«Να ζητήσετε δουλειά.
Αν δεν σας δώσουν δουλειά, ζητείστε ψωμί.
Αν δεν σας δώσουνε ούτε δουλειά ούτε ψωμί,
πάρτε το ψωμί μόνοι σας.»
Έμμα Γκόλντμαν
Για τον Αριστείδη Μπαλτά, δεν έχω πολλά να πω. Τον γνωρίζω ελάχιστα, μόλις λίγο περισσότερο από όσο γνωρίζει εκείνος εμένα. Μόνο μια φορά έτυχε να συμπέσουμε στον ίδιο χώρο, όταν στην περσινή πρεμιέρα του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας –πέντε ημέρες μετά την τραγική για τη χώρα νύχτα της 13ης Ιουλίου– τον είδα μαζί με ένα σωρό άλλους υπουργούς, μητροπολίτες, νομάρχες και λοιπούς επίσημους, κατά την στιγμή της εισόδου του (χωρίς στάση στο γκισέ) στο θέατρο του Φεστιβάλ.
Εκείνη ήταν και η μόνη καλοκαιρινή εκδρομή μου, προγραμματισμένη με μετρημένες οικονομίες, ώστε να καλυφθεί το ταξίδι μέχρι την Καλαμάτα και τα εισιτήρια της παράστασης. Για κακή μου τύχη, παρόλο που έφτασα δύο ώρες νωρίτερα, η παράσταση ήταν ήδη sold out. Αρχικά έμεινα άναυδη από τη δυσάρεστη έκπληξη, σύντομα όμως, αποφάσισα να επιμείνω, περιμένοντας κυριολεκτικά μέχρι το τελευταίο λεπτό έξω από το θέατρο, μήπως και καταφέρουν να με χωρέσουν κι εμένα κάπου. Τελικά, ένα προπληρωμένο εισιτήριο έμεινε στα αζήτητα και πληρώνοντας 15 ευρώ, βρέθηκα στο άνω διάζωμα τέρμα δεξιά, να αγναντεύω με ανακούφιση τη μισή σκηνή (η θέση δεν είχε πλήρη ορατότητα) και ολόκληρη την μπροστινή σειρά των θεατών, όπου κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο οι πολλοί ‘‘επώνυμοι’’ προσκεκλημένοι του Φεστιβάλ.
Από τότε, αν και το όνομά του αναφέρεται συχνά στην τρέχουσα ειδησεογραφία, δεν με είχε απασχολήσει η ύπαρξή του, μέχρι πριν από λίγες ημέρες, οπότε, με αφορμή το σχέδιο νόμου για τα πνευματικά δικαιώματα, κυκλοφόρησαν πάλι ως τίτλοι δημοσιεύσεων τα γνωστά λογοπαίγνια περί μπαλτά, αυτή τη φορά ενάντια στην ηλεκτρονική πειρατεία, το παράνομο downloading και τους σύγχρονους πειρατές του διαδικτυακού ωκεανού. Το νέο νομοσχέδιο, χωρίς καμμιά έκπληξη, όπως και καμμιά προσπάθεια κατανόησης της πραγματικής κατάστασης, περιέχει διατάξεις που αφορούν απλά και μόνο στην καταστολή. Πώς να τιμωρείται ο ‘‘πειρατής’’, πώς να αποτρέπεται ο διαμοιρασμός αρχείων, πώς να κατεβαίνουν ιστοσελίδες που δεν συμμορφώνονται με τον νόμο, πώς να διακόπτεται η παροχή μιας τέτοιας υπηρεσίας.
Παρόλο που είναι δύσκολο να παραλειφθεί σε ένα σύντομο άρθρο η επιχειρηματολογία κατά παρόμοιων διατάξεων και υπέρ της υποχρέωσης του νομοθέτη να κατανοεί και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της εποχής του, θεωρώ πως τα επιχειρήματα αυτά είναι αφενός χιλιοειπωμένα, αφετέρου πολύ καλύτερα διατυπωμένα σε κείμενα άλλων ιστοσελίδων, όπως αυτή του Κόμματος Πειρατών Ελλάδας.
Από εδώ που βρίσκομαι, όμως, και έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου σε hard core επαρχίες, θα ευχόμουν να μπορούσα να δείξω στον εκάστοτε ‘‘μπαλτά’’ τι σημαίνει το να ζεις είτε σε νησί που δεν έχει σινεμά είτε σε έναν νομό ξεχασμένο, πνευματικά ρημαγμένο, όπως η Λακωνία, όπου συντηρείται μόλις ένας κινηματογράφος, σε απόσταση έως και 150 χιλιόμετρα από το σπίτι σου.
Τα ‘‘καλά τα χρόνια’’, της οικονομικής ευρωστίας, υπήρχε για τους πραγματικά κινηματογραφόφιλους, η ικανοποιητική διέξοδος μιας ανάλογης Λέσχης. Αυτή είχε τη δυνατότητα να σηκώνει συμμετοχικά το κόστος μιας δημόσιας προβολής, το οποίο μπορούσε να φτάσει και τα 400 ευρώ, ανάλογα την ταινία που θα επιλεγόταν. Στα χρόνια της κρίσης τα κόστη αυτά έγιναν απαγορευτικά.
Συγκεκριμένα, η Κινηματογραφική Λέσχη Γυθείου (με 18 έτη λειτουργίας και πάνω από 300 νόμιμες προβολές) βρέθηκε σε αδυναμία κάλυψης τέτοιων εξόδων. Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις με τις εταιρείες διανομής, παρά τα πολλά χρόνια συνεργασίας, έγιναν με επαγγελματική και εισπρακτική αυστηρότητα από μεριάς τους και οδήγησαν με πολλές καθυστερήσεις σε μια περιορισμένη λίστα επιλογών του ελάχιστου κόστους των 100 ευρώ (προ ΦΠΑ). Γεγονός που καθιστά πλέον αναγκαία την παρουσία τουλάχιστον 25 τακτικών θεατών, ώστε να πληρώνεται έστω η ταινία, χωρίς να καλύπτεται κανένα άλλο λειτουργικό έξοδο της Λέσχης. Όταν ο στόχος αυτός δεν επιτυγχάνεται, κάποιοι ίσως πληρώνουν και από την τσέπη τους, για μια και μοναδική αναπαραγωγή από ένα κοινό DVD!
Φυσικά, για να το κάνει αυτό κάποιος πρέπει να έχει κανονικό βίτσιο –όπως ευτυχώς έχει ο νυν πρόεδρος και οι συν αυτώ– όμως, κανείς δεν θα απορούσε εάν η Λέσχη κατέβαζε μια μέρα τα ρολά και κλεινόμασταν όλοι στα σπίτια μας να βλέπουμε τις ταινίες στον υπολογιστή. Ενδεχομένως δε, η επιλογή αυτή να βρίσκεται ήδη έξω από την πόρτα. Και κατ’ επέκταση, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει (όταν συνυπολογίσει τις διαφορές στον πληθυσμό και τον γεωγραφικό κατακερματισμό) την ανάλογη Λέσχη των Κυθήρων για όλες τις παράνομες προβολές που αποφασιστικά και ευεργετικά μάς προσέφερε από το 1998 έως σήμερα.
Λοιπόν, μέσα σε τέτοιες, αποθαρρυντικές και για τον πιο ρομαντικό, συνθήκες, τι προέχει; Η πρόσβαση στα πνευματικά έργα και ο εκδημοκρατισμός της γνώσης, ή η αύξηση των κερδών της κινηματογραφικής βιομηχανίας, που λυσσαλέα απαιτεί το νομιζόμενο μερίδιό της, χρησιμοποιώντας ως τείχος τους δημιουργούς; Τι προέχει; το έργο – προϊόν ή το έργο – φορέας αξιών; η πνευματική καλλιέργεια των πολλών ή τα ταμεία των ελαχίστων; Προσωπικά, όταν η ανάγκη του αγαθού που στερείσαι υπερβαίνει τον φόβο και το κόστος της παράβασης του νόμου, υποστηρίζω συνειδητά την παράνομη πρόσβαση παρά την νομιμότητα του αποκλεισμού. Κι ακόμα, η επαφή με το σύγχρονο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, τα υπερβαίνει όλα τούτα και με το παραπάνω!
«Προσωπικά, όταν η ανάγκη του αγαθού που στερείσαι υπερβαίνει τον φόβο και το κόστος της παράβασης του νόμου, υποστηρίζω συνειδητά την παράνομη πρόσβαση παρά την νομιμότητα του αποκλεισμού.» 🙂
Κατερίνα πολύ σωστό που θίγεις το συγκεκριμένο θέμα. Παρ’ όλα αυτά, για να γινόταν σωστά το σχόλιο, θα έπρεπε κατά την γνώμη μου, να διαχωρίσεις τις ταινίες που πράγματι είναι «φορείς αξιών» από τις ταινίες «προϊόντα». Για τις δεύτερες, αν κάποιος είναι πραγματικός λάτρης τους, θα έπρεπε να δέχεται να τις πληρώνει, όπως πληρώνει οτιδήποτε άλλο που καταναλώνει. Και κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει λόγος τέτοιες ταινίες να προβάλλονται σε κινηματογραφικές λέσχες. Ας πάρει ο καθένας από μόνος του το ρίσκο να τις κατεβάσει, όπως θα έπαιρνε το ρίσκο να κλέψει ένα cd της Μαντόνας από το δισκοπωλείο. Βέβαια ο ελάχιστος προς το παρόν κίνδυνος που αντιμετωπίζει με τις ταινίες,κάνει μια τέτοια «κλοπή» πολύ ελκυστική. Δεν σημαίνει όμως ότι κάτι τέτοιο είναι σωστό και ότι θα έπρεπε να αισθανόμαστε και μάγκες που το κάνουμε. Εξαιρώ ίσως τις παλιότερες κλασσικές ταινίες που έχουν βγάλει από καιρό το υπερκέρδος τους. Να σημειώσω όμως ότι υπάρχουν και εναλλακτικές, οικονομικά ελκυστικές λύσεις, με συνδρομητικές υπηρεσίες στο δίκτυο και την τηλεόραση.
Για την άλλη κατηγορία, τις ταινίες δηλαδή «φορείς αξιών» , τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Ούτε εδώ νομίζω νομιμοποιείται η κλοπή, μιας και εδώ, οι δημιουργοί έχουν πραγματικά την ανάγκη των εισπράξεων για να υπάρξουν. Συμφωνώ όμως ότι θα πρέπει να βρεθεί κάποια λύση, ώστε τα πνευματικά αυτά αγαθά να φτάνουν σε όλους νομίμως. Αλλά όσο δεν γίνεται ο διαχωρισμός από τις προηγούμενες εμπορικές ταινίες, αυτή την λύση δεν θα την ψάξει κανείς. Τα σινεμά, για παράδειγμα, που προβάλλουν αυτές τις ταινίες τέχνης, επιδοτούνται και πανευρωπαϊκά για να μπορούν να υπάρξουν, μιας και η ζήτηση του κοινού είναι πολύ μικρότερη. Ως αποτέλεσμα έχουμε αυτές τις μικρές οάσεις κινηματογραφικού πολιτισμού στην Αθήνα, όπως ο Μικρόκοσμος και το Άστορ. Γιατί να μην υπάρξει μια τέτοια λύση και για τις κινηματογραφικές λέσχες, όπου θα μπορούν να πληρώνουν πολύ λιγότερα ή και καθόλου, βάση κάποιας πανελλήνιας ή πανευρωπαϊκής σύμβασης με τους δημιουργούς?
Τέλος για τους στερούμενους της επαρχίας, υπάρχει πια η τεχνολογική λύση, με μια καλή παρέα και έναν βιντεοπροβολέα, να γίνει μια ωραία προβολή στο σπίτι, ή πολλές ωραίες προβολές σε πολλά σπίτια. Έτσι ακριβώς διαδιδόταν ένα μεγάλο μέρος της μουσικής για παράδειγμα, πριν υπάρξει ο φωνόγραφος και γίνει και αυτή προϊόν…
Γεια σου Παναγιώτη!
Ως προς το ποιες ταινίες είναι βιομηχανικά προϊόντα και ποιες φορείς αξιών, αφενός συμφωνώ με την ιδέα του διαχωρισμού τους, αφετέρου θεωρώ αδύνατο έναν κοινά αποδεκτό ορισμό σχετικά.
Στο κείμενό μου, δεν ανέφερα τη λέξη «κλοπή», αλλά την «πρόσβαση» έναντι του «αποκλεισμού». Η κλοπή είναι μια ενεργητικά εγκληματική πράξη, η πρόσβαση είναι δικαίωμα και ο αποκλεισμός τιμωρία. Για να ορίσουμε επίσης κάτι ως κλοπή, δεν θα πρέπει να μένουμε στενά προσκολλημένοι στο τι ορίζει το γράμμα του νόμου. Έτσι, αυτό που προσπάθησα να δείξω, είναι ότι ενδεχομένως «κλοπή» είναι και τα υπέρογκα, δυσβάστακτα ποσά που απαιτεί η βιομηχανία του θεάματος. Ως εκ τούτου, θα ήμουν θετική για μια συζήτηση ως προς το πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε προσβάσιμα σε όλους και νόμιμα τα αγαθά αυτά. Οι συνδρομητικές υπηρεσίες είναι μεν μια καλή λύση, όμως στην πράξη δεν προσφέρουν ικανοποιητική ποικιλία (ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν υπότιτλους στη γλώσσα σου!). Νομίζω πως η μόνη λύση είναι να ανοίξουν οι ενδιαφερόμενοι σελίδες σαν των πειρατών, ώστε να νέμονται οι ίδιοι τα κέρδη για τα οποία κατηγορούν τους πειρατές πως κερδίζουν . (Μήπως τελικά, όμως η χασούρα δεν είναι τόσο μεγάλη;)
Τέλος, η λύση του βιντεοπροβολέα σε ιδιωτικούς χώρους, είναι μεν όμορφη και ελκυστική αλλά δεν τη λες και οικονομική. (Χρόνια ονειρεύομαι να πάρω έναν και μοιάζει όλο και περισσότερο όνειρο απατηλό…)
Oι τεραστιες αλλα – φευ ! – αορατες σιταποθηκες του κοσμου τουτου……
Πληροφορηθηκα απο φιλο που ειχε συντρεξει και συμβαλει ιδιαιτερα στην πρωτη κρισιμη περιοδο λειτουργιας της Κινηματογραφικης Λεσχης Κυθηρων ( Κι.Λε.Κυ.) οτι αναφερθηκαν το ονομα και οι ….»σκανδαλιες» της, στο αρθρο της Κατερινας Μαριατου στις 4 του Φλεβαρη.
Θα κανω μονο ενα συντομο σχολιο, μια και ο απολογισμος του εργου της Κι.Λε.Κυ. θα μπορουσε να γινει σε καποια αλλη χρονικη και θεματολογικη συγκυρια.
Ειναι λιγο αδικο πιστευω , να δημιουργειται…ελαφρως η εντυπωση, οτι η δραση της βασιστηκε σε μια σειρα προβολων παρανομα κατεβασμενων ταινιων. Εξαλλου το1998 (ουτε καν το 1999,το 2000,το 2001 και πολυ πιο υστερα…) δεν κατεβαιναν αξιοθεατες κοπιες που να μπορουσαν να προβληθουν στη 5-μετρη οθονη της Λεσχης. Οι εικονες εμοιαζαν με…ψηφιδωτα κινουμενων στοιχειων. Για να συνεννοουμαστε καλυτερα, δεν χρειαζεται η επικληση καποιου ειδους μεγαθυμιας για να θυμηθουμε τις προβολες δεκαδων ντοκυμαντερ, κυριως για τους μαθητες ΟΛΩΝ των σχολειων, ενδιαφερουσες φιλμο-δημιουργιες για ποιητες και καλλιτεχνες και πολλα αλλα ακομη. Ο -χρησιμος και…..αποενοχοποιημενος – απολογισμος θα γινει σιγουρα πιο αναλυτικα στην εκλογοαπολογιστικη συνελευση τον προσεχη Μαρτη. Οσοι πιστοι και εισαγγελεις (μετα των εδρανων τους , παρακαλω !) προσελθετε….
Ομως το θεμα που εθιξε η Κατερινα Μαριατου ανοιγει καταλογο ευαισθητων και περιπλοκων προβληματων.
Δε συμφωνω με την προτροπη της Εμμα Γκολντμαν γιατι εξατομικευει σε πολυ επικινδυνο βαθμο το ζωτικο προβλημα της δικαιης αναδιανομης των υλικων και πνευματικων αγαθων. Η μεγαλη διαφορα ειναι στον τροπο και την πρακτικη επιτευξης αυτου του μοιρασματος.
Ο μη εχων ψωμι να φαει ισως ειναι καλυτερα να χτυπησει την πορτα του γειτονα του και να του γνωστοποιησει το προβλημα. Αν δεν εχει ουτε ο γειτονας ψωμι , τοτε ΜΑΖΙ να χτυπησουν την πορτα του παραγειτονα και να τον κανουν κοινωνο και ενεργητικο μελος της δρασης για την μελλοντικη αντιμετωπιση του ζητηματος κ.ο.κ. Διαφορετικα, αν εφαρμοσουμε τη συμβουλη της Γκολντμαν , τοτε θα την πληρωσουν οι κοντινοι μας και προσβασιμοι »μικρο-φουρναραιοι». Αυτο ομως, εκτος απο αδικο , δεν θα ηταν λυσιτελες. Πιθανα, να ελυναν καποιοι ατομικα και ασφαλως προσωρινα το προβλημα τους. Ο πραγματικος στοχος ομως, θα επρεπε να ειναι οι »μεγαλοι» και οι »πολυ μεγαλοι» της συνομοταξιας τους που εχουν τις αχανεις αλλα αορατες »σιταποθηκες» σε καποιους φορολογικους παραδεισους (βλ. Βερμουδες, Βιρτζιν Αιλαντς κ.α).
Και ενα σχολιο για τη νομιμη η παρανομη προσβαση σε πνευματικα αγαθα η» προιοντα », οπως πολυ ευστοχα τα χαρακτηρισε ο Παναγιωτης Λευθερης¨. Η εμπορευματοποιηση των πνευματικων και καλλιτεχνικων δημιουργιων εχει ξεκινησει απο την Αρχαια Ελλαδα, ισως και νωριτερα.Υπαρχει ομως μια μεγαλη ηθολογικη διαφορα σε συγκριση με το σημερα.Ο αρχαιος πλουσιος αγοραστης ηταν πιο πολυ χορηγος και οχι »ιερακομορφος» επενδυτης. Ο »λαος» της αρχαιοτητας ειχε ελευθερη προσβαση στις μεγαλες καλλιτεχνικες και πνευματικες δημιουργιες.Οι θεσπισμενοι νομοι τοτε ηταν περισσοτερο φιλολαικοι απο τους σημερινους. Εχουμε λοιπον πολυ δρομο μπροστα μας ? Και για να κλεισω με δυο ερωτησεις -παραδειγματα που μου ερχονται σε πρωτη ζητηση απο τη μνημη μου.
α) Γιατι καμια γυναικα στον πλανητη δεν εχει δικαιωμα να σταθει αντικρυ στο εξοχα κοσμικο βλεμμα του Αγιου Μερκουριου που απεικονιζεται σε τοιχογραφια της βασιλικης του Πρωτατου στις Καρυες του Αγιου Ορους? Επειδη το αριστουργημα αυτο υπακουει στο νομο του Αβατου που αποκλειει τον μισο πληθυσμο της Οικουμενης! Ο δημιουργος του Μανουηλ Πανσεληνος τι γνωμη θα ειχε σημερα?
β) Γιατι ν’ απολαμβανει τον μαγευτικο »Καθισμενο Zouave» του Vincent van Gogh μονο ΕΝΑΣ πλουσιος συλλεκτης απο την Αργεντινη? Επειδη υπαρχει νομος που προστατευει αυτην την απληστια του ΕΝΟΣ.
Μονο το 1% των αδηλωτων και αφορολογητων ιδιωτικων εσοδων αν προωθουνταν στον πολιτισμο καθε χρονο, η Επανασταση των Αδιαφορων θα ειχε ξεκινησει προ πολλου.
Μηπως η Επανασταση που ονειρευομαστε πρεπει να ειναι πιο βαθια, πιο ριζοσπαστικη ?
Σταυρος Εμμανουηλ
Ίσως εσφαλμένα δόθηκε η εντύπωση πως το άρθρο μου αφορούσε τη δράση της Λέσχης των Κυθήρων, ενώ αφορμή για να γραφτεί στάθηκε η πρόσφατη ταλαιπωρία της Λέσχης του Γυθείου. Το μόνο σχόλιο που αφορά τη Λέσχη των Κυθήρων είναι αυτό: «κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει (όταν συνυπολογίσει τις διαφορές στον πληθυσμό και τον γεωγραφικό κατακερματισμό) την ανάλογη Λέσχη των Κυθήρων για όλες τις παράνομες προβολές που αποφασιστικά και ευεργετικά μάς προσέφερε από το 1998 έως σήμερα» και φυσικά αναφέρεται μόνο σε όσες προβολές έγιναν παράνομα και κυρίως, με ευγνωμοσύνη απέναντι σε όποιον ανέλαβε και προσωπικά ένα τέτοιο ρίσκο! Μακάρι κάποιος που γνωρίζει περισσότερα από μένα για τη λειτουργία της να μπορέσει να γράψει ένα κείμενο-αφιέρωμα για τη Λέσχη του νησιού, ξεκινώντας από τα πρώτα όμορφα χρόνια (τα οποία η ίδια έχασα καθώς έλειπα από το νησί).
Ευχαριστώ πολύ για την ευκαιρία που μου έδωσες να … εξηγηθώ.