Το 2000, φοιτήτρια ακόμη στην Αθήνα, ανακαλύπτω τα Δεκαοχτώ Κείμενα. Είναι και η χρονιά που πεθαίνουν οι Πλασκοβίτης και Χειμωνάς, ενώ στα διάφορα φιλολογικά «δρώμενα» που τρέχαμε με την παρέα, απολαμβάναμε ακόμη ζωντανούς τους Κουμανταρέα και Αργυρίου. Σήμερα, από τους δεκαοχτώ, βρίσκονται στη ζωή μόνον ο Βαλτινός και ο Κουφόπουλος. Η περίπτωση των Κειμένων, στάθηκε για χρόνια μετά από την πρώτη μου επαφή μαζί τους, αυτό που σημείωνε και ο Κέδρος στο οπισθόφυλλο της εορταστικής επανέκδοσης το 1994:
Για να γιορτάσουμε τα 40 χρόνια από την ίδρυση του «Κέδρου», ανατυπώνουμε, σε πανομοιότυπη έκδοση, τον τόμο των «18 κειμένων» (1970) που έχει από χρόνια εξαντληθεί. Τιμή στους πρωτεργάτες του, σ’ όσους αγαπημένους έφυγαν αυτά τα χρόνια και σ’ όσους συνεχίζουν τον καλόν αγώνα. Σ’ αυτούς που τόλμησαν ομαδικά και επωνύμως να δηλώσουν την αντίθεσή τους στη δικτατορία, λύνοντας την επίσης εύγλωττη σιωπή τους, ύστερα απ’ την άρση της προληπτικής λογοκρισίας.
Αρκετά χρόνια αργότερα και με αφορμή το διήγημα του Μένη Κουμανταρέα «Μαραμπού και Χούντα», από το βιβλίο του Η Γυναίκα που Πετάει, μαθαίνω και για την προηγηθείσα της έκδοσης Δήλωση των δεκαοχτώ συγγραφέων κατά της λογοκρισίας. Ο Κουμανταρέας στο εν λόγω διήγημα, αφηγείται την προσπάθεια του Κώστα Ταχτσή να πείσει τον «Μαραμπού», Νίκο Καββαδία, να συνυπογράψει τη δήλωση και την τελική του άρνηση. Σύμφωνα με άλλη πηγή[i], ο Ταχτσής πάλι, είχε ζητήσει και την υπογραφή του Ελύτη, ο οποίος του διέφυγε διπλωματικά. Το πώς η Δήλωση οδήγησε στην έκδοση των Κειμένων δίνεται αναλυτικά παρακάτω:
Στις 28 Μαρτίου 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης προέβη στην μοναδική «ανοιχτή» πολιτική πράξη της ζωής του καθώς από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς μετεδόθη ένα ηχογραφημένο από τον ίδιο μήνυμα: «Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη στο τέλος». Η Χούντα τον χαρακτήρισε όργανο του διεθνούς κομμουνισμού. […] Το μήνυμα του Σεφέρη δεν το δημοσίευσε καμιά ελληνική εφημερίδα, εκτός από το περιοδικό «Νέα Εστία» στο τεύχος 1003 της 15ης Απριλίου 1969.
Ο Παπαδόπουλος είχε υιοθετήσει την Ανθολογία Πεζογραφίας των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη και υποχρέωνε τις εφημερίδες να την δημοσιεύουν καθημερινά. […]Όλα αυτά μέχρι που δημοσιεύθηκε το διήγημα «ο Α2» του Ρένου Αποστολίδη που θορύβησε τους στρατιωτικούς. Η εφημερίδα κατασχέθηκε και η δημοσίευση της ανθολογίας σταμάτησε πάλι με εντολή του Παπαδόπουλου.
Το μήνυμα Σεφέρη και όλη αυτή η ιστορία με την Ανθολογία ώθησε μια σειρά συγγραφείς να αντιδράσουν υπογράφοντας μια διαμαρτυρία κατά της λογοκρισίας. Από την άλλη όμως φάνηκε, τότε, πόσο λίγοι ήταν αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να υπογράψουν μια δήλωση που στρεφόταν ανοιχτά κατά της χούντας. Το κείμενο στάλθηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 23 Απριλίου 1969. Δεν το δημοσίευσαν λόγω της λογοκρισίας. Το μετέδωσαν οι ξένοι ανταποκριτές. Συγκεντρώθηκαν 19 υπογραφές, εμφανίστηκε ως δήλωση των 18. Η 19η υπογραφή ήταν του Μανόλη Αναγνωστάκη του μόνου από την Θεσσαλονίκη. Για να μην φανεί ο αριθμός των υπογραφών μικρός, το κείμενο τροποποιήθηκε, ως αντιπροσωπευτικό των συγγραφέων της Αθήνας.
«Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο λειτουργεί λογοκρισία, που νεκρώνει τη γόνιμη ανταλλαγή ιδεών κι εμποδίζει τον άφοβο διάλογο· όσο απαγορεύονται βιβλία· όσο διώκονται πνευματικοί άνθρωποι για μόνες τις πεποιθήσεις τους. Ελεύθερη πνευματική ζωή δε συμβιβάζεται με την προσπάθεια αφανισμού, στην παιδεία, της ζωντανής μας γλώσσας – της γλώσσας του Εθνικού μας Ύμνου και της δημοτικής μας παράδοσης. Όλ’ αυτά τα φαινόμενα συνθέτουν την εικόνα της καταπίεσης που υφίσταται το Πνεύμα στον τόπο, κι αποτελούν μια πτυχή της γενικότερης δοκιμασίας που περνάει η Ελλάδα. Έχουμε συνείδηση πως η πτυχή αυτή, που φυσικό είναι να μας συγκινεί ιδιαίτερα, δεν είναι η μόνη ούτε κι η τραγικότερη. Η ελευθερία όμως είναι αδιαίρετη, και το πόσο σημαντική είναι η πνευματική ελευθερία για την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των εθνών, μας το επιβεβαίωσαν, πρόσφατα ακόμα, ο ηρωικός αγώνας του τσεχοσλαβικού λαού για να την κατακτήσει, κι οι διαμαρτυρίες των φιλελευθέρων Ρώσων διανοουμένων, που εξακολουθούν να διώκονται. Τιμούμε τον Γιώργο Σεφέρη, γιατί πρώτος επισήμανε τους κινδύνους, που αυξάνουν όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση. Ελπίζουμε, η φωνή του μεγάλου ποιητή να μην αποδειχθεί φωνή Κασσάνδρας».
Υπογραφές: Αβέρωφ Μιχαήλ, Αλέξανδρος Αργυρίου, Θανάσης Βαλτινός, Γιώργος Γεραλής, Ιάσων Δεπούντης, Λιλή Ιακωβίδη, Παντελής Καλλιότσος, Λίνα Κάσδαγλη, Νίκος Κάσδαγλης, Φώντας Κονδύλης, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μένης Κουμανταρέας, Τάκης Κουφόπουλος, Κωστούλα Μητροπούλου, Ρόδης Ρουφος, Κώστας Ταχτσής, Καίη Τσιτσέλη, Θ. Δ. Φραγκόπουλος.
Η χούντα υποκριτικά ανέστειλε την λογοκρισία λίγους μήνες μετά, υποκριτικά γιατί δεν επανέφερε κανένα άρθρο του Συντάγματος που είχε αναστείλει με την κήρυξή της. Έτσι η ειδησεογραφία των εφημερίδων έμεινε ίδια καθώς οι συντάκτες των εφημερίδων γίνονταν αποκλειστικά υπεύθυνοι και έπρεπε μόνοι τους να εκτιμήσουν τα «όρια» ανοχής του καθεστώτος. Η αυτολογοκρισία είναι χειρότερη από την λογοκρισία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τον Ιούλιο του 1970, ο εκδοτικός οίκος «Κέδρος», που εξέδιδε κυρίως Βάρναλη και Ρίτσο κυκλοφόρησε μια συλλογή από 18 κείμενα. Ήταν 16 αρχικά συν ένα του Σπύρου Πλασκοβίτη που ήταν φυλακή και τις «Γάτες του Αι Νικόλα», του Σεφέρη που ήταν ανέκδοτο στην Ελλάδα ποίημα. Στον πρόλογο της έκδοσης και πάλι γίνονται αναφορές σε μεγάλες ζωτικές περιοχές της πνευματικής ζωής που εξακολουθούν να περιβάλλονται από πλέγματα που καθιστούν ανέφικτη την εξαντλητική περιγραφή και αξιολόγηση τους». [ii]
Το 2010 έτυχε μαζί με άλλους να προσπαθήσω και εγώ στο νησί, κρατώντας ένα χαρτί με σημειωμένες κάποιες θέσεις σε σχέση με την πολιτική διαχείριση του μικρού μας τόπου, να αναζητήσω πρόθυμους ανθρώπους να τις ασπαστούν και να το συνυπογράψουν. (Προλαβαίνω κακεντρέχειες: όχι μόνο δε συγκρίνεται το μέγεθος και το νόημα της προσπάθειας, αλλά αναγνωρίζω πλήρως και το ρομαντικό-παρορμητικό του εγχειρήματος, που μοιάζει άμεσα, να μην απέδωσε καρπούς. Όμως. Με ανθρώπους που δεν γνώριζα και μας ένωσε τότε η ελάχιστη και συμβολική τους κίνηση να βάλουν το όνομά τους δίπλα στο δικό μου, στο ίδιο δημόσιο κείμενο, μας συνδέουν ακόμη ισχυροί δεσμοί φιλίας και αλληλοεκτίμησης.) Ήταν τότε, όταν ολοκληρώθηκε το κυνήγι των υπογραφών, που έδειξα τα ονόματά μας σε κάποιον μεγαλύτερο και εμπειρότερο, που περίμενε να δει τι θα βγει από όλο αυτό, για να πάρω το αφοπλιστικό σχόλιο: «σιγά τα ονόματα, αυτοί δε μετράνε»! Δεν ήταν πως είχε καταδικάσει την προσπάθεια εκ προοιμίου και έτρωγα ζεστή στα μούτρα μου την περιφρόνηση. Ήταν αυτή η χυδαία πλάνη, πως όποιος δεν έχει κοινωνική επιφάνεια ή εμπειρία από τις δουλειές του κατεστημένου, δεν μετράει! Ότι για να μετράς, πρέπει να είσαι «κάποιος» με όλη την αρρωστημένη παρανόηση που έχει επιβληθεί ο όρος. Δεν το συζητώ δε, εάν αποκλίνεις και εμφανώς από την κοινωνική νόρμα…
Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τη Γυναίκα που Πετάει, θυμήθηκα πως ήταν ένα σφάλμα στο οποίο είχαν υποπέσει και οι δεκαοκτώ των Κειμένων. Ίσως όχι όλοι από αυτούς και ίσως όχι οι περισσότεροι. Πάντως, μέχρι το τέλος της ζωή του, ο Μένης Κουμανταρέας δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον αποκλεισμό του Κώστα Ταχτσή, πρωτεργάτη της Δήλωσης, από την έκδοση των Κειμένων. Ο λόγος; Σύμφωνα με τον Κουμανταρέα:
«Επικράτησε η άποψη ότι παραήταν παρορμητικός και επιπλέον – πράγμα ασυγχώρητο – ομοφυλόφιλος…»
Ενώ ο ίδιος ο Ταχτσής, περιγράφοντας τη δίωξή του από την Ασφάλεια:
«[…]ήταν λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της «Δήλωσης των 18» που είχα συνυπογράψει –κάτι που μερικοί άσπονδοι φίλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να παρασιωπήσουν, δίνοντας έμφαση στα «18 Κείμενα»… Με κάλεσαν λοιπόν στην Ασφάλεια. Ο αστυνομικός είχε μπροστά του έναν ογκώδη φάκελο σα να’ μουνα κανένας εγκληματίας. ‘Αρχισε να τον σκαλίζει. Ο άνθρωπος βρισκόταν σε πολύ πιο μεγάλη αμηχανία από μένα. Μου είπε : «Εδώ σας βλέπω ανθυπολοχαγό… Εδώ…» Δεν τέλειωσε τη φράση του. Απλώς μου’ δειξε την ενοχοποιητική φωτογραφία που μου είχαν βγάλει οι ίδιοι το ’65 επί Γεωργίου Παπανδρέου, όταν υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν εκείνος ο μανιακός διώκτης ομοφυλόφιλων που κυκλοφορούσε με μια μπέρτα κι ήταν -τι ειρωνεία- εργοστασιάρχης προφυλακτικών !»[iii]
Έτσι λοιπόν, συνέβη η απομάγευση. Η έκδοση των Δεκαοχτώ Κειμένων, που ως νεαρή με είχε συγκινήσει, μοιάζει πλέον στα μάτια μου μια στημένη και υπερβολικά προβεβλημένη κίνηση από ένα συγκεκριμένο συνάφι του χώρου. Πιθανότατα την αδικώ. Όμως, όσο μπορεί να θεωρηθεί πράξη ηρωική και να ενέπνευσε και να εξακολουθεί να εμπνέει, άλλο τόσο έχει εν μέρει ακυρωθεί ως αυτοαναιρεθείσα. Γιατί δε γίνεται να μάχεσαι τη λογοκρισία λογοκρίνοντας και να αγωνίζεσαι τον «καλόν αγώνα», αποκλείοντας τον αγωνιστή και προτάσσοντας την «ιδέα» και τον «σκοπό» έναντι των προσώπων και των μέσων.
Πόσο μάλλον, όταν η περιβόητη «παρορμητικότητα» του Κώστα Ταχτσή, αποτελεί την πεμπτουσία κάθε αντίστασης και κάθε αγώνα. Και αν σήμερα κάτι πρέπει να καλλιεργήσουμε με επιμονή, μπροστά στις νέες ανάγκες για «φασαρίες», ετούτο είναι σαφώς περισσότερο την ορμητικότητα της ψυχής, παρά φιλολογικές δηλώσεις, κείμενα και διανοουμενισμό.
Όσο δε για τον Ταχτσή, συνεχίζει ο Κουμανταρέας, «την υστεροφημία όμως εκείνος την κατέκτησε τελικά, ενώ αρκετούς από τους άλλους πρωτεργάτες τούς κατάπιε το σκοτάδι»…
[i] https://athens.indymedia.org/post/1555428/
[ii] http://www.healthyliving.gr/2011/04/21/φάκελλος-21η-απριλίου-ο-πολιτισμός-τα-χ/