Είναι ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου. Ένα τελεσίγραφο εκ μέρους του ηγέτη της Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι, φτάνει στα χέρια του πρωθυπουργού της Ελλάδος. Η χώρα να παραδοθεί αβίαστα στα ιταλικά στρατεύματα ειδάλλως θα υπάρξει ένοπλη αναμέτρηση. Τι δίλημμα! Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς ανταποκρίνεται. Η απάντηση είναι άμεση. «Ε, λοιπόν, έχουμε πόλεμο!». Τι σημασία είχε που ήμασταν πιο αδύναμοι στα όπλα.
Ξημέρωσε. Η ατμόσφαιρα δεν είναι όπως χθες. Είναι αλλιώτικη, κάπως μελαγχολική. Ο ουρανός συννεφιασμένος, θαρρείς πως ο ήλιος ξέχασε να ανατείλει αυτό το πρωινό. Και τα πουλιά δεν τραγουδάνε σήμερα, μονάχα έχουν σταθεί στα παραθύρια και χτυπούν τρομαγμένα το τζάμι. Μια περίεργη μυρωδιά επικρατεί, καθόλου άγνωστη στα στενά της πατρίδας. Α ναι, είναι η μυρωδιά του πολέμου.
Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους. «Παλέψτε. Αγωνιστείτε για την ελευθερία, τη δική σας και των παιδιών σας. Αγωνιστείτε για την πατρίδα μας. Εσείς! Εσείς είστε οι τυχεροί που θα τιμήσετε τους προγόνους μας, εκείνους που έπεσαν στον Μαραθώνα, εκείνους που έπεσαν στο Ζάλογγο. Παλέψτε, να δυναμώσουν λίγο ακόμη τα θεμέλια της βαριάς ιστορίας μας.» Έτσι τους είπε όταν συγκεντρώθηκαν στην πλατεία.
Κι εκείνοι χειροκρότησαν με πάθος και ενθουσιασμό χωρίς να μιλούν. Άλλωστε, ό,τι είχαν να πουν το έδειξαν. Υπέροχο πρωινό! Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και τότε η ατμόσφαιρα σαν να άλλαξε. Τα μάτια τους έλαμπαν. Οι ψυχές τους περήφανες, έτοιμες για τον αγώνα. Φόρεσαν τα άρβυλα, άφησαν το φόβο πίσω και πήραν τα βουνά με ένα χαμόγελο στα χείλη. Όχι, δεν αγαπούσαν τον πόλεμο. Πες μου ποιος άνθρωπος τάχα αγαπά τον πόλεμο; Την ειρήνη αγαπούσαν, γι’ αυτό και πήρανε χαρούμενοι τα βουνά. Για να την πάρουν πίσω από εκείνους που μας τη κλέψανε. Κάπως έτσι, κάποιο ξημέρωμα, με ένα τελεσίγραφο και ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ η Ελλάδα έκανε την μοναδική είσοδό της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
28 Οκτωβρίου 1940. Σαν να γνώριζαν από πριν την απάντηση, οι Ιταλοί είναι ήδη στημένοι στα βουνά της Ηπείρου έτοιμοι για σύγκρουση. Η πρώτη μας μάχη εναντίον του Ιταλού φασίστα Μουσολίνι. Οι Έλληνες μοιάζουν μηδαμινοί μπροστά στον υπεράριθμο στρατό του, μα είναι πολύ αργά για να κάνουν πίσω. Κι όμως. Η εισβολή αποκρούεται και οι ίδιοι προελαύνουν στη Βόρεια Ήπειρο απελευθερώνοντας τις αλύτρωτες ως τότε ελληνικές περιοχές, όπως τη Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και τους Αγίους Σαράντα. Φαίνεται πως τελικά η αριθμητική υπεροπλία των αντιπάλων δεν στάθηκε εμπόδιο στη νίκη τους. Έτσι είναι. Κάποιοι είναι ανώτεροι στα όπλα, μα κάποιοι άλλοι στη ψυχή.
Μάρτιος του 1941, η ‘‘εαρινή επίθεση’’. Για δεύτερη φορά ο Μουσολίνι επιχειρεί να υποδουλώσει τα ελληνικά εδάφη. Μάταια όμως. Οι Έλληνες, με οδηγό τη δίψα τους για ελευθερία, βγαίνουν νικητές και σε αυτήν τη μάχη. Θρίαμβος! Όλοι οι σύμμαχοι πανηγυρίζουν μαζί με την Ελλάδα κάτι που μέχρι χθες φάνταζε αδύνατο. Την πρώτη ήττα των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα. «Από σήμερα, θα λέμε πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες κι όχι οι Έλληνες σαν ήρωες» ήταν τα λόγια του Άγγλου πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ κι ήταν αρκετά για να περιγράψουν το πάθος των Ελλήνων στο πεδίο της μάχης.
6 Απριλίου 1941. Ο ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, φανερά δυσαρεστημένος από την αποτυχία των συμμάχων του, αναλαμβάνει δράση. Το πυροβολικό αυτή τη φορά είναι βαρύτερο και οι Γερμανοί ακόμη περισσότεροι από τους Ιταλούς. Ο φόβος βρήκε τους αγωνιστές μας κι ας τον είχαν αφήσει πίσω φεύγοντας. Μα δεν δείλιασαν. Γιατί δειλός δεν είναι αυτός που φοβάται αλλά εκείνος που υποχωρεί μπροστά στον φόβο του. Κι η λέξη υποχώρηση δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό τους. Οι Έλληνες αντιστέκονται σθεναρά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και τα οχυρά Ρούπελ δεν πέφτουν. Οι Γερμανοί ωστόσο παρακάμπτουν την γραμμή αυτή και εισβάλλουν τελικά στην Ελλάδα καταλαμβάνοντας την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.
Η πρώτη ήττα των Ελλήνων έφτασε. Μαζί και οι πρώτες τιμές από τους ίδιους τους εχθρούς. Και καθώς οι Έλληνες φεύγουν κουβαλώντας τα όπλα τους δακρυσμένοι, παραδομένοι πλέον στον αντίπαλο, οι Γερμανοί στέκονται προσοχή από σεβασμό στους υπερασπιστές των οχυρών, που όμοιους τους δεν είχαν ξανασυναντήσει. Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτονεί μη μπορώντας να παραδώσει τη χώρα στον Χίτλερ. Η ελληνική κυβέρνηση μαζί με τον βασιλιά καταφεύγουν στη Κρήτη κι έπειτα στο Κάιρο με στόχο να συνεχίσουν από εκεί την αντίσταση.
Εντός της χώρας όμως, η αντίσταση έχει ήδη αρχίσει. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ο κόσμος φωνάζει ΟΧΙ με κάθε τίμημα ενάντια στο φασιστικό καθεστώς των Γερμανών. Οι Κρήτες επί ένα μήνα προβάλλουν αντίσταση στις δυνάμεις του Χίτλερ, χαλώντας έτσι την πορεία του σχεδίου του, με αποτέλεσμα την καθήλωση των στρατευμάτων του στα βουνά της Ρωσίας λόγω του βαρύ χειμώνα. Όλη η ροή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλάζει χάρη σε αυτούς.
Και ο αγώνας συνεχίζεται. Το θάρρος των Ελλήνων μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Δύο φοιτητές, ο Γλέζος και ο Σάντας, κατεβάζουν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Πανικός στα γερμανικά στρατεύματα. Ποιος θα τό ’λεγε; Ο λαός μιας μικρής, αδύναμης χώρας σηκώνει κεφάλι εναντίον μιας τόσο μεγάλης δύναμης. Οι άνθρωποι συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, διαβάζουν τον παράνομο Τύπο. Αντίσταση παντού. Μέχρι στην Αφρική, στα βουνά, στις πόλεις και στα χωριά. Από όλους τους πολίτες, στρατιώτες και μη, απ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες. Από άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους. Καμιά εξαίρεση. Οι Έλληνες μετράνε εκατοντάδες θύματα, μα δεν πτοούνται, παρά συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται για ένα σκοπό. Δε θα περάσει ο φασισμός. ΟΧΙ.
Τα μέλη των αντιστασιακών ομάδων Ε.Α.Μ. και Ε.Δ.Ε.Σ. αντιστέκονται με όλα τα μέσα και τις δυνάμεις που διαθέτουν. Ρισκάροντας τη ζωή τους κλέβουν προμήθειες και όπλα από τα στρατόπεδα των κατακτητών για να μπορούν να βοηθούν τον ανταρτοπόλεμο πάνω στα βουνά. Οι δολιοφθορές στη πλευρά των Γερμανών πάνε κι έρχονται. Τα αντίποινα όμως ποτέ δεν έλειψαν, με αποκορύφωμα τις εκτελέσεις και τις σφαγές αμάχων στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα. Στις 26 Νοεμβρίου του ’42 οι αντάρτες ανατινάζουν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιοθαύμαστα κατορθώματα στην ιστορία της κατεχόμενης Ευρώπης. Οι Έλληνες πανηγυρίζουν ακόμη μια νίκη, μα όχι για πολύ. Λίγες μέρες αργότερα, στο ίδιο σημείο, εκτελούνται 9 πατριώτες. Έτσι είναι ο πόλεμος. Χωρίς κανόνες. Μα εκείνοι μπήκαν σ’ αυτό το παιχνίδι και δεν αποχωρούν μέχρι να πέσει και ο τελευταίος.
Και ξημερώνει 12 Οκτωβρίου 1944. Οι άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους. Κρατάνε σφιχτά στα στήθη τους ελληνικές σημαίες και τραγουδάνε: «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη». Τι όμορφο πρωινό! Η σημαία με τη σβάστικα υποστέλλεται και η γαλανόλευκη ανεμίζει περήφανα πάνω στο βράχο της Ακρόπολης. Αυτό ήταν. Μέχρι χθες μύριζε αίμα στην ατμόσφαιρα. Σήμερα σαν κάτι ν’ άλλαξε. Μυρίζει ελευθερία.
Πιο παλιά αναρωτιόμουν γιατί γιορτάζουμε τη μέρα αυτή. Ένας δάσκαλος, κάποτε, είχε πει μέσα στην τάξη πως είμαστε ο μοναδικός λαός που γιορτάζουμε την αρχή ενός πολέμου και όχι το τέλος του. «Μπορείτε να φανταστείτε γιατί;» ήταν η ερώτησή του. Δεν έβρισκα έναν καλό λόγο. Πόσο μάλλον ξέροντας πως ο πόλεμος αυτός δεν ήταν καν νικηφόρος, παρά οδήγησε την χώρα σε τριπλή κατοχή. Τώρα πλέον μπορώ να καταλάβω το γιατί.
Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κι ο μόνος τρόπος να κερδίσεις αυτό που θες είναι να το διεκδικήσεις. Όμως το θέμα δεν είναι να το διεκδικείς μόνο μέχρι να το αποκτήσεις αλλά και να παλεύεις κάθε μέρα για να το κρατάς ζωντανό. Ίσως γι’ αυτό δεν αγωνιζόμαστε πια. Γιατί, για εμάς, την ελευθερία την διεκδίκησαν και την κέρδισαν άλλοι. Και το χειρότερο δεν είναι άλλο, από το να στεκόμαστε όλοι σήμερα εδώ τιμώντας την ανδρεία των προγόνων μας και τον αγώνα τους κατά του φασισμού, τη στιγμή που παραμένουμε απαθείς μπροστά σε έναν νέο, πιο ύπουλο, κοινωνικό και οικονομικό πόλεμο που μας υποτάσσει καθημερινά. Έναν πόλεμο που φέρνει ξανά στην επιφάνεια ρατσιστικά φαινόμενα και νεοναζιστικά μορφώματα των οποίων τα αποτελέσματα γνωρίζουμε πόσο ολέθρια είναι.
Ας είναι, λοιπόν, αυτή η μέρα αφορμή για να θυμηθούμε πως το ΟΧΙ του ο ελληνικός λαός κάποτε το υπέγραψε με αίμα. Ας είναι αυτή η μέρα αφορμή για να παραδειγματιστούμε και να πούμε κι εμείς ΟΧΙ σ’ αυτούς που απειλούν την ειρήνη σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κι έχοντας πάντα στο νου μας το βάρος της ιστορίας που κρατάμε, ας αγωνιστούμε με κάθε κόστος για την ελευθερία.
Ζητώ η 28η Οκτωβρίου!
Να προσθέσω:
https://www.youtube.com/watch?v=a5ehJBIo0Fg
Όταν η συμπεριφορά των πολιτικών κατά την γερμανική επίθεση αποτελέσει κομμμάτι της διδακτέας ύλης για την ιστορία της 28ης Οκτωβρίου, τότε μόνο μπορεί να πλαστεί ένας αλλιώτικος πανηγυρικός.
Χωρίς αυτοσυνειδησία δεν μιλάμε για ελευθερία αλλά για συναίσθημα ή ένστικτο.
Ο πανηγυρικός πρέπει να πανηγυρίζει όχι να θρηνεί.
Το συναίσθημα και το ένστικτο είναι πολύ καλά προσόντα όταν πρέπει να αντιδράσεις γρήγορα.
Και όχι μαθητής, αλλά ούτε και «ψαγμένος» ενήλικας είναι ικανός να έχει πλήρη «αυτοσυνειδησία» σήμερα, μιας και οι ήρωες της αντίστασης άρχισαν να αλληλοσκοτώνονται με το πέρας του πολέμου.
Άς αφήσουμε τους ιστορικούς να καταλήξουν κάπου και σε μερικά χρόνια ίσως…
Πάντως ο συσχετισμός από την μαθήτρια, του αγωνιστικού πνεύματος του 40, με την σημερινή ηττοπάθεια, είναι απόλυτα επιτυχημένος!
η Έλενα, που την γνωρίζω μόνο ως συντάκτρια της Δραγονέρας, έχει ένα καταπληκτικό τάλαντο, που δεν είναι απλά λογοτεχνικό, αλλά δηλωτικό μιας ποιότητας ψυχής. Είμαι σίγουρη ότι με τέτοια ωριμότητα θα βρει το δρόμο της όσο περνάνε τα χρόνια και την αυτοσυνειδησία θα πλησιάσει, ακόμα περισσότερο όσο θα απομακρύνεται από αυτά που διδάσκονται στα σχολεία. Γιατί όλοι μας υπήρξαμε θύματα της κρατούσας εθνικιστικής αντίληψης της παιδείας, ακόμα κι εσύ Παναγιώτη, θα μου επιτρέψεις, που θεωρείς ότι οι Έλληνες πήγαν στον πόλεμο εν ομοψυχία και κάτι έπαθαν, σαν να τους τσίμπησε μύγα, και άρχισαν μετά την απελευθέρωση τον αλληλοσπαραγμό.
(Τώρα, όσο θέλουμε πανηγυρικούς, ας μην περιμένουμε και μεγάλες εκπλήξεις)
Η φράση «κρατούσα εθνικιστική παιδεία» σηκώνει πολύ συζήτηση. Φυσικά είμαστε όλοι «θύματα» της παιδείας μας, όποια και αν είναι αυτή, από το σχολείο, το σπίτι και το κοινωνικό περιβάλλον. Τραγική είναι δε, η ματαιότητα να προσπαθούμε να ξεφύγουμε από αυτή, υποτιμώντας την αποτελεσματικότητά της… Καταλήγουμε στο «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Συμφωνώ πάντως, ότι το επιδερμικό κομμάτι αυτής της παιδείας (βλέπε σχολικές εορτές κτλ) όχι απλά δεν πείθει τους πιο απαιτητικούς πολίτες (άρα μάλλον είναι «ακίνδυνη» για αυτούς) αλλά αποκοιμίζει και τους υπόλοιπους με την επαναληπτικότητά της.
Τέλος, για το θέμα της ομοψυχίας με την οποία πήγαν οι Έλληνες στον πόλεμο, δεν θεωρώ ότι είναι μη ιστορική άποψη. Οι περισσότεροι λαοί σύρθηκαν με ενθουσιαμό στους δύο πολέμους γιατί η φρίκη τους, προϊόν των νέων τεχνολογιών πολέμου, δεν ήταν τότε γνωστή. Και επειδή τίποτα πιο δίκαιο δεν υπάρχει για τον κοινό άνθρωπο παρά να υποστηρίζει το σπίτι του όταν βρίσκεται σε κίνδυνο. Υπήρχαν σίγουρα και τότε, κάποιοι που δεν πήγαν στον πόλεμο με ενθουσιασμό για ιδεολογικούς ή άλλους λόγους, αλλά τότε ήταν μικρή μειοψηφία. Η πόλωση που επακολούθησε ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν του ίδιου του πολέμου και των αλλαγών που συντελέστηκαν. Το προπολεμικό κυνήγι των κομμουνιστών, μπορεί να ήταν κάποιος σπόρος για αυτή την πόλωση, αλλά δεν νομίζω να έπιανε χωρίς των πόλεμο.
μιλώντας για ομοψυχία, εννοούσα τον ενθουσιασμό για τον ίδιο λόγο, όχι το κλίμα στην ατμόσφαιρα. (Το ζήσαμε και σε συνθήκες εργαστηρίου πρόπερσι: φασιστάκια και μια χαρά να παιδιά, να πανηγυρίζουν από κοινού για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.)
Πάντως θα ήθελα να έχω διδαχθεί περισσότερα πάνω σε αυτό το θέμα, και αν το 1940-49 είναι πρόσφατο, υπήρξαν και στο βαθύτερο παρελθόν εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες προσεγγίζονται εκπαιδευτικά ως «την κατάρα της φυλής μας» και άλλα τέτοια επιδερμικά κλισέ που συνειδητά, θεωρώ, συγκαλύπτουν τους πραγματικούς λόγους των συγκρούσεων -οι οποίοι σχεδόν πάντοτε ήταν πολιτικοί- και «μεγαλώνουν μεγαλώνουν απολιτίκ παιδιά».
Μήπως όταν μιλάς για πολιτική εννοείς την σχηματισμένη από το παρελθόν ιστορική μας αντίληψη περι αυτής και αγνοείς το δυναμικό παρόν, το οποίο έχει δώσει τελείως νέες κατευθύνσεις στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας, που καθιστούν τις παλαιές αντιθέσεις παρωχημένες;
Δεδομένων της έντασης και της πόλωσης του πρόσφατου δημοψηφίσματος, των μεγάλων διαδηλώσεων των τελευταίων ετών, της στροφής μερίδας του κόσμου προς εξτρεμιστικές οργανώσεις, του αναποδογυρίσματος του πολιτικού – κυβερνητικού σκηνικού κτλ θεωρείς ακόμη ότι είναι αδιάφορη η ελληνική κοινωνία για το σημερινό πολιτικό παρόν και τις πολιτικές διαφορές;
Το βιβλίο της ιστορίας της γ λυκείου, αν εξαιρέσεις το ατόπημα με την φωτογραφία, αναφέρει διάφορα κατατοπιστικά, στα πλαίσια μιας σύντομης παγκόσμιας ιστορίας, που αφήνουν περιθώριο στον καθηγητή να αναπτύξει περαιτέρω το θέμα. Και παρ’ότι είναι μια επισκόπηση γεγονότων, καταφέρνει να θίξει και το θέμα της κοινωνικής διαμάχης. Αν έπρεπε να προχωρήσει και στα βαθύτερά της αίτια θα έπρεπε να γίνει εγκυκλοπαίδεια, μιας και θα έπρεπε να φτάσει στην εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και να εντρυφήσει και στα αίτια του πολέμου γενικότερα. Άσε που είναι ένα θέμα πολύπλοκο που και οι επιστήμονες θα διαφωνούσαν περι αυτού, άρα το βιβλίο θα ήταν ακόμη πιό σοβαρά εκτεθειμένο στην επιστημονική κριτική. Αν δε, υπάρχουν ακόμη ανοικτές πληγές στο ζήτημα, μια κακή ή προκατειλημένη προσέγγιση ελάχιστα θα οφελούσε σε μια περαιτέρω πολιτική συμφιλίωσης. Κατά την γνώμη μου, μια καλή συζήτηση στην τάξη θα αρκούσε για το θέμα και το βιβλίο δίνει στον ικανό εκπαιδευτικό το έναυσμα για αυτήν.
Πως δηλαδή θα φανταζόσουν το σχολικό βιβλίο το οποίο θα εξηγούσε ξεκάθαρα τους λόγους που και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι προκάλεσαν εθνικό διχασμό στην χώρα μας; Εννοείς ότι πρέπει αυτά τα βιβλία να δίνουν μια εξήγηση από ιδεολογική σκοπιά, με «καλούς» και «κακούς» ή κάτι πιό επιστημονικό άρα και πιό σύνθετο; Και το «απολιτικ» πως το ορίζεις; Ως αδιαφορία στα θέματα που αφορούν την κοινωνία ή την άρνηση να πάρει κανείς θέση σε αυτό το δίπολο των «καλών» και «κακών»;
είναι πάρα πολλά όσα σκέφτομαι κρατώντας το βιβλίο ιστορίας της Γ’ Λυκείου στα χέρια μου, που εδώ δε χωράνε. Εν συντομία, τόσο για το διχασμό του 1915, όσο και για τον εμφύλιο, στέκονται -με ελάχιστες λέξεις- στα γεγονότα χωρίς να εξηγούν τι είδους ήταν και από πότε κρατούσαν τα «συσσωρευμένα» πάθη που κατέληξαν στις αιματηρές συγκρούσεις. Αγνοώντας τα ουσιαστικά, κάνουν τα γεγονότα να μοιάζουν παράλογα. (Χαρακτηριστική είναι μια φωτογραφία του γεφυριού της Πλάκας, όπου η λεζάντα γράφει ότι εκεί «συμφιλιώθηκαν» οι ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, χωρίς καν να έχει αναφέρει ότι συγκρούονταν!)
Για να ολοκληρώσω, πάντως, «απολιτίκ» θεωρώ την αδιαφορία για το εκάστοτε πολιτικό παρόν και τις τάσεις που κυοφορούνται μέσα σε αυτό. Την υποβάθμιση των πολιτικών διαφορών, την παρεπόμενη συμπόρευση με την εκάστοτε εξουσία και τελικά μια συνενοχή, που όταν ξεσπάει το κακό, δεν έχει σημασία τίνος το μέρος θα πάρει.
(Μια ματιά στο βιβλίο: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL106/282/2019,6887/)
έχουμε τραβήξει αρκετά το διάλογο κάτω από την δημοσίευση της Έλενας και ίσως θα ήταν καλύτερο, αν ενδιαφέρεσαι να ετοιμάσεις κάποιο ξεχωριστό κείμενο επ’ αυτού. Ίσως και πιο ..κοντά στα ενδιαφέροντά σου, όπως π.χ. οι διαφορές ανάμεσα στο ύφος των παρακάτω τραγουδιών, οι οποίες θαρρώ πως, όπως και αν μεταλλάσσονται στα εκάστοτε ιστορικά συμφραζόμενα, θα είναι πάντα ξεκάθαρες.
(ΕΔΕΣ:)
Ξύπνα αίμα της Ελλάδος
των σοφών και των ηρώων
με το πνεύμα της Παλλάδος
και της Σπάρτης την ορμή,
για ν’ αναστηθεί και πάλι
και ν’ αστράψει πιο μεγάλη
μες στον κόσμο η δύναμή μας,
Δύναμις Ελληνική.
Ίσως σήμερα να είναι
η Ελλάδα μας μικρή.
Θέλουμε! Γι’ αυτό θα γίνει
και μεγάλη κι ισχυρή.
Δεν υπάρχουνε εργάτες,
δεν υπάρχουνε αστοί,
μια μόνη τάξη υπάρχει
κι είν’ η τάξη η Ελληνική.
(ΕΛΑΣ:)Οι ρούσοι
Ω μα λες και να τ’ ακούσω
Νικητή να πουν το ρούσο;
Ω μα λες και να το σώσω
Νικητή να δω το ρώσο;
Άμα έρθουνε οι ρώσοι
Η κοιλιά μας θα γεμώσει
Οι ανθρώποι που νοούσι
Θένε νάρθουνε οι ρούσοι.
Παναγιά μου φέρε κείνοι
Π’ αγαπούν την ισοσύνη
Θάρθουνε οι ρώσοι πρώτοι
Και θα φέρουν την ισότη
Όταν έρθουνε εκείνοι
Ότι είναι σωστό θα γίνει
Άμα έρθουνε οι ρούσοι
Ίσα κι οι φτωχοί κι οι πλούσοι.
Αναμένω τσοι με λύσσα
Να γενούμεν όλοι ίσα.
Του χρόνου τέτοιαν εποχή
Δε θα υπάρχουνε φτωχοί
(ο Αγγελόπουλος στον Θίασο το απέδωσε καλύτερα):
https://www.youtube.com/watch?v=_BsiDkHPcDM
Σίγουρα ένας διδακτικός μονόλογος βοηθά περισσότερο να αποκτήσει αυτοσυνειδησία η μαθήτρια από έναν βαρετό διάλογο… Αυτό πιστεύαν και οι φίλοι των Ρούσσων τότε, αν και το άλλο ποιηματάκι αποδείχτηκε πιο διαχρονικό…. 🙂
…είναι κάπως προσβλητικό να καταλογίζεται «σταλινισμός» σε όλο τον κόσμο και τον λαό που συντάχθηκε -με τη γνωστή τραγική κατάληξη- στο πλευρό του εαμ, εμπνεόμενος από το ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και κάπως ανιστόρητο επίσης. Πιστεύω είχες δει τη δημοσίευση με τις θέσεις για την αυτοδιοίκηση:http://dragonerarossa.gr/2016/10/05/ε-α-μ-κυθήρων-προς-το-λαό-της-ελευθέρας/
Τα γεγονότα εκείνα έχουν μπει στα γνωστά χρονοντούλαπα. Πάντως η ρητορική του πρώτου τραγουδιού δεν έχει ακριβώς αποδειχθεί διαχρονική. Διαφωνώ με τη διατύπωση, για μένα έχει «διασωθεί» και όχι από μόνη της.
Ο «σκοπός» δεν «αγιάζει τα μέσα». Και η ιστορία, όχι εγώ, λέει ότι στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης έγιναν φρικαλεότητες όπως και παλιότερα στο όνομα της αγάπης. Δεν νομίζω όμως ότι μίλησα περι Σταλινισμού. Άλλωστε η ιδεολογική (και κάπως αυταρχική) «καθοδήγηση» ήταν της μόδας τότε, από όλες τις πλευρές… Είναι λίγο «ντεμοντε» που προσπαθείς να την επαναφέρεις… Όσο για το «ανιστόρητος», για ποιά ιστορία μιλάς, οι γονείς μου ζούνε ακόμη! Μόνο όποιος δεν έχει διαβάσει και πολλά για τον εμφύλιο, πιστεύει ότι έχουν βγει ασφαλή ιστορικά συμπεράσματα. Πόσο μάλλον για τα Κύθηρα που ήταν πολύ μακριά από το κέντρο της σύρραξης. Τα πήρε όμως η μπάλα, και δεν νομίζω οι διηγήσεις αυτών που ζουν ακόμη να μετράν λιγότερο από τα ανακαλυφθέντα έγγραφα… Τα γεγονότα εκείνα δεν έχουν μπει στα «χρονοντούλαπα», υπάρχουν για να μας προκαλούν και να μας μαθαίνουν πόσο εύκολα μπορούμε να βουλιάξουμε από μόνοι μας το πλοίο. Αρκεί να τους κάνουμε σύγχρονη, αποστασιοποιημένη ανάγνωση. Αν πραγματικά πιστεύουμε σήμερα ότι όλοι οι Έλληνες εκείνη την εποχή, ανήκαν στο δίπολο που εκφράζουν τα δύο ποιηματάκια γινόμαστε εγκληματικά απλουστευτικοί. Γιατί έτσι προσεγγίζουμε τα γεγονότα με την εμπάθεια του παρελθόντος, ξυπνώντας τους βρυκόλακες που μας βολεύουν για να δημιουργούμε σύγχιση. Με αυτή την έννοια αστιευόμουν, στην προηγούμενη σημείωση, ότι το φασιστικό τραγουδάκι είναι «διαχρονικό» και για αυτούς τους λόγους «διεσώθη», όπως σωστά λες…
Προφανώς, μια παιδεία που έχει ανάγκη τα διαπιστευμένα ιστορικά μεγαλεία έχει ανάγκη να πανηγυρίζει, όχι να θρηνεί.
Ένας «αλλιώτικος πανηγυρικός» του ’40 απλά θα πανηγύριζε με διαφορετική νοηματοδότηση της ιστορίας. Προϋπόθεση, όπως και για άλλα ΟΧΙ, να μπορούμε να τα πανηγυρίζουμε ακόμα και όταν δεν μας θεωρούν (ή κολακεύουν) ως «νικητές».
Δεν δέχομαι σαν αξιωματική βάση οτι ο winner πανηγυρίζει / ο loser θρηνεί.
Ιδιαίτερα σε ένα τόπο που εφηύρε τον πανηγυρικό θρήνο.