Στις 31 Αυγούστου του 1910, η Corinthians FC, μια ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα από το Λονδίνο, βρέθηκε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας για να δώσει ένα φιλικό αγώνα. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τη μέρα που διέσυρε τη Manchester United υποχρεώνοντας τη στη μεγαλύτερη και πιο ντροπιαστική ήττα της ιστορίας της (11-3). Από τότε ο μύθος την ακολουθούσε παντού. Το παιχνίδι στο Σάο Πάολο παρακολούθησε μια παρέα εργατών που εκείνο το διάστημα δούλευαν στο σιδηρόδρομο. Εντυπωσιασμένοι από το θέαμα, οι πέντε φίλοι άρχισαν ευθύς αμέσως να επεξεργάζονται ένα φιλόδοξο σχέδιο: να ιδρύσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα με το ίδιο όνομα και τα ίδια χρώματα με έδρα το Σάο Πάολο. Την επόμενη νύχτα η παρέα θα συναντηθεί ξανά στην οδό των μεταναστών (Rua dos Imigrantes) και υπό το ημίφως μιας λάμπας λαδιού θα συντάξει το πρώτο καταστατικό του συλλόγου. Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία της Corinthians Paulista: γέννημα-θρέμμα της εργατικής τάξης, από τα σοκάκια του Bom Retiro θα φτάσει να γίνει μια από τις πιο δημοφιλείς και πετυχημένες ομάδες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Στην πλούσια ιστορία της έχει να επιδείξει αμέτρητες διακρίσεις και δεκάδες κατακτήσεις τίτλων μεταξύ των οποίων πέντε πρωταθλήματα Βραζιλίας, ένα κόπα λιμπερταδόρες και δύο παγκόσμια κύπελλα συλλόγων, καθώς επίσης την ανάδειξη ορισμένων σπουδαίων ποδοσφαιριστών παγκόσμιας κλάσης όπως ο Ριβελίνο και ο Σόκρατες που με τις «χορευτικές» τους κινήσεις μάγευαν τα πλήθη. Ωστόσο, αυτό που κάνει την Κορίνθιανς ξεχωριστή και ιδιαίτερα αγαπητή στους φιλάθλους της είναι μια νίκη που πέτυχε, όχι μέσα στο γήπεδο, αλλά έξω από αυτό, σε έναν αγώνα διαφορετικού χαρακτήρα με κρίσιμες προεκτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία μιας ομάδας με όρους δημοκρατικής συλλογικότητας.
Το 1982, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, έλαβε χώρα μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση για την προεδρία του συλλόγου. Υποψήφιοι ήταν δύο συνδυασμοί με αντίθετες ιδέες για τη λειτουργία της ομάδας. Ο πρώτος συνδυασμός με το όνομα “Τάξη και Αλήθεια” είχε επικεφαλής τον απερχόμενο πρόεδρο Βισέντε Ματέους, έναν εκπρόσωπο του παλιού κατεστημένου που απολάμβανε τη στήριξη του στρατιωτικού καθεστώτος. Ο συνδυασμός αυτός αντιπροσώπευε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης που ανέθετε όλες τις αρμοδιότητες και την εξουσία των αποφάσεων στον πρόεδρο και ένα στενό πυρήνα συνεργατών. Ο δεύτερος συνδυασμός ήταν αυτός του κινήματος της “Κορινθιακής Δημοκρατίας” (Democratia Corinthiana) που διεκδικούσε ένα εναλλακτικό, δημοκρατικό μοντέλο διοίκησης με την ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών του ποδοσφαιρικού τμήματος, ακόμα και των φιλάθλων.1 Ανάμεσα στους εμπνευστές του κινήματος ήταν ο αρχηγός της ομάδας Σόκρατες, ένας ψηλόλιγνος επιθετικός με το ψευδώνυμο «γιατρός» που του άρεσε να διαβάζει φιλοσοφία· ο Καζαγκράντε που άθελα του «εισήγαγε» τη μέθοδο της ψηφοφορίας, όταν κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας στην Ιαπωνία ανακοίνωσε προς έκπληξη όλων την πρόθεση του να παρατήσει την ομάδα «στα κρύα του λουτρού» και να γυρίσει πίσω στη Βραζιλία για να συναντήσει την ερωμένη του· ο αμυντικός Βλάντιμιρ και ο κοινωνιολόγος Άντιλσον Μοντέιρο Άλβες που διετέλεσε τεχνικός διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος για δύο χρόνια.
Η αναμέτρηση έλαβε από την πρώτη στιγμή έντονα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν μια απλή σύγκρουση για το αξίωμα του προέδρου. Ήταν μια διαμάχη ανάμεσα σε δύο διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, ανάμεσα στον αυταρχισμό και την ολιγαρχία από τη μία πλευρά και τη δημοκρατία από την άλλη.2 Η εκλογική νίκη της “Κορινθιακής Δημοκρατίας” σηματοδότησε τη ρήξη με το ποδοσφαιρικό κατεστημένο και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την υπόλοιπη κοινωνία. Με κεντρικό σύνθημα “Κέρδισε ή χάσε, αλλά πάντα δημοκρατικά”, το κίνημα δεν άργησε να κερδίσει την υποστήριξη της φίλαθλης κοινής γνώμης και να πάρει σύντομα μαζικές διαστάσεις. “Ο βασικός στόχος μας”, αναφέρει ο Σόκρατες, “ήταν ο εκδημοκρατισμός της έκφρασης. Η ομάδα μας αποφάσισε να διεξάγει ψηφοφορία για τα πάντα. Έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει και στην κοινωνία”3. Οι παίκτες, το προπονητικό τιμ, οι γυμναστές και τα υπόλοιπα μέλη του συλλόγου άρχισαν να συζητούν και να εκφράζουν τη γνώμη τους για διάφορα ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία της ομάδας (π.χ. την ώρα του φαγητού, την επιλογή του ξενοδοχείου στο οποίο θα κατέλυε η αποστολή πριν τους αγώνες ή ακόμα τις μεταγραφές), ενώ όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν μέσα από συλλογικές διαδικασίες. Έτσι η γνώμη του φροντιστή ή του φυσιοθεραπευτή είχε την ίδια βαρύτητα με αυτή του αρχηγού, του προπονητή ή του τεχνικού διευθυντή της ομάδας.
O τύπος της εποχής θα χαρακτηρίσει το νέο μοντέλο διοίκησης ως αναποτελεσματικό, με περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής, καταδικασμένο στην αποτυχία και στη λήθη του χρόνου. Ας μη βιαστούμε όμως να αποδώσουμε την αντιμετώπιση αυτή αποκλειστικά στο στρατιωτικό καθεστώς και το ολιγαρχικό κατεστημένο που συντηρούσε. Η ανισοτητική αρχή της καθοδήγησης είναι κατά μια έννοια συγκροτητική της νεωτερικής κοινωνίας. Η ανάθεση της ευθύνης των αποφάσεων σε «λίγους και ικανούς» παρουσιάζεται από την κυρίαρχη ιδεολογία ως αδιαμφισβήτητο γεγονός που δικαιολογείται από την κοινότοπη διαπίστωση ότι «έτσι λειτουργούν τα πράγματα». Να κάνουμε σ’ αυτό το σημείο μια μικρή παρέκβαση: Στη βάση κάθε πολιτικής, υποστηρίζει ο Ζακ Ρανσιέρ, υπάρχει μια αισθητική4. Αισθητική, όχι με την έννοια της βούλησης του πνεύματος, της ευαισθησίας ή του γούστου, αλλά με την υλιστική έννοια του όρου ενός συστήματος μορφών που καθορίζει τι προσφέρεται στην αισθητή μας εμπειρία, τι είναι ορατό και τι όχι· μιας κατανομής των χώρων και των χρόνων, των πρακτικών και διαδικασιών που αποκαλύπτει κάτι που είναι «κοινό» και ταυτόχρονα καθιστά αναγνωρίσιμους τους διαχωρισμούς της συμμετοχής σ’ αυτό μέσα από ένα διαμοιρασμό των αρμοδιοτήτων· ενός «μερισμού του αισθητού» που προσδιορίζει την πολιτική και τα διακυβεύματα της ως μορφή εμπειρίας. Από αυτή τη σκοπιά ο αυταρχισμός (ως περιστολή της δημοκρατίας) οικοδομείται μεταξύ άλλων στη βάση ενός συγκεκριμένου «μερισμού του αισθητού»: του «ανέφικτου» να κάνεις κάτι άλλο· ιδέα που στηρίζεται στην «έλλειψη χρόνου» (η εργασία δεν μπορεί να περιμένει!) και/ή στην «έλλειψη γνώσης» και συνεπάγεται τον περιορισμό σε ιδιωτικούς χώρο-χρόνους και προκαθορισμένους ρόλους. Η ιδέα αυτή, που εγκαθιδρύει ένα δεσμό αναγκαιότητας ανάμεσα σε μια μορφή επαγγέλματος και μια μορφή νοημοσύνης και υποστηρίζει το διαχωρισμό μεταξύ σοφών και αδαών, προηγείται κατά πολύ του αστικού κόσμου: στις αρχαίες κοινωνίες ο τεχνίτης δεν ήταν παρά ένας σκλαβωμένος δημιουργός· η αναγνώριση της δεξιοτεχνίας του δεν αρκούσε για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στα κοινά. Η μεγάλη καινοτομία του καπιταλισμού είναι ότι εισήγαγε αυτή την κληρονομημένη διάκριση μέσα στην παραγωγή δίνοντας της μια νέα μορφή: η μαζικοποίηση της εργασίας και η καθιέρωση της επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγής που κορυφώνεται στον τεϋλορισμό στηρίζεται στην ολοκληρωτική έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στη διεύθυνση και τη σύλληψη από τη μια πλευρά και την εφαρμογή και εκτέλεση από την άλλη.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, η αξία του κινήματος της «Κορινθιακής Δημοκρατίας» έγκειται, όχι τόσο στις λύσεις που έδωσε (οι οποίες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μερικές και αντιφατικές), όσο στα ερωτήματα που έθεσε: στο γεγονός ότι αμφισβήτησε το «ανέφικτο» της πολυμέρειας και κατέστησε ορατό το ενδεχόμενο μιας διαφορετικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης, ότι «τα πράγματα μπορούν να γίνουν και αλλιώς», επαναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας μέσα στην ομάδα. Ποιο είναι το όριο μεταξύ του ειδικού και του μη ειδικού, του διοικητή και του διοικούμενου; Πώς καθορίζεται και ανατρέπεται αυτό το όριο; Μπορεί ένας ποδοσφαιριστής να έχει λόγο στο πρόγραμμα εκγύμνασης ή τακτικής, ένας φροντιστής στη οικονομικά του συλλόγου ή όπως ονειρευόταν ο Λένιν μια μαγείρισσα να συμμετέχει στη διοίκηση του κράτους; Αναγνωρίζω πρώτος ότι δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές, ενώ ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της λοξοδρόμησης σε μια ιδεαλιστική αντίληψη της χειραφέτησης. Είναι σαφές ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Υπάρχει μια «θεσμική υλικότητα» την οποία θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Μερικά χρόνια αργότερα, ο Σόκρατες θα υποστηρίξει σε μια συνέντευξή του: «Στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το εξής παράδοξο, ως μονάδα ο εργαζόμενος έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον εργοδότη. Κρατά τις μάζες στα χέρια του. Η εμπειρία αυτή ήταν εξαιρετικά πλούσια. Μας έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξουμε μια τεράστια δυναμική αλλά και να επανακαθορίσουμε τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότη»5. Σύμφωνα με τον Έρικ Καντονά, η “Κορινθιακή Δημοκρατία” αποτέλεσε ένα εργαστήρι πειραματισμού για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή: αυτοδιαχείριση, διάλογος, ριζοσπαστικές ιδέες και ισότιμη συμμετοχή στις αποφάσεις6. Αυτή είναι η κληρονομιά του Σόκρατες και της παρέας του την οποία καλούμαστε να αξιοποιήσουμε. Η χειραφέτηση δεν επιβάλλεται, ούτε ενεργοποιείται απλά μέσω της βούλησης: προκύπτει ως συνάρθρωση μέσα από την πολλαπλότητα των μορφών πειραματισμού πάνω στις «ικανότητες του οποιουδήποτε» και την οικοδόμηση μιας αγωνιστικής «κουλτούρας της εμπιστοσύνης»7
2 Shirts, M (1989) Playing Soccer in Brazil: Socrates, Corinthians and Democracy, in The Wilson Quarterly, Vol. 13, No 2, pp. 119-123
3 Απόσπασμα από συνέντευξη του Σόκρατες στη σειρά ντοκιμαντερ “Football Rebels” (2013), Al Jazeera English,
4 Ranciere, J. (2012) Ο Μερισμός του Αισθητού: Αισθητική και Πολιτική. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
5 Βλ. Ζαχαριάδης Α. (2013)
6 Βλ. “Football Rebels” (2013)
7 Ranciere, J. (2009) Κομουνιστές χωρίς Κουμουνισμό; Εισήγηση στο συνέδριο «Για την Ιδέα του Κομμουνισμού» στο Birkbeck του Λονδίνου στις 13-15 Μαρτίου, 2009