Πόσο κοστίζει τελικά ένα καρβέλι ψωμί;
του Δημήτρη Κουτραφούρη

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Σε πολλές διαλεκτικές συγκρούσεις ανακύπτει ένα ζήτημα εξόχως πολιτικό: πώς η νομιμότητα από ανάγκη ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων μετατρέπεται σε ιδεολογία κυριαρχίας και πώς η νομιμοφροσύνη από ηθική στάση του ευσυνείδητου πολίτη μπορεί να μετατραπεί σε ταξική ενδοτικότητα. Δυο-τρεις φορές, το ζήτημα της νομιμότητας μέσα σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανομίας, έχει απασχολήσει και τις σελίδες μας: οι παρεμβάσεις Καλοβυρνά – Χαρχαλάκη (για την ‘‘βεβήλωση’’ του δημοτικού μεγάρου με γκράφφιτι) και Μαριάτου – Λευθέρη (για τον ορισμό του διαδικτυακού διαμοιρασμού ως κλοπής) κινήθηκαν, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ανεπίγνωστα, πάνω σε αυτό το δίπολο. Ακόμα κι όταν εξετράπησαν από το θέμα τους σε δευτερεύουσες ατραπούς, συζητούσαν το εξής: αυτοί που δεν αντέχουν οικονομικά και ηθικά να ζουν σε έναν κόσμο όπου έχουν εμπορευματοποιηθεί τα πάντα πρέπει να σιωπήσουν ή ‘‘δικαιούνται’’ να εφαρμόζουν τους νόμους κατά το δοκούν; Συνακόλουθα ερωτήματα που τίθενται στον καθένα προσωπικά αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας και ζητούν μια πολιτική και όχι νομική απάντηση: Πώς ορίζουμε μια παραβατική συμπεριφορά άλλοτε ως αντικοινωνικό τεντιμποϊσμό και άλλοτε ως πράξη δικαιολογημένης αντίστασης; Ποιο ηθικό περιεχόμενο αποδίδουμε σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής έναντι των νόμων μιας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας; Εκατόν πενήντα χρόνια μετά, δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα ποια τιμωρία αρμόζει στον Γιάννη Αγιάννη και το κλεμμένο του καρβέλι…

Σε αυτό το πλαίσιο αναδημοσιεύουμε την επιστολή ενός ανθρώπου που πίστεψε ότι θα νικήσει την Τρόικα με την τακτική του Ντάριο Φο*. Είναι η περίπτωση ενός ανθρώπου που είτε δεν είχε την δυνατότητα να εκπληρώσει την υποχρέωση καταβολής διοδίων είτε πείστηκε αφελώς από το Κίνημα ‘‘Δεν πληρώνω’’ στο οποίο συμμετείχε ότι δικαιούται και δύναται να αποφύγει τις επιταγές του κράτους. Το κράτος, όμως, σε αντίθεση με τους φιλήσυχους κι εκδικητικούς νοικοκυραίους ή με τους εξεγερμένους και ηττημένους ακτιβιστές, δεν πονάει, δεν συλλυπάται, δεν νοιάζεται, δεν εκδικείται˙ απλώς λογαριάζει: 178 πράξεις ανέξοδης αντίστασης ίσον είκοσι μία χιλιάδες επτακόσια ογδόντα επτά ευρώ και είκοσι λεπτά φορολογικής αλλά και σωφρονιστικής επανόρθωσης!

2016.02.07 (2)

Συνιστάται, όπως πάντοτε, κριτική ανάγνωση:

Μια απάντηση πριν καταντήσω βορά του συστήματος

Ευχαριστώ για την συμπαράσταση, και τη δημοσίευση, είναι ένα θέμα που μόνο αν πάρει διαστάσεις μπορεί να λυθεί. Και πρέπει να δώσω μερικές εξηγήσεις σε μερικούς που είναι η καλή και νόμιμη κοινωνία και σχολιάζουν με κακεντρέχεια αυτό που συμβαίνει σε μένα προσωπικά, αλλά και σε πολλούς άλλους. Πρώτα να πω ότι δεν έθιξα κανέναν προσωπικά, κανένας από σας δεν πλήρωσε για τα διόδια μου, ούτε οι υπάλληλοι στα γκισέ των διοδίων δεν θα πάρουν σύνταξη εξ αιτίας μου. Δεν πλήρωνα γιατί δεν μου περίσσευαν να πληρώσω και γιατί νόμιζα ότι οι δρόμοι έχουν πληρωθεί από το δημόσιο πάνω από το κανονικό και ότι τα διόδια είναι ένα άλλο χαράτσι που δεν πρέπει να πληρωθεί γιατί τα χρήματα δεν πάνε στο κράτος αλλά στους μεγαλοεργολάβους και τους δανειστές. Ό,τι έγινε ήταν στα πλαίσια της αντίστασης που αντέτασσε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ενάντια σε όλα τα χαράτσια.

Το σύνθημα Δεν Πληρώνω ήταν η πιο ριζοσπαστική έκφραση της κοινωνίας που εξαθλιωνόταν. Μέσα από την πρακτική του Δεν Πληρώνω καταλυόταν στην πράξη και το μνημόνιο και όλοι οι μνημονιακοί νόμοι. Ήταν μια ριζοσπαστική πρακτική την οποία υιοθετούσε και το ΚΚΕ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, και βέβαια το κίνημα Δεν Πληρώνω το οποίο γεννήθηκε από την ανάγκη να αγωνιστούμε συλλογικά. Τα διόδια ήταν ένας μόνο τομέας αυτού του αγώνα γιατί σου στερούσαν την χρήση γρήγορων και ασφαλών δρόμων αν δεν πλήρωνες. Υπήρχε και κάτι άλλο στα διόδια, πιο άμεσο, το οποίο βοήθησε το κίνημα να πάρει διαστάσεις: ήταν η αίσθηση, τουλάχιστον έτσι το ένιωθα εγώ, ότι παίρνεις πίσω κάτι που σου ανήκε δικαιωματικά. Γιατί οι δρόμοι είναι κοινωφελή έργα και ανήκουν στους πολίτες και όχι στο κράτος και τους μεγαλοεργολάβους. Για όσους νόμιζαν ότι το κράτος είχε αλωθεί από την Τρόικα και η χώρα είχε παραδοθεί με το μνημόνιο στους εργολάβους, το να μην πληρώσεις ήταν πολιτική πράξη και όχι λαμογιά.

Όσοι δεν πλήρωναν δεν το έκαναν για μαγκιά αλλά γιατί αδυνατούσαν να πληρώσουν και γιατί δεν το θεωρούσαν σωστό. Το ότι αυτό το κίνημα είχε απήχηση στην κοινωνία φαίνεται από τον τρόπο που το αντιμετώπισαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις. Έκαναν καινούργιους νόμους ποινικοποιώντας την αντίσταση και βάζοντας εξοντωτικά πρόστιμα. Όμως αυτό δεν έκαμψε την αντίσταση και δεν σταμάτησε την πορεία για τη νίκη της αριστεράς, όπως φάνηκε στις 25 Ιανουαρίου του 2015. Ήταν η νίκη των κινημάτων που ενέπνεαν την ελληνική κοινωνία, όπως οι καθαρίστριες και οι απολυμένοι της ΕΡΤ, και που πίστευαν ότι με την αριστερά στην κυβέρνηση θα αλλάξουν αυτοί οι τρομοκρατικοί νόμοι. Και πράγματι μερικές κινήσεις που έγιναν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση, με την απαλλαγή από τα πρόστιμα των ανέργων που πιάστηκαν χωρίς εισιτήριο ή με την επαναπρόσληψη των καθαριστριών και το άνοιγμα της ΕΡΤ.

Το καλοκαίρι λοιπόν του 2015 μου ήρθε να πληρώσω και εμένα το πρόστιμο από τα διόδια της Εγνατίας το ποσό των 21.787,20 Ευρώ για 178 διελεύσεις κόστους 427,20. Πρώτη παράβαση 22/11/2013 και τελευταία 25/06/2015. Από αυτά, τα 8.400 βεβαιώθηκαν από την εφορεία, μέσω ενός νόμου που μετατρέπει τον κρατικό μηχανισμό σε εισπράκτορα προς όφελος των Α.Ε. όπως είναι και η Εγνατία, και τα οποία πρέπει να πληρωθούν έως τις 29/02/2016. Φυσικά το ποσό είναι τεράστιο και, παρόλο που δεν έχω άλλα χρέη, μου είναι αδύνατο να το πληρώσω, και αφού αποφάσισα να το δημοσιοποιήσω έγινε για λίγο πανελλήνιο θέμα. Από την μια πλευρά, από αλληλέγγυους δημοσιογράφους όπως από το Κόκκινο Θεσσαλονίκης, την ΕΡΤ Open και άλλους που στάθηκαν στην κοινωνική, ηθική και πολιτική διάσταση του θέματος. Και από την άλλη, από συστημικά κανάλια όπως το MEGA, ιδιοκτησίας του Μπόμπολα με άμεσα συμφέροντα από την καταβολή διοδίων, και το Ε, όπου ναι μεν καταλάβαιναν την κατάσταση, άνεργος με δυο παιδιά, αλλά το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν ήταν προσέξτε εσείς τηλεθεατές, βλέπετε τι παθαίνουν αυτοί που έχουν τέτοιες προβατικές συμπεριφορές.

Αυτό γίνεται σε μια περίοδο όπου πολλαπλασιάζονται οι δίκες προς τα μέλη του κινήματος Δεν Πληρώνω, και που συνεχίζουν οι κατασχέσεις για χρέη τα οποία κανείς δεν κοιτά αν μπορούν να πληρωθούν. Το κράτος αποκτά μια μαφιόζικη συμπεριφορά όπου τους νόμους τους κάνουμε για το στενό προσωπικό μας συμφέρον και όποιος τους παραβαίνει δεν θα γλυτώσει ποτέ. Την περίοδο αυτή ζούμε ξανά την περίοδο πριν τις 25/01/2015 όταν η τρόικα γύριζε σαν κυρίαρχος στα υπουργεία θέτοντας τους νόμους που θα ψηφίσει το ελληνικό κοινοβούλιο. Όμως κάτι έχει αλλάξει γιατί τα ψέματα έχουν κοντά πόδια, όλη η κοινωνία είναι σε αναβρασμό η εμπιστοσύνη και η ελπίδα προς την κυβέρνηση της ‘‘Αριστεράς’’ χάνεται μέσα στις κινητοποιήσεις.

Σήμερα είναι ανάγκη να ριζοσπαστικοποιήσουμε ακόμη περισσότερο τον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων και των μνημονιακών νόμων. Εγώ σήμερα νοιώθω στο πετσί μου τη βαρβαρότητα του συστήματος την οποία πολεμούσα και θα συνεχίσω να πολεμώ. Η ανυπακοή σε καταχρηστικούς νόμους και ο αγώνας για την κατάργησή τους δεν πρέπει να καμφθεί. Η νίκη θα έρθει μέσα από αγώνες και συλλογικές δράσεις και με αλληλεγγύη σε κάθε συμπολίτη που έχει ανάγκη και δεν μιλώ μόνο για μένα αλλά και όλους που βρίσκονται δίπλα μας και υποφέρουν σιωπηλά.

Με εκτίμηση Γιώργος Θεοφάνου.

Πηγή: LIFO.gr


* «Non si paga! Non si paga!»: πολιτική φάρσα (1974) του ιταλού νομπελίστα Dario Fo που μεταφέρθηκε στην ελληνική σκηνή με τον τίτλο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!». [Είχε προηγηθεί (1940) κωμωδία του Eduardo de Filippo με παρόμοιο τίτλο (Non ti pago).]

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

8 σκέψεις για το “ Πόσο κοστίζει τελικά ένα καρβέλι ψωμί;
του Δημήτρη Κουτραφούρη

  1. Ο άνθρωπος αυτός, αν και αφελής, γιατί δεν ήταν πληροφορημένος ότι η μη εφαρμογή του νόμου στην Ελλάδα, σε άλλους κοστίζει πολλά και σε άλλους τίποτα, ήταν παρ’ όλα αυτά τολμηρός. Προτείνω σε όσους αρέσει η ιδεολογία του, να τον μιμιθούν και να μην τον αφήνουν μόνο του, «ξυπόλυτο στ’ αγκάθια» να βγάλει το «φίδι από την τρύπα», υποστηρίζοντάς τον αποκλειστικά και μόνο «από τον καναπέ». Προσωπικά, και όσον αφορά την αναφορά του ονόματός μου σε αυτό το άρθρο, δεν έχω την τόλμη αυτού του ανθρώπου, αλλά ούτε και την αφέλειά του. Πιστεύω ότι πρέπει να προσπαθούμε να αλλάξουν οι άδικοι νόμοι, αλλά μέχρι να αλλάξουν, πρέπει να τους εφαρμόζουμε. Άλλοι ήπιαν κώνειο για να μην παρανομήσουν. Δεν νομίζω ότι θα τους προσάπταμε ότι ήταν «ταξικά ενδοτικοί» :).
    Καλημέρα σε όλους!

  2. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εκτεταμένο σχόλιο στο προηγηθέν άρθρο του Δημήτρη και ειδικά στο απόσπασμα: «πώς η νομιμότητα από ανάγκη ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων μετατρέπεται σε ιδεολογία κυριαρχίας και πώς η νομιμοφροσύνη από ηθική στάση του ευσυνείδητου πολίτη μπορεί να μετατραπεί σε ταξική ενδοτικότητα».
    Η νομιμότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά αποτέλεσμα της ανάγκης ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, γεγονός που καθιστά την ύπαρξη της ανάγκης αυτής ουσιαστική της προϋπόθεση. Η νομιμοφροσύνη, αποκομμένη λογικά και χρονικά από την ανάγκη να ρυθμιστούν οι κοινωνικές σχέσεις, αποτελεί φυσικά στείρα τακτική που «λατρεύει την κτίσιν παρά του κτίσαντος» και μόνο ως παράσιτη συμπεριφορά οφείλει να αντιμετωπίζεται (ενδεχομένως και με ψυχαναλυτικά εργαλεία).
    Έτσι, περισσότερο από οποιαδήποτε πολιτική πράξη και στάση αντίστασης, οι νόμοι διαμορφώνονται –τουλάχιστον στις δικές μας, τις δυτικές δημοκρατίες- σε διαρκή διάλογο με τις ανάγκες των μαζών. Στο παράδειγμα του παράνομου downloading, πιο ισχυρή πιστεύω πως είναι η κοινή απαίτηση να αναγνωριστεί ως τρόπος νόμιμος πρόσβασης στα προϊόντα πολυμέσων και οι σύγχρονοι νόμοι να εξασφαλίσουν με εναλλακτικούς τρόπους την αμοιβή των δημιουργών, ενώ, μόνο σε ένα δεύτερο επίπεδο εντοπίζεται η πολιτική απαίτηση για τον εκδημοκρατισμό της γνώσης και της τέχνης. Αν επρόκειτο μόνο για το δεύτερο, η αποδοχή της τακτικής αυτής θα ήταν καταδικαστέα από τις μάζες -ή τουλάχιστον όχι τόσο αποδεκτή-, οι οποίες σχεδόν τυφλά και ενστικτωδώς επιβάλλουν τις ανάγκες τους στους νόμους. Για όσους από εμάς όμως, ενδιαφερόμαστε για κάτι περισσότερο από την απλή ικανοποίηση των αναγκών μας, η αυτόματη στάση της μάζας δεν πρέπει να θεωρείται πρόβλημα, αλλά επιπλέον όπλο.
    Ενδεχομένως αυτή η γενίκευση μιας απαίτησης, έστω και μη ολότελα συνειδητοποιημένης, είναι τα κλειδί για τις πολιτικές αλλαγές. Πράγμα που δυστυχώς δε συνέβη στο παράδειγμα του κινήματος «Δεν Πληρώνω». Εάν η τακτική του να σηκώνεις τις μπάρες και να περνάς χωρίς να πληρώνεις τα διόδια είχε γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία, τότε θα είχε αποφέρει καρπούς και δε θα μιλούσαμε για έναν «γραφικό» τύπο που έπεσε «θύμα» μιας επικίνδυνης ιδέας που απέτυχε, αλλά για έναν πραγματικό ήρωα των αγώνων για δικαιοσύνη.
    Η μαζικότητα, λοιπόν αυτή, είναι μια έξωθεν κρούση προς το σύστημα ώστε να αποδεχτεί μια καινούργια συμπεριφορά ως μέρος του και να εξομαλύνει τη σύγκρουση εντός και εκτός, ομοιογενοποιώντας τα. Στην ίδια λειτουργία εντάσσεται και η κλοπή του καρβελιού και η προτροπή της Γκόλντμαν προς τους απεργούς, να αρπάξουν το ψωμί εάν δεν τους δοθεί η ευκαιρία να το κερδίσουν νόμιμα και «αποδεκτά».
    Εντελώς διαφορετικές, όμως, περιπτώσεις αποτελούν οι συνειδητές πράξεις παραβίασης του νόμου που σχεδιάζονται με συγκεκριμένο σκοπό και δεν ενδιαφέρονται για την αποδοχή από το σύστημα και τη νομιμοποίησή τους, αλλά στοχεύουν στη στηλίτευση, την υπονόμευση και την κατάρρευσή του. Και εδώ φυσικά ανήκει το γκράφιτι, που ειδικά όταν προκαλεί την οργισμένη αντίδραση του συστήματος, το ξεμπροστιάζει ακόμα περισσότερο (βλέπε κάμερες στα Κύθηρα!!!). Ο παραβάτης αυτού του τύπου, θέλει να εξασφαλίσει τη θέση του εκτός του συστήματος, το οποίο δεν το διαχωρίζει σαφώς από την μάζα. Οπωσδήποτε, ένας μοναχικότερος δρόμος, με πιθανότατα πενιχρά αποτελέσματα αλλά με περίσσια αλήθεια και ηθική εντιμότητα.
    Το μόνο σίγουρο είναι πως όλοι μας θα θέλαμε να διαφέρουμε από τη μάζα, την ίδια ώρα που είμαστε μέρος αυτής. Θα θέλαμε να αλλάξουμε τη μάζα, αλλά δεν πιστεύουμε ποτέ πως είναι δυνατή η αλλαγή αυτή. Ίσως τα πράγματα είναι πιο χαοτικά από όσο φανταζόμαστε και αυτό είναι έστω μια ελάχιστη παρηγοριά…

  3. Η επικινδυνότητα αναμόχλευσης τόσο δύσκολων θεμάτων, χωρίς επαρκή έρευνα, φαίνεται από τα λογικά σφάλματα που προκύπτουν. Όπως για παράδειγμα να συγκρίνεται η ακραία περίπτωση του πεινασμένου που κλέβει ψωμί για να φάει, με την περίπτωση κάποιου που κατεβάζει παράνομα (και ανώδυνα) από το δίκτυο τo «fifty shades of grey» …

  4. Παναγιώτη απορώ πραγματικά από πού τεκμαίρεται πως το παράνομο downloading είναι «ανώδυνο» και πως ο χρήστης δεν διατρέχει σημαντικό κίνδυνο. Ο μόνο λόγος που έχει καταστήσει τον κίνδυνο «ακραίο σενάριο» είναι το τεράστιο πλήθος των χρηστών που συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι. Για αυτό και συνήθως διώκονται περισσότερο οι ιδιοκτήτες των ιστοσελίδων που είναι λιγότερες. Ακόμα όμως και αν θεωρήσεις πως η δίωξη του ιδιοκτήτη της ιστοσελίδας που εξυπηρετεί εσένα, δε σε αφορά, είναι απόλυτα σίγουρο πως εφόσον σε βάλουν στο μάτι (όπως χιλιαδες χρήστες που όμως εξαφανίζονται μέσα στα εκατομμύρια άλλων) θα την πληρώσεις πάρα πολύ ακριβά.

  5. Στην Ελλάδα είναι ανώδυνο. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν και οι γάτες.
    Τώρα, αν μια ταινία έχει έναν ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν θέλει να έχεις πρόσβαση στην ταινία του χωρίς να πληρώσεις, οι δυνατότητες που έχεις είναι, είτε να τον πείσεις να στην χαρίσει, είτε να τον κοροϊδέψεις. Όλα τα υπόλοιπα εγώ τα βρίσκω δικαιολογίες για κάποιους, που έχουν μεν ηθικά διλήμματα όσον αφορά το «ου κλέψεις», αλλά θέλουν να βλέπουν και τις ταινίες τσάμπα. Οπότε υιοθετούν το δόγμα «γύρω γύρω Κυριακή και στη μέση Σάββατο» που λέει και το ανέκδοτο για τον Εβραίο, αναπτύσσουν θεωρίες περί κλοπής με βάση τον Γιάννη Αγιάννη και έτσι έχουν και την συνείδησή τους ήσυχη.
    Οι εταιρείες πειρατείας από την άλλη, έχουν τον δικό τους λόγο να διαθέτουν τις ταινίες και αυτός είναι πάλι το κέρδος, κυρίως μέσω της πορνογραφικής διαφήμισης. Δεν βλέπω καμιά επανάσταση γύρω από αυτό δηλαδή. Επειδή η ζήτηση είναι μεγάλη, λόγω της φύσης του μέσου διανομής, όσες εταιρείες και να κλείσουν, θα ανοίξουν άλλες.Κι αν δεν ανοίξουν όμως, κανείς δεν θα βγει στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί. Βασικά όλοι βολευόμαστε με αυτή την κατάσταση, όπως και οι χρήστες ουσιών βολεύονται με τα βαποράκια τους.
    Το δικαίωμα της της ιδιοκτησίας, είναι από τους θεμέλιους λίθους του ανθρώπινου πολιτισμού, και πρέπει να υπάρχει σοβαρός κοινωνικός λόγος και σοβαρή θεωρία για να τον βάλλει. Και σίγουρα δεν είμαστε κάτι τέτοιο, εμείς, οι ανικανοποίητοι “σινεφίλ” της κοινωνίας της αφθονίας.

  6. Η ιδιοκτησία είναι δικαίωμα ή είναι κλοπή;
    Μήπως είναι δικαίωμα, επειδή είναι κλοπή;
    Κλείνουμε αυτόν τον κύκλο σχολίων, επιστρέφοντας αναπάντητα (;) τα αρχικά ερωτήματα του Δημήτρη…..

  7. Χαίρομαι να λέγονται τα πράγματα με τ’ όνομα τους.
    Όπως καταλαβαίνεις, η συνέπεια που απαιτούν τέτοιες απόψεις, για να παίρνονται στα σοβαρά, είναι τεράστια.
    Εμείς τουλάχιστον κάτι απαντήσαμε από τα ερωτήματα (?) του Δημήτρη.
    Καλό βράδυ!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *