Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι μια ιδιαίτερης σημασίας γιορτή. Είναι η γιορτή που σηματοδοτεί την εκκίνηση, θα μπορούσαμε να πούμε, του σχεδίου του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου. Είναι η γιορτή που αναδεικνύει τη σημασία της συνεργίας του ανθρώπου σε αυτό το σχέδιο. Και τέλος, ειδικά για εμάς τους Έλληνες, είναι η γιορτή που έχει συνδεθεί με την επανάσταση ενάντια στην απάνθρωπη Οθωμανική κυριαρχία.
Το γεγονός που έχει κεντρική θέση στη γιορτή του Ευαγγελισμού είναι η απόφαση που παίρνει η Παναγία. Η Μαρία, συνελήφθη με θαυματουργικό τρόπο, διατήρησε την αγνότητά της και καλλιέργησε τις αρετές της. Ήταν εκείνη την οποίαν ανέμενε η ανθρωπότητα για αιώνες. Κι όμως, τίποτα δεν θα είχε πραγματοποιηθεί αν η ίδια είχε αρνηθεί, αν δεν δεχόταν να περάσει τις δοκιμασίες που της επιφύλασσε το μέλλον, αν επέλεγε να συνεχίσει μια απλή, ανέμελη ζωή.
Όπως έχουμε σύνθεση θείου και ανθρώπινου θελήματος κατά τον Ευαγγελισμό, έχουμε και σύνθεση κλήρου και λαού στη ζωή της Εκκλησίας. Μια σύνθεση, όμως, που εδώ και πολύ καιρό στην Ελλάδα έχει ατονήσει, αν δεν έχει ουσιαστικά εκλείψει. Λόγω ιστορικών ανακατατάξεων, πνευματικής χλιαρότητας, παρείσφρησης δυτικότροπων ιδεολογιών αλλά και για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων, το λαϊκό στοιχείο έχει υποχωρήσει πολύ από τη ζωή της Εκκλησίας, μετατρεπόμενο σε μια οντότητα (πάντα μου άρεσε αυτή η λέξη) που περιορίζεται στο να ενισχύει παγκάρια και δίσκους ή να εκτελεί διαφόρων ειδών αγγαρείες. Και αυτό είναι η καλή περίπτωση! Γιατί, λόγω ακριβώς αυτής της ελαχιστοποίησης της συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου, ακολούθησε και η αδιαφορία των λαϊκών, ακόμα και αυτών που εκκλησιάζονται τακτικά, στη ζωή της ενορίας. Έτσι, βλέπουμε συχνά το φαινόμενο να εμπλέκονται στην ενοριακή ζωή άνθρωποι που δεν θέλουν να υπηρετήσουν την Εκκλησία (όχι τους κληρικούς βέβαια αλλά ούτε την Εκκλησία) αλλά που βρίσκουν την ευκαιρία για την εύκολη αυτοπροβολή τους. Η δε διοίκηση και διαχείριση αφήνεται αποκλειστικά και μόνο στους κληρικούς. Και παρατηρούμε φαινόμενα τόσο κακής και αυθαίρετης διαχείρισης όσο και απαράδεκτης αρχομανούς συμπεριφοράς από τη μεριά των τελευταίων. Όλα αυτά συνιστούν στρέβλωση της αυθεντικής εκκλησιαστικής ζωής με αποτέλεσμα έναν ιοβόλο διαχωρισμό κλήρου και λαού σε ‘‘εμείς και αυτοί’’. Κάθε μέλος της Εκκλησίας, όμως, είναι και πρέπει να αναγνωρίζεται ως ισότιμο. Και έχει δικαίωμα, μάλλον υποχρέωση, ελέγχου τόσο των ιερέων όσο και των επιτρόπων. Μη ξεχνάμε ότι παλαιότερα συμμετείχαν οι λαϊκοί στην εκλογή των Επισκόπων αλλά και των πρεσβυτέρων. Φυσικά μιλάμε για αυτούς που συμμετέχουν ενεργά στην ενοριακή ζωή, που εκκλησιάζονται, που μετέχουν στα Μυστήρια κλπ. Δεν μιλάμε ούτε γι’ αυτούς που περνάνε το κατώφλι του ναού μόνο Πάσχα και Χριστούγεννα ούτε γι’ αυτούς που απλά δεν έχουν καμία επαφή με την Εκκλησία … εκτός από το να γκρινιάζουν για τις καμπάνες που τους χαλάνε την ησυχία.
Σήμερα, η Εκκλησία της Ελλάδος χρειάζεται μια επανάσταση τόσο συνταρακτική και συγκλονιστική όσο και εκείνη του 1821. Δεν είναι δυνατόν το Ευαγγελικό μήνυμα, το τόσο επαναστατικό, που εξαγρίωσε αυτοκράτορες, βασιλείς και άρχοντες να έχει μετατραπεί σε ένα στεγνό ηθικιστικό λόγο. Δεν είναι δυνατόν η θέρμη και η αυτοθυσία των πρώτων χριστιανών και των μετέπειτα αγίων, μαρτύρων και ομολογητών να έχει δώσει τη θέση της στην χλιαρότητα, την αυτοδικαίωση και την υπερηφάνεια. Δεν είναι δυνατόν ο Χριστός και η Εκκλησία αντί να έχουν κεντρική θέση στη ζωή μας, να αποτελούν ένα φολκλορικό συμπλήρωμα. Και για να γίνει αυτή η αναγκαία επανάσταση πρέπει να ενεργοποιηθούν και να συμμετάσχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, τόσο στη γνήσια λατρευτική ζωή της Εκκλησίας όσο και στις καθημερινές, πιο ‘‘πεζές’’ πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής. Να αποθεσμοποιηθεί η Εκκλησία, να μην έχει χαρακτηριστικά Δημοσίου Οργανισμού αλλά να βρει ξανά τα χαρακτηριστικά της αρχαίας Εκκλησίας, της Εκκλησίας που κράτησε τον αμεσοδημοκρατικό τρόπο λειτουργίας της ακόμα και στην εποχή που το Βυζάντιο ήταν απολυταρχικό ή ακόμα περισσότερο στους αιώνες της σκλαβιάς.
Αυτά όλα προϋποθέτουν κάλεσμα από τον κλήρο και ανταπόκριση από τον λαό. Και είναι μια πορεία που απαιτεί προσευχή, ξεβόλεμα, ταπείνωση, αγάπη. Καλό είναι να τα σκεφτούμε αυτά με την ευκαιρία μια γιορτής η οποία μάς θυμίζει ότι η Παναγία, για να ανοίξει ο δρόμος για τη σωτηρία μας, επέλεξε να την υποπτευθούν ως μοιχαλίδα, να γεννήσει σε μια σπηλιά περιτριγυρισμένη από ζώα, να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και στο τέλος να δει τον Υιό της να βασανίζεται και να θανατώνεται ενώ ήταν ο μόνος αθώος που περπάτησε σε αυτή τη γη. Αν αυτά δε μας συγκινούν, τότε κακώς φέρουμε τον τίτλο του χριστιανού.