομιλία.
«ΑΚΙΝΗΤΟΣ! Σούπερ Κασιμάτη, συλλαμβάνεσαι στο όνομα του λαού!»
Στη πόρτα του Επαναστατικόν είχε εμφανιστεί η Σούπερ Κατρίν, η κακή ψυχρή κι ανάποδη διάδοχος της Σούπερ Κάθι στη θέση της υπερηρωίδας του Έξω Δήμου. Ο Μανώλης αιφνιδιάστηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και έβαλε το χέρι στη τσέπη προσπαθώντας να πιάσει ένα παξιμάδι ώστε να το ροκανίσει και να ανακτήσει τις υπερδυνάμεις του. Όμως η Σούπερ Κατρίν ήταν πιο γρήγορη. Με μια αστραπιαία κίνηση του πήρε τη μπουκιά από το στόμα και στη συνέχεια του τράβηξε ένα χαστούκι που έκανε το μυαλό του να κουδουνίσει μέσα στο κρανίο του.
«Κάτω τα χέρια από τον άντρα μου!» μούγκρισε η Κάθι. Ακούστηκε ένα «πινγκ!» και στη συνέχεια ο χαρακτηριστικός ήχος των Windows όταν το σύστημα κάνει reboot.
Χωρίς να έχουν καταλάβει πολλά οι θαμώνες του Επαναστατικόν ακολούθησαν το ένστικτό τους και διακριτικά άνοιξαν χώρο στις δύο γυναίκες που είχαν έρθει πρόσωπο με πρόσωπο (η Κάθι είχε ανέβει σε μια καρέκλα προκειμένου να καταστεί αυτό δυνατόν).
«Όχι πάλι» κλαψούρισε ο καφετζής κι έτρεξε να βρεί τη σφουγγαρίστρα.
.
.
Στο επόμενο: Υπό το έκπληκτο βλέμμα των θαμώνων του «Επαναστατικόν» ξεκινάει η επική μέχρις εσχάτων μάχη των υπερηρωίδων Σούπερ Κάθι – Σούπερ Κατρίν. Από την έκβασή της θα κριθεί το μέλλον του καφενείου, του Μποταμού, του νησιού και – γιατί να μη σας το πούμε;- του πλανήτη ολόκληρου…. Μην το χάσετε!
.
.
* Όπως είναι γνωστό από τα ομηρικά έπη (Ο 430-435), ο Λυκόφρων ο γιός του Μάστορος με καταγωγή από την περιοχή του Παλαιόκαστρου Κυθήρων, είχε κομβικό ρόλο στον τρωικό πόλεμο καθώς ήταν υπεύθυνος της καντίνας της εκστρατείας στους πρόποδες της Τροίας. Ο Αχιλλέας (Αχειλάκης για τους φίλους) ήταν τακτικός θαμώνας. Σπανίως (Ο 750-778) ο Ζευς ο Ζείδωρ επισκεπτόταν την καντίνα μαζί με τον φάλτσο γλύπτη και οιωνοσκόπο Πολυδάμα, οπότε ο Λυκόφρονας από τη χαρά του που τους έβλεπε αναφωνούσε «Ω! Χαρά! Ο Ζευς!», το οποίο ο γλύπτης (ο οποίος μεταμφιεσμένος σε ένα γλυπτό του διέφυγε της οργής του Έκτορος) μετέφερε αργότερα ως «Χαραζεύς» εξ ου και το σημερινό «Χαρατζάς». Ένα απόγευμα που στην καντίνα του Λυκόφρονα βρίσκονταν οι τρεις τους, ο γνωστός χιουμορίστας Μενέλαος αναφώνησε «Ιδού, τρεις κι ο κούκος» θέλοντας να κοροϊδέψει τον φάλτσο Πολυδάμα για τη φωνή του. Από εκεί σύμφωνα με τον Thomas Hobbes προήλθε και το σημερινό «τρεις κι ο κούκος» ενώ ο Leconte de Lisle στη φράση αποδίδει το πανάρχαιο παρατσούκλι «Καύκος» (=κούκος).