(Φλεβάρης 2016, κάπου στον Σαρωνικό)
Aκουμπισμένος στην κουπαστή του θρυλικού Βιτσέντζου Κορνάρου (του πλοίου, όχι του ποιητή) ο Εφραίμ Χαρούπης πρώην ψυκτικός, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της Αναγέννησης Τραχανοπλαγιάς και νυν πρωτοκλασάτο στέλεχος της Τεχνικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Αττικής, άναψε ένα Gitanes άφιλτρο ενώ ταυτόχρονα έβαζε στο στόμα του μια τσίχλα νικοτίνης. Είχε κόψει το κάπνισμα εδώ και δυό χρόνια όμως ένα αναμμένο τσιγάρο στο χέρι τον βοηθούσε να σκέφτεται. Είχε πολλά να σκεφτεί, ήταν άλλωστε το μόνο που μπορούσε να κάνει για τις επόμενες εννιάμιση ώρες που χρειαζόταν το πλοίο για να φτάσει στα Κύθηρα. «Τι καλά που θα ήταν να υπήρχε μια γέφυρα να γλυτώναμε αυτή τη ταλαιπωρία» είπε μέσα του. «Χμμ.. Ζεύξη Νεάπολης-Κυθήρων… Πώς και δεν το είχα σκεφτεί…» Έβγαλε ένα ταλαιπωρημένο μπλοκάκι από την εσωτερική τσέπη του σακκακιού του, γύρισε βιαστικά λίγες σελίδες και σημείωσε: «Ζέφξη Νεάπολης-Κυθήρων». Σταμάτησε να γράφει, δάγκωσε ελαφρά την άκρη του στυλό και διόρθωσε: «Ζέφξη Νεάπολης-Κηθύρων». «Έτσι» είπε μεγαλόφωνα. Ή… Βρε μπας και είναι «Κυθήρων» το σωστό? Πάντα τον μπέρδευε η γραφή του ονόματος του νησιού που τον είχε κάνει πλούσιο και η ορθογραφία δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους εγκαταλείποντας τη προσπάθεια, και ακολούθησε με το βλέμμα μιά ψαρόβαρκα που προσπερνούσε το πλοίο κάνοντας συρτή. Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχε περάσει κιόλας μισή ώρα. «Ωραία. Άλλα πέντε έργα και θα περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβω». Εν πλώ και μάλιστα εν μέσω τρικυμίας άλλωστε του είχε έρθει η ιδέα για εκείνα τα αντιπλημμυρικά έργα, έργο το οποίο ενίσχυσε σηματικά τον λογαριασμό του στην Ελβετία. Λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωσή τους μετά τη πρώτη καταιγίδα τα έργα βρέθηκαν από ψαράδες τρία μίλια ανοιχτά των Κυθήρων αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Χαρούπη να αγοράσει την ασημένια Πόρσε που πάντα ονειρευόταν. Η ψαρόβαρκα χάθηκε στον ορίζοντα και ο Χαρούπης επέστρεψε από την ονειροπόλησή του. Κοίταξε το μπλοκάκι του. Τα ξεθωριασμένα χρυσά γράμματα στο εξώφυλλο έγραφαν: “Εφραίμ Χαρούπης – Επσικεβές Ψηγείων, Σηντήρησης – Εγγατάστασης Ερκοντίσιων, Βλαχάβα 66 Ήλιον, ¨Ανω Λιόσα». Χαμογέλασε. Αν το βούλωνε και αυτός ο ενοχλητικός που λίγα μέτρα πιο κει θρηνούσε το αυτοκίνητό του που το είχε πατήσει μια νταλίκα έξω από το λιμάνι θα κατέβαζε πολλές ακόμη λαμπρές ιδέες. Είχε έμπνευση, το ένιωθε. Βάζοντας ξανά το μπλοκάκι στη τσέπη του προχώρησε προς την πρύμνη. Εκεί στεκόταν ακουμπισμένος στην κουπαστή ένας άλλος άνδρας. Μικρόσωμος, γύρω στα σαράντα πέντε, μαυριδερός. «Σαν Πακιστανός» σκέφτηκε.
«Τσιγάρο?» είπε ο Σανπακιστανός προσφέροντάς του ένα Καρέλια Slims.
«Ευχαριστώ, έχω τα δικά μου» είπε ο Εφραίμ βγάζοντας το πακέτο που κοσμούσε η μάυρη φιγούρα μιας τσιγγάνας που χορεύει.
«Ζιτάνες?» ρώτησε σηκώνοντας ελαφρά το φρύδι ο Πιέρ.
«Παλιό μου κόλλημα»
«Γαλλίδα γκόμενα?»
«Ελληνίδα. Είχε λόξα με τον δίσκο του Al Stewart, το Year Of the Cat”
O Πιέρ δεν απάντησε. Δεν τον είχε ακουστά αυτό το αλάνι που έλεγε ο συνταξιδιώτης του.
«Ενας Εγγλέζος μουσικός είναι, είχε βγάλει έναν δίσκο το εβδομηντατόσο που στο εξώφυλλο φαινόταν έναν πακέτο Ζιτάν. Τα πήρα για να κάνω φιγούρα στη γκόμενα και μου έμεινε συνήθειο» είπε ο Χαρούπης βγάζοντας από τη δύσκολη θέση τον συνομιλητή του.
«Πιέρ» είπε απλώνοντας το χέρι ο μαυριδερός. «Οι φίλοι μου με λένε και Πατέντα»
«Χαρούπης. Εφραίμ Χαρούπης» ανταπέδωσε τη χειραψία και στη συνέχεια άναψε το τσιγάρο του με τον κόκκινο αναπτήρα που του πρότεινε ο Πιέρ. Δεν μπόρεσε να μην προσέξει το σήμα του Ολυμπιακού και τις λέξεις Gate 7 γραμμένες επάνω του.
«Γαύρος είσαι μεγάλε?»
«Πειράζει?»
«Τους αλλόθρησκους μόνο. Κι εγώ Ολυμπιακός είμαι. Πιέρ? Δεν φαίνεσαι για Γάλλος»
«Εγώ βλέπεις είχα γκόμενα μια γαλλιδούλα το 86. Έμεινα μαζί της στο Παρίσι κανα χρόνο. Γαλλικά δεν έμαθα, αλλά μου έμεινε το όνομα. Πέτρος Βαρουφάκης λέγομαι. Καμμία συγγένεια» έσπευσε να συμπληρώσει
«Το άλλο? Πώς το είπες? Πατέντας. Πώς κι έτσι?»
«Είμαι ευρεσιτέχνης» είπε κοκκινίζοντας ο Πιέρ. Τουλάχιστον προσπάθησε να κοκκινίσει γιατί με το φυσικό του σκούρο δέρμα το αποτέλεσμα ήταν ένα ανησυχητικά βαθύ μωβ.
«Ενδιαφέρον» είπε ο Εφραίμ και έβαλε μια Nicorette στο στόμα. «Και για τι είδους ευρεσιτεχνίες μιλάμε?»
«Διάφορα, διάφορα. Να, ας πούμε τώρα κατεβαίνω στα Κύθηρα για να παρουσιάσω στην Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας μια νέα μου πατέντα για παραγωγή ενέργειας από τη θάλασσα.»
Ο Εφραίμ ξεροκατάπιε. «Παραγωγή ενέργειας? Από τη θάλασσα? Ωωω ρε μάνα μου γλέντια!!!» σκέφτηκε ενώ ένιωσε να του τρέχουν τα σάλια. Έβγαλε τα Gitanes από τη τσέπη και άναψε ένα αφού έφτυσε την τσίχλα. «Για μίλα μου γι’ αυτήν την μπαντέντα» είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά, την πρώτη μετά από δύο χρόνια και πρώτη από πολλές γερές, πολύ γερές ρουφηξιές για το επόμενο διάστημα.
Οι δύο άνδρες μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις επόμενες ένδεκα ώρες (το πλοίο για άγνωστο λόγο έκανε δύο παραπάνω από τις προγραμματισμένες εννιάμιση, φυσούσε βέβαια και νοτιάς δύο μποφώρ). Πότε πότε ο Πιέρ σχεδίαζε κάτι σε ένα τετράδιο που είχε πάντα μαζί του και το έδειχνε στον Χαρούπη ενω ταυτόχρονα κουνούσε τα χέρια του στον αέρα. Εκείνος πάλι παρακολουθούσε με προσοχή και κρατούσε σημειώσεις. Κάποια στιγμή πήρε κάποιον στο τηλέφωνο και το έδωσε στον Πιέρ να μιλήσει. Όλα αυτά σας τα λέμε για να καταλάβετε πως η κουβέντα ήταν πολύ-πολύ σοβαρή. Το καταλάβατε, έτσι δεν ειναι? Να προσθέσουμε πως η σοβαρή αυτή συζήτηση γινόταν όλο και πιο εγκάρδια όσο περνούσαν οι ώρες
«Λοιπόν, κάτι μου λέει πως εμείς οι δύο θα γίνουμε πολύ καλοί φίλοι» είπε ο Χαρούπης βάζοντας το χέρι του πάνω στους ώμους του Πιέρ του Πατέντα ενώ χάνονταν στις σκιές του λιμανιού στο Διακόφτι.
Πενήντα μέτρα πιο πέρα κρυμμένος πίσω από μια κολόνα ένας άντρας τους ακολουθούσε με το βλέμμα, ανέκφραστος.
Ο Μανώλης Κασιμάτης περνούσε πάντα απαρατήρητος. Μοναχικός, λιγομίλητος, ντροπαλός. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να υποψιαστεί πως ο οστεώδης διοπτροφόρος σαραντάχρονος με το μουστάκι ήταν ο ατσάλινος Μεσαρίτης, ο ιπτάμενος φύλακας του Τσιρίγου, ο ακατάβλητος ΥπερΚασιμάτης. Ή, για να είμαστε ακριβείς, ο ιπτάμενος φύλακας του Μέσα Δήμου. Υπομονή και θα σας εξηγήσουμε, μισό λεπτό μόνο να πιούμε μια μπύρα.
Πού είχαμε μείνει? Α, ναι.
Ο Μανώλης ήταν το μόνο αγόρι από έξι αδέλφια. Καθώς ήταν και ο μεγαλύτερος είχε αναλάβει τον ρόλο του πατέρα όταν οι γονείς τους χάθηκαν συμμετέχοντας σε ανθρωπιστική αποστολή στην Ανγκόλα. Δεν τα κατάφερε ποτέ να τελειώσει το γυμνάσιο καθώς έπρεπε να δουλεύει για να ταίσει έξι στόματα, τα πέντε εκ των οποίων είχαν το δύσκολο έργο να θρέψουν κορμί κήτους. Οι αδελφές του δύστυχου Μανώλη έδιναν στον όρο «παχυσαρκία» νέα, XXXXL διάσταση. Όλοι στο νησί γνώριζαν την πονεμένη ιστορία του Μανώλη και τον συμπονούσαν μεν, αλλά ο αγαθός του χαρακτήρας, το σκελετώδες παράστημά του και η έντονη Τσιριγώτικη προφορά του τον καθιστούσαν μόνιμο στόχο πειραγμάτων, καμιά φορά όχι και τόσο αθώων. Αυτό που δεν γνώριζε κανείς όμως, είναι πως ο μυστακοφόρος αδύνατος αυτός άνδρας που το καλοκαίρι πουλούσε σεμπρεβίβες στους τουρίστες έκρυβε ένα τρομερό μυστικό. Εμείς είμαστε σίγουροι πως δεν θα το πείτε πουθενά κι έτσι θα σας το αποκαλύψουμε αποκλειστικά από τη Dragonera Rossa:
Όταν ήταν έφηβος ο Μανώλης, δεκάξι χρονών περίπου, είχε δουλέψει για πρώτη φορά μετά την απώλεια των γονιών του μαζεύοντας ελιές στα λιόφυτα μιας μακρινής του θείας. Η γραία λυπήθηκε το κοκκαλιάρικο ανήψι της και θέλοντας να τον δυναμώσει του πρόσφερε κάθε πρωί μια κούπα κατσικίσιο γάλα. Ο μικρός το έπινε με βουλιμία αλλά δεν έλεγε να βάλει δράμι, ίσως γιατί μετά δούλευε μέχρι να νυχτώσει χωρίς άλλο φαγητό. Γυρνώντας στο σπίτι αργά το βράδυ δεν έβρισκε τίποτε φαγώσιμο καθώς οι αδελφές του είχαν φάει μέχρι και τα πιάτα. Το μόνο που έμενε στον μικρό βιοπαλαιστή ήταν να φάει μερικά λαδοπαξίμαδα και να πέσει για ύπνο.
Ώσπου ένα βράδυ ο μικρός Μανώλης μη βρίσκοντας τίποτε να βάλει στο στόμα του και με το στομάχι του να γουργουρίζει στον ρυθμό της Παπαδοπαναγιώταινας σε μια σπάνια έκρηξη οργής έσφιξε τις γροθιές του, πήρε μια βαθιά ανάσα άνοιξε διάπλατα το στόμα του και ούρλιαξε. Ούρλιαξε τόσο δυνατά που οι αδελφές του έντρομες το έβαλαν στα πόδια, προσπάθησαν δηλαδή καθώς τα πόδια τους θύμιζαν φιάλες υγραερίου και δύσκολα κουνιόντουσαν. Τους πήρε δέκα λεπτά να βρουν τρόπο να βγουν από τη πόρτα καθώς το άνοιγμά της ήταν μόνο ένα μέτρο και όλη αυτή την ώρα ο Μανώλης ούρλιαζε βρίζοντας θεούς και δαίμονες, καταριόμενος τη μαύρη τύχη του που τον έφερε να έχει πέντε αχάριστες και αναίσθητες βουβάλες για αδελφές. Μετά από αρκετές προσπάθειες και μαλλιοτράβηγμα τα κορίτσια βγήκαν έξω και μόνος ο Μάνος (τόπιασες;) και ξέπνοος πια, κάθισε τρέμοντας από την ένταση. Θυμήθηκε τους γονείς του. Έφερε στο νου του εκείνες τις φορές που πήγαινε με τους γονείς του στο καφενείο τις Κυριακές μετά την εκκλησία. Ο πατέρας του έπαιρνε ένα τσιπουράκι, η μαμά τσάι του βουνού, οι αδελφές του έτρωγαν τα πρόσφορα κι αυτός έπινε μια πορτοκαλάδα. Μπλέ, χωρίς ανθρακικό, για να μη «χαλάσει το στομαχάκι του». Τσιπουράκι, το τσιπουράκι του μπαμπά… η θεία είχε πάντα ένα μπουκάλι πρόχειρο για να κερνάει τον ταχυδρόμο που της έφερνε τη σύνταξη, αυτό κι ενα λουκούμι. Ίσως και κάτι ακόμη που ο Μανώλης δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα τα χάχανα της κατά τα άλλα αγέλαστης θείας. Τσιπουράκι… Με χέρι που έτρεμε από οργή κι εξάντληση ο Μανώλης έβαλε λοιπόν να πιεί μιά τσιπούρα. Τη πρώτη στη ζωή του.
Υποθέσεις μόνο μπορούν να διατυπωθούν για το τι συνέβη αμέσως μετά καθώς μόνος που θα μπορούσε να μας διαφωτίσει θα ήταν ο ίδιος ο Μανώλης, όμως ούτε κι αυτός ο ίδιος θυμάται. Τα μόνο στοιχεία που έχουμε είναι βάσει όσων έχει καταθέσει η αδελφή του η Μεταξία που όταν είδε τον αδελφό της λιπόθυμο είχε την στοιχειώδη ευφυΐα να καλέσει σε βοήθεια τον Γαβρίλη, τον εκκεντρικό κτηνίατρο του νησιού που έμενε εκεί κοντά. Ο Γαβρίλης Κασιμάτης ήταν εξαιρετικός επιστήμων, όμως καθώς ήταν αλλεργικός στο τρίχωμα των ζώων προτιμούσε να ασχολείται με τη συλλογή γραμματοσήμων του, τη συντήρηση της μοτοσυκλέτας του (μιάς σπάνιας Vincent Black Shadow), τα κατοικίδιά του και να παίζει την άρπα του, κληρονομιά από την Αυστριακή προγιαγιά του. Οι Τσιριγώτες γενικά τον συμπαθούσαν αν και δεν του συγχώρησαν ποτέ την διασκευασμένη για άρπα και όμποε εκτέλεση της «Πορτοκαλιάς του Καραβά» που είχε παίξει το 2008 στον χορό του Λιβαδιού ντουέτο με τον γεωπόνο, τον Γιώργο Κασιμάτη, γεγονός που οδήγησε σε ταραχές που κράτησαν μία εβδομάδα με αποκορύφωμα την εμφάνιση γκραφίτι στον τοίχο του δημαρχείου και το αναποδογύσιαμα ενος κάδου απορριμάτων μέχρι που τα πνέυματα ηρέμησαν με παρέμβαση του Μητροπολίτη. Η μοίρα το έφερε ο Γαβρίλης να γίνει ο μόνος άνθρωπος που ήξερε την αλήθεια για τον Μανώλη.
Διαβάζοντας το ημερολόγιό του μαθαίνουμε τα εξής:
«Φατσάδικα, 13/11/1990: Στις εννιά το βράδυ και ενώ έπαιζα στην άρπα την νέα μου διασκευή του «Τσιριγώτικου», άκουσα να με καλούν από τον δρόμο. Ήταν η νεαρή Μυρτώ Κασιμάτη, αδελφή του Μανώλη. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι έλεγε γιατί ήταν ταραγμένη και μασουλούσε μια φρατζόλα ψωμί. Αφού της απέσπασα τη φρατζόλα από τα χέρια η Μυρτώ με δάγκωσε στο πρόσωπο και τα χέρια αναγκάζοντάς με να καταφύγω στην τουαλέτα για να σωθώ. Μετά από διαπραγματεύσεις συμφώνησα να της δώσω πίσω το ψωμί της αρκεί να μου πει τι θέλει και να μην φάει τον σκύλο μου. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να σώσω τον πολυαγαπημένο μου γάτο τον Χαρχούλη. Μου είπε πως ο αδελφός της ο Μανώλης βρίσκεται αναίσθητος στο πάτωμα του σαλονιού τους και πως αν δεν της έδινα πίσω τη φρατζόλα ο σκύλος την είχε βάψει. Όταν έφτασα το παιδί είχε αρχίσει να συνέρχεται όμως βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Ήλεγξα τις ζωτικές του λειτουργίες, δεν φαινόταν να έχει κάτι το ανησυχητικό κι έτσι συνέστησα απλώς να αναπαυθεί και να φάει μια δυναμωτική κρεατόσουπα».
«Φατσάδικα, 14/11/1990: Επισκέφθηκα τον μικρό Μανώλη για να δω την κατάσταση της υγείας του. Ο μικρός φαινόταν μια χαρά καθώς κοιμήθηκε όλη μέρα. Δυστυχώς την κρεατόσουπα την έφαγαν όλη οι αδελφές του. Ο μικρός παραπονιέται πως όλοι φωνάζουν σήμερα. Είναι περίεργο, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο αφού οι αδελφές του είναι διαρκώς μπουκωμένες. Συνέστησα περαιτέρω ανάπαυση. Και σούπα.»
Λίγους μήνες μετά γράφει: (δεν πειράζει που παραλείψαμε τα ενδιάμεσα, ε;)
«Φατσάδικα 22/6/1991: Μετά από έρευνα οκτώ μηνών, πιστεύω πως έχω επιτέλους την εξήγηση του μυστηρίου της ξαφνικής εμφάνισης των εκπληκτικών υπερδυνάμεων του νεαρού Μανώλη Κασιμάτη:
Το υποκείμενο κατανάλωνε επί σειράν εβδομάδων κατσικίσιο γάλα προερχόμενο από την ζούλα της κυρίας Μαρούλης Κασιμάτη. Το εν λόγω ζώο είχε προηγουμένως φάει μία μπαταρία αυτοκινήτου, ένα μεγάλο κομμάτι λάστιχο από τρακτέρ, μια τσάντα γνήσια απομίμηση Gucci, καθώς και ραδιενεργά ιατρικά απόβλητα από το ακτινολογικό εργαστήριο του νοσοκομείου Κυθήρων τα οποία μαζί με άλλα απορρίμματα βρισκόταν πεταμένα σε παρακείμενο αγρό. Αποτέλεσμα αυτού το γάλα της περιείχε υψηλή συγκέντρωση μολύβδου και μετρήθηκαν υψηλά επίπεδα ραδιενεργούς ακτινοβολίας. Επίσης ανακάλυψα πως τα παξιμάδια τα οποία κατανάλωσε το υποκείμενο περιείχαν λάδι προερχόμενο από ελαιόδενδρα ψεκασμένα -άγνωστο πώς- με χημική ουσία η οποία δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο, την Nukem45 οποία είχαν χρησιμοποιήσει πειραματικά μετά τον πόλεμο οι Αμερικάνοι για να ελέγξουν τον δάκο, την μουχρίτσα και τον κομμουνισμό. Αφού τα στοιχεία αυτά έφτασαν σε κρίσιμη συγκέντρωση στον οργανισμό του, χρειαζόταν απλά ένας καταλύτης για να γίνει αυτή η εντυπωσιακή μετάλλαξη του νεαρού Μανώλη σε αυτό που ονομάζω Homo Superius Tsirigotalius, και αυτό ήταν το τσιπουράκι που ήπιε σε συνδυασμό με την έκρηξη αδρεναλίνης που προκάλεσε το οργισμένο ξέσπασμά του. Η επίδραση του καταλύτη είναι μόνιμη, όμως αν δεν καταναλώσει παξιμάδι, οι υπερδυνάμεις του μετά από περίπου 22 λεπτά της ώρας εξαφανίζονται εντός δευτερολέπτων. Σημειώνω πως ο ίδιος ο Μανώλης αποφάσισε να αποκαλείται «Σουπερ Κασιματης» και να υπηρετήσει τον νόμο, τη δικαιοσύνη και πάνω και από αυτά ακόμη αν χρειαστεί τα συμφέροντα του Τσιριγώτικου λαού χωρίς ποτέ να αποκαλυφθει η αληθινή του ταυτότητα και χωρίς κανένα όφελος για τον ίδιο. Την επιθυμία του βασανισμένου αγαθού και ανιδιοτελούς αυτού νέου θα την σεβαστώ»
Μισοκρυμμένος στην αγκαλιά του σκοταδιού κάπου στην άκρη της προβλήτας στο Διακόφτι ο Τσιριγώτης τιμωρός (γιατί αυτός ήταν φίλοι αναγνώστες ο ανέκφραστος άνδρας που αναφέραμε) παρακολουθεί τον Πιέρ τον Πατέντα και τον Χαρούπη να φεύγουν αγκαλιασμένοι. Ξέρει τα πάντα. Χάρη στην απίστευτη ακοή του (θα μιλήσουμε σύντομα για τις υπερδυνάμεις του) παρακολούθησε όλη τη συζήτηση των δύο ανδρών λέξη προς λέξη, από τον τσιγαρόβηχα του Χαρούπη και τις πορδές που άφηνε επιδέξια ο Πιέρ νομίζοντας πως δεν τις ακούει κανείς μέχρι και τη τελευταία λεπτομέρεια του σχεδίου τους. Ο Μανώλης αναπνέει αργά τον νοτισμένο αέρα της αγαπημένης του πατρίδας, το μυαλό του τρέχει σαν αφηνιασμένο άτι, η καρδιά του πάλλεται, τα μάτια του καίνε, κατουριέται και λίγο.
Τι θα κάνει λοιπόν το καμάρι του Τσιρίγου? Η συνέχεια στο επόμενο φίλες και φίλοι.
END OF PART ONE, BUT SUPER KASIMATIS WILL RETURN IN
«ΚΥΘΗΡΑΪΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.»
STAY TUNED
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Ελεωνόρα Κουχλούμπερη-Watson γεννήθηκε το 1963 στο Αμβούργο απο γονείς Μικρασιατικής καταγωγής. Από το 1970 μέχρι το 1987 έζησε στην Αθήνα όπου τελείωσε το λύκειο και σπούδασε γεωλογία στο ΕΜΠ και στη συνέχεια έκανε το μεταπτυχιακό της στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ όπου ασχολήθηκε με τη σεισμολογία. Εκεί γνώρισε και τον σύζυγό της Archibald Watson με τον οποίο υπήρξαν συμφοιτητές. Μετά τον τραγικό θάνατο του συζύγου της σε ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του στο Isle of Man το 1990 η Ελεωνόρα πηγαίνει στην Ινδία όπου με τη καθοδήγηση του μαχαρίσι Ντιβάν Ραβιραμπανί κάνει διαλογισμό και γιόγκα. Το 1994 επισκέπτεται τα Κύθηρα τα οποία λάτρεψε από τη πρώτη στιγμή. Λίγους μήνες αργότερα αποφασίζει να αγοράσει σπίτι στο νησί. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά και Ινδικά. Στα έργα της περιλαμβάνονται: Tectonic Gaps of the Indian Subcontinent and Eastern Mediterranean Volcanic Activity Connection (Mumbai University Press, 1992), The Real Yoga Workout (BS and Moοre, 1993), Η Ινδική Κουζίνα για Έλληνες (Εκδόσεις Τάγαρη, 1996), Kytherean Cuisine For The Indian Gourmet (BS and Moore, 1996), Das Inseln Der Phantomas (Scheuble, 1998), Οι Ψυχές της Σμύρνης (Λιβάνης 2003), Ελληνο-Ινδικό λεξικό για Αρχάριους Γιόγκι (Πύρινος Κόσμος, 2005), The Mystery Of The Black Zula (Fats and Brickell, 2008), Λενιώ, η Προσφυγοπούλα από το Αϊβαλί (Λιβάνης, 2011), Ο Γιόγκι και Το Χιόνι (Λιβάνης, 2012).
Η Ελεωνόρα Κουχλούμπερη-Watson μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στα Κύθηρα, την Αθήνα, τη Ζυρίχη και την Πούρνα της Ινδίας ενώ ετοιμάζεται να δημοσιεύσει το νέο της βιβλίο με τίτλο Super K από τις εκδόσεις Dragonera Rossa εντός του 2016.