Η καλύβα στο βουνό, II
του Ανδρέα Κουτσουβά
Πάντοτε με περίμεναν με τσιριχτές από το κρύο φωνούλες και πετώντας κάτω-πάνω απ’ τη συκιά άνοιγε το πρωινό χαρούμενο όταν οι αχτίνες μάς έφταναν στο προαύλιο και με χαρούμενα τιτιβίσματα πετούσαν όλο και πιο κοντά μου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου, αλλάζαμε φιλικές ματιές, ψιθύριζα χαριτωμένες ζεστές λεξούλες αγάπης που τις γνώριζαν…