Την ικανότητα του καπιταλισμού να επιβιώσει της οικονομίας της αγοράς προανήγγειλε πολύ νωρίτερα η μοίρα των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Η έκκληση να συνενωθούν σε εργατικά σωματεία και κόμματα εκτελέστηκε κατά γράμμα, όμως αυτές οι οργανώσεις δεν εκπλήρωσαν και τόσο τα φυσιολογικά καθήκοντα του ενωμένου προλεταριάτου, δηλαδή την αντίσταση στην ταξική κοινωνία γενικά, όσο την υποταγή στις φυσιολογικές συνθήκες της ίδιας του της ανάπτυξης σε μαζικές οργανώσεις. Ενσωματώθηκαν κι αυτές μέσα στους μετασχηματισμούς της οικονομίας. Κάτω απ’ τον φιλελευθερισμό είχαν αφοσιωθεί στο σκοπό της βελτίωσης του πεπρωμένου τους. Λόγω της αξιοπιστίας τους, η επιρροή ορισμένων πιο εξασφαλισμένων στρωμάτων των εργατών απόκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα. Το Κόμμα ασκούσε πιέσεις για κοινωνική νομοθεσία: η ζωή των εργατών κάτω απ’ τον καπιταλισμό έπρεπε να ανακουφιστεί. Το Συνδικάτο αγωνιζόταν να εξασφαλίσει προνόμια για τους ειδικευμένους εργάτες. Σαν ιδεολογική δικαιολόγηση εμφανίστηκαν φράσεις που μιλούσαν για την δημοκρατία στο εργοστάσιο και την εξελικτική πορεία προς το σοσιαλισμό. Η εργασία σαν επάγγελμα: απ’ την κριτική της εργασίας σαν σκλαβιάς, που αποτελούσε και την μόνη οπτική του παρελθόντος, δεν απόμεινε σχεδόν ούτε λέξη. Η εργασία από έμβλημα αξίας των αστών μεταμορφώθηκε σε πόθο των απόκληρων.
Οι μεγάλες οργανώσεις διέδιδαν μια ιδέα κοινωνικοποίησης που μόλις και μετά βίας μπορούσε να διακριθεί απ’ την κρατικοποίηση, την εθνικοποίηση ή την κοινωνικοποίηση στον κρατικό καπιταλισμό. Το επαναστατικό όραμα της απελευθέρωσης συνέχισε να ζει μόνο στις συκοφαντίες των αντεπαναστατών. Όταν η φαντασία αποσπάστηκε ολοκληρωτικά από κάθε πραγματική βάση, ο υφιστάμενος κρατικός μηχανισμός αντικαταστάθηκε απ’ το κόμμα και την γραφειοκρατία των εργατικών συνδικάτων, η αρχή του κέρδους αντικαταστάθηκε απ’ το ετήσιο πλάνο των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα και η ουτοπία δομήθηκε σύμφωνα με την ντιρεκτίβα. Οι άνθρωποι θεωρήθηκαν αντικείμενα και –όπου ήταν αναγκαίο– αντικείμενα που ανήκαν στους ίδιους τους εαυτούς τους. Όσο μεγαλύτερες γίνονταν οι οργανώσεις, τόσο περισσότερο η ηγεσία τους όφειλε τη θέση της στην εκλογή του ικανότερου. Η σιδερένια υγεία, η καλή τύχη τού να είσαι ανεκτός στο μέσο μέλος κι όχι αντιπαθής στην ηγεσία, μια απέχθεια προς την περιπέτεια, το χάρισμα τού να είσαι ικανός να συνδιαλέγεσαι με την αντιπολίτευση, η ετοιμότητα να διακηρύττεις τη μεγαλύτερη ασυνέπεια σαν αρετή στο πλήθος και στον εαυτό σου, ο μηδενισμός κι η αυτοπεριφρόνηση – αυτά είναι τα απαραίτητα προτερήματα.
Με την διεύρυνση αυτού του μηχανισμού, ο έλεγχος και η αντικατάσταση αυτών των ηγετών γίνονται για τεχνικούς λόγους όλο και πιο δύσκολες. Ανάμεσα στην πραγματική χρησιμότητα της παραμονής τους στην εξουσία και στην προσωπική τους απόφαση να μην τη χάσουν, κυριαρχεί μια προκαθορισμένη αρμονία. Ο ηγέτης και η κλίκα του γίνονται τόσο ανεξάρτητοι μέσα στην οργάνωση της εργατικής τάξης όσο ανεξάρτητο είναι και το συμβούλιο των διευθυντών απ’ τους μετόχους σε ένα βιομηχανικό μονοπώλιο. Τα μέσα εξουσίας, δηλαδή, απ’ τη μια μεριά τα αποθέματα του εργοστασίου κι απ’ την άλλη τα κεφάλαια του κόμματος ή του συνδικάτου, βρίσκονται στη διάθεση της ηγεσίας για να τα χρησιμοποιήσουν για την επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος. Αυτοί που είναι δυσαρεστημένοι διασκορπίζονται και πρέπει να βασιστούν στα δικά τους πορτοφόλια κι όχι στην συνδικαλιστική ταυτότητα. Σε ακραίες περιπτώσεις η αντίσταση αποκεφαλίζεται, εξαγοράζεται στην συγκέντρωση των μετόχων ή εκδιώκεται απ’ το συνέδριο του κόμματος. Οτιδήποτε επιδιώκει ν’ αναπτυχθεί κάτω από οποιαδήποτε εξουσία διατρέχει τον κίνδυνο να την αναπαράγει.
Στο βαθμό που η προλεταριακή αντιπολίτευση στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν αντιμετώπισε την πτώση της στον σεχταρισμό, έπεσε επίσης θύμα των διοικητικών αντιλήψεων. Η θεσμοποίηση στις ανώτερες βαθμίδες τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας έχει την ίδια βάση: την αλλαγή στα μέσα παραγωγής. Η μονοπωλιακή βιομηχανία, που μετατρέπει τη μάζα των μετόχων σε θύματα και παράσιτα, ωθεί τις μάζες των εργατών στο να υποστηρίζουν την παθητικότητα. Έχουν να περιμένουν περισσότερα από την προστασία και την συμπαράσταση των οργανώσεων παρά απ’ τη δουλειά τους. Στις δημοκρατίες της Δύσης οι ηγέτες των μεγάλων οργανώσεων της εργατικής τάξης έχουν με τα μέλη τους την ίδια σχέση που έχουν και τα εκτελεστικά όργανα του τέλειου κρατισμού με την κοινωνία ως σύνολο: κρατούν τις μάζες, τις οποίες φροντίζουν, υπό αυστηρή πειθαρχία˙ τις διατηρούν σε ερμητική απομόνωση από μη ελεγχόμενα στοιχεία και ανέχονται τον αυθορμητισμό μόνο σαν αποτέλεσμα της δικής τους εξουσίας. Πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς της προφασιστικής περιόδου, που έπαιζαν τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα σε εκείνους που μονοπωλούν την εργασία και στην βιομηχανία και που δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεφύγουν από την ουτοπία μιας πιο ανθρωπιστικής παραλλαγής του αυταρχικού κράτους, αυτοί οι ηγέτες των εργατών αγωνίζονται για το δικό τους είδος εθνικής ενότητας (Volksgemeinschaft).
Ενάντια σ’ αυτή την εξέλιξη των εργατικών οργανώσεων δεν έλειψαν οι εξεγέρσεις. Οι διαμαρτυρίες των αποσχισθεισών ομάδων ήταν τόσο ομοιόμορφες όσο και η μοίρα τους. Στρέφονταν ενάντια στην κομφορμιστική πολιτική της ηγεσίας, ενάντια στην εξέλιξη σε ένα μαζικό κόμμα, ενάντια στην άτεγκτη πειθαρχία. Ανακάλυψαν αρκετά νωρίς ότι ο πρωταρχικός στόχος της εξάλειψης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης κάθε μορφής ήταν απλώς μια προπαγανδιστική φράση στα στόματα των επισήμων: στα εργατικά συνδικάτα επέκριναν τις μισθολογικές ρυθμίσεις που περιόριζαν τις απεργίες˙ στο κόμμα επέκριναν την κοινοβουλευτική συνεργασία στο στενό πλαίσιο της καπιταλιστικής νομοθεσίας επειδή είναι διαβρωτική˙ και στις δύο οργανώσεις επέκριναν την Πολιτική του Εφικτού. Αναγνώριζαν ότι η αντίληψη της κοινωνικής επανάστασης με νόμιμα μέσα είναι τόσο πιο συμβιβαστική όσο περισσότερα είναι τα μέλη που στρατολογούνται με βάση αυτήν την αντίληψη. Όμως οι γραφειοκράτες της κορυφής, λόγω της θέσης τους, είναι οι καλύτεροι οργανωτές και για να υπάρξει το κόμμα έχει ανάγκη από πεπειραμένους ειδικούς.
Παντού οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης απέτυχαν να πάρουν με το μέρος τους τα μέλη της βάσης ή να αναπτύξουν νέες μορφές αντιπολίτευσης. Όταν οι αντιπολιτευτικές ομάδες απόκτησαν μεγαλύτερο κύρος μετά την αποχώρησή τους, έγιναν και αυτές με τη σειρά τους γραφειοκρατικοί θεσμοί. Η ενσωμάτωση είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν τα άτομα και οι ομάδες προκειμένου να αναπτυχθούν κάτω απ’ τον καπιταλισμό. Ακόμα και τα συνδικάτα εκείνα που το πρόγραμμά τους ήταν αντίθετο με όλες τις κοινοβουλευτικές μεθόδους βρέθηκαν, με την αύξηση των μελών τους, πολύ μακριά από τις ακρότητες της γενικής απεργίας και της άμεσης δράσης. Ήδη, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την αποδοχή ενός Υπουργείου Ανεφοδιασμού, έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους για ειρηνική συνεργασία. Ακόμα και οι Μαξιμαλιστές, μετά την επανάσταση, ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι η επονείδιστη κοινωνιολογία του κομματικού μηχανισμού θα κατάφερνε τελικά να νικήσει.
Το αν οι επαναστάτες κυνηγούν την εξουσία με τον τρόπο που κυνηγά κανείς τα λάφυρα ή τους εγκληματίες, αυτό γίνεται εμφανές καταρχήν από την πορεία της δράσης τους. Αντί να διαλυθεί τελικά μέσα στην δημοκρατία των συμβουλίων, η ομάδα μπορεί να διατηρηθεί σαν ηγεσία. Η εργασία, η πειθαρχία και η τάξη μπορούν να σώσουν την δημοκρατία και να καλλωπίσουν την επανάσταση. Ακόμη κι όταν η κατάργηση του κράτους είναι γραμμένη πάνω στην σημαία του, το κόμμα μεταμορφώνει την βιομηχανικά υποανάπτυκτη πατρίδα του σε μυστικό όραμα όμοιο μ’ εκείνο των βιομηχανικών δυνάμεων που δεν μπορούν πια να ζήσουν χωρίς των φασισμό. Το επαναστατικό κίνημα αντανακλά αρνητικά την κατάσταση ενάντια στην οποία επιτίθεται. Στην μονοπωλιακή περίοδο, ο ιδιωτικός και κρατικός έλεγχος της αποξενωμένης εργασίας εξαπλώνεται. Στον ιδιωτικό τομέα, ο κοινωνικός αγώνας κατευθύνεται ενάντια στην αναρχία της οικονομίας της αγοράς. Στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η αντίσταση κατευθύνεται ενάντια στην τελευταία αυτή μορφή εκμετάλλευσης. Η ιστορική αντίφαση τού να απαιτείται ορθολογιστική σχεδιοποίηση ταυτόχρονα με την ελευθερία, τη χειραφέτηση και τη συστηματοποίηση, μπορεί να υπερνικηθεί˙ έτσι κι αλλιώς, με τους Μαξιμαλιστές η εξουσία τελικά βγήκε νικήτρια και έκανε θαύματα.
Όπως ακριβώς η σκέψη από μόνη της δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον, δεν μπορεί ούτε να καθορίσει το σημείο μέσα στο χρόνο. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, τα στάδια του Παγκόσμιου Πνεύματος ακολουθούν το ένα το άλλο με λογική αναγκαιότητα και κανένα δεν μπορεί να παραλειφθεί. Απ’ αυτή την άποψη, ο Μαρξ παρέμεινε πιστός στον Χέγκελ. Η ιστορία εμφανίζεται ως ενιαία κι αδιαίρετη εξέλιξη. Το καινούργιο δεν μπορεί να έρθει πριν την ώρα του. Εν τούτοις, ο φαταλισμός και των δύο φιλοσόφων αναφέρεται μόνο στο παρελθόν. Το μεταφυσικό τους λάθος, δηλαδή, το ότι η ιστορία υπακούει σ’ έναν προκαθορισμένο νόμο, ανασκευάζεται απ’ το ιστορικό τους λάθος, δηλαδή το ότι ένας τέτοιος νόμος εκπληρώθηκε στον προκαθορισμένο χρόνο. Το παρόν και το παρελθόν δεν υπόκεινται στον ίδιο νόμο. Ούτε αρχίζει μια νέα κοινωνική περίοδος. Στην προϊστορία υπάρχει πρόοδος που κυβερνά όλα τα στάδια μέχρι σήμερα. Μπορεί να λεχθεί για τα παρελθόντα ιστορικά εγχειρήματα ότι ο χρόνος δεν ήταν ακόμα ώριμος γι’ αυτά.
Οι σημερινές συζητήσεις περί ακατάλληλων συνθηκών αποτελούν κάλυψη της ανοχής απέναντι στην καταπίεση. Για τον επαναστάτη οι συνθήκες είναι πάντοτε ώριμες. Αυτό που εκ των υστέρων εμφανίζεται σαν προκαταρκτικό στάδιο ή σαν πρόωρη κατάσταση ήταν κάποτε για έναν επαναστάτη μια τελευταία ευκαιρία για αλλαγή. Ο επαναστάτης είναι πάντοτε με το μέρος των απελπισμένων που είναι έτοιμοι κάθε στιγμή, όχι μ’ εκείνους που έχουν όλο τον καιρό μπροστά τους. Η επίκληση ενός σχεδίου κοινωνικών σταδίων που αποδεικνύει –κατόπιν εορτής– την ανικανότητα μιας προηγούμενης εποχής, ήταν τότε μια αντιστροφή της θεωρητικής και πολιτικής χρεωκοπίας. Μέρος του νοήματος της θεωρίας είναι η εποχή στην οποία αναπτύσσεται. Η θεωρία της Ανάπτυξης των Μέσων Παραγωγής, της διαδοχής διαφόρων τρόπων παραγωγής και του ρόλου του προλεταριάτου δεν είναι ούτε ιστορικός πίνακας για να τον ατενίζει κανείς ούτε επιστημονική φόρμουλα για τον υπολογισμό μελλοντικών γεγονότων…
επιλογή – επεξεργασία Δ.Κ.