Αν διαβάσει κάποιος τους Πατέρες της Εκκλησίας (αναφέρω ενδεικτικά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, τον Ιωάννη της Κλίμακος) θα παρατηρήσει ότι, όσο μεγάλη ήταν η αγωνία τους να καταδείξουν στους πιστούς ότι μόνο μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας επιτυγχάνεται η ένωση με τον Χριστό, άλλη τόση ήταν η προσπάθειά τους να γίνει κατανοητή η τεράστια σημασία της διαφύλαξης και της αξιοποίησης των δώρων που δέχονται οι πιστοί από τα Μυστήρια.
Τα Μυστήρια (το Βάπτισμα, η Θεία Κοινωνία, το Ευχέλαιο κτλ) δεν μπορούν από μόνα τους να σώσουν κανέναν. Αυτά είναι το δώρο σωτηρίας, η κίνηση -αν θέλετε- που κάνει ο Χριστός προς εμάς. Και πράγματι, στα Μυστήρια βρίσκεται η αρχική σύσταση της εν Χριστώ ζωής. Πρέπει να γίνει, όμως, και μια ανάλογη κίνηση από εμάς προς τον Χριστό ώστε να υπάρξει η διαφύλαξη της σχέσης αυτής. Με τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, με τη τήρηση των εντολών, με την προσευχή, τη νηστεία κλπ.Τα Μυστήρια, με άλλα λόγια, μας ανοίγουν και μας δείχνουν τον δρόμο• εμείς όμως πρέπει να τον περπατήσουμε.
Τα ίδια ισχύουν και για τις ευχές που διαβάζονται από τον ιερέα στην Εκκλησία. Αν διαβάσει ο ιερέας σε κάποιον μιαν ευχή για την υγεία ή τη βασκανία, δεν σημαίνει ότι όλα τα σχετικά προβλήματα θα λυθούν. Μια τέτοια αντίληψη είναι μαγική και εντελώς εκτός της Εκκλησίας. Ο Χριστός θεράπευε λέγοντας «μην αμαρτήσεις ξανά» συνδέοντας τη δωρεά του Θεού με τον τρόπο τον οποίο ζούμε.
Αν λοιπόν κάποιος μεταλαμβάνει κάθε Κυριακή και μετά γυρίζει σπίτι του και συκοφαντεί, βρίζει, υπερηφανεύεται και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, προφανώς, τίποτα θετικό δεν αποκομίζει. Το ίδιο ισχύει και για το σύνολο, όμως, αφού και η Εκκλησία απευθύνεται τόσο στον καθένα ξεχωριστά όσο και σε όλους συνολικά.
Το νησί φέτος αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα ανομβρίας και πραγματοποιήθηκαν δεήσεις, όπου συμμετείχε αρκετός κόσμος αλλά δεν έγινε τίποτα. Γιατί; Γιατί δεν ακούστηκαν αυτές οι προσευχές;
Να δούμε λίγο την Παλαιά Διαθήκη και τους αγαπημένους μου Προφήτες.
Οι προφήτες, έβλεπαν στα καθημερινά σημάδια τη θέληση του Θεού και αναλόγως τα ερμήνευαν οδηγώντας τους Ισραηλίτες. Ποτέ, σε καμία περίπτωση που υπήρξε κάποια δυσκολία ή κάποια επικείμενη καταστροφή δεν είπαν «εντάξει παιδιά, να μαζευτούμε τρεις ωρίτσες, να προσευχηθούμε, να τη σκαπουλάρουμε και μετά επανερχόμαστε στα γνωστά μας». Αυτό θα ήταν μαγεία. Αντίθετα, μίλησαν για την ανάγκη πλήρους μεταστροφής του τρόπου ζωής των συμπατριωτών τους αναφερόμενοι και στους άρχοντες και στους ιερείς. Αυτή είναι και η μετάνοια, η πραγματική για την οποία μας μιλά και ο Μεγάλος Κανόνας που ψάλλεται κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Πώς, λοιπόν, ζητήσαμε από το Θεό να μας απαλλάξει από το βάρος της ανομβρίας όταν εμείς δεν κάνουμε τίποτα απολύτως για να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας; Όταν συνεχίζουμε να συμβιβαζόμαστε με έναν ανήθικο τρόπο ζωής όπου συμφέροντα, διαπλεκόμενες σχέσεις και άνθρωποι, που θεωρείται ότι έχουν κάποια θέση, κάνουν ό,τι θέλουν. (Θα ανέφερα μια ‘‘όμορφη ιστορία’’ από την Αγία Πελαγία αλλά ας μην το προσωποποιήσω.) Όταν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας να είναι ατομοκεντρικά και να θέλουν να έχουν υπηκόους και όχι φίλους. Όταν ζητάμε να μας δίνουν αλλά δεν θέλουμε για κανένα λόγο να δώσουμε. Όταν είμαστε ουσιαστικά ειδωλολάτρες του ίδιου του εαυτού μας. Όταν δεν βάζουμε το μαχαίρι στον κόσμο, όπως είπε ο Χριστός, για να κόψουμε την αμαρτία αλλά, αντιθέτως, βάζουμε ασπίδα για να συνεχίσει να κυριαρχεί η αμαρτία.
Δεν θα έπρεπε να ζητάμε από το Θεό να ρίξει νερό στην ξερή γη. Αυτό είναι το λιγότερο, το παρεπόμενο, το δευτερεύον. Αν ήμασταν πραγματικά ειλικρινείς, θα ζητούσαμε να ρίξει λίγο νερό στις στεγνές ψυχές μας. Αυτό θα ήταν πραγματική σωτηρία για τον τόπο.