Είναι φανερό ότι εδώ βασιλεύει ένα κράμα λατρείας και φόβου απέναντι στους ερημίτες. Ο πατέρας Αββακούμ μού δίνει μια παράξενη απάντηση σχετικά με τους αναχωρητές:
– Οι ερημίτες είναι σαν τους άλλους ανθρώπους, μου λέει. Θα συναντήσεις αμνούς, θα συναντήσεις και λύκους.
– Δεν φοβάμαι τους λύκους. Ποιοι είναι;
– Δεν είμαι εγώ που θα σ’το πω. Θα το δεις μοναχός σου.
Ακόμα επιφυλακτικότερη στάθηκε η απάντηση που μού’δωσε σχετικά μ’ ένα ρώσσο ερημίτη που ήθελα πολύ να συναντήσω, τον σταρέτς Νικώνιο. Απ’ το διστακτικό ύφος του Αββακούμ ένιωσα πως οι παλιές αντιζηλίες ανάμεσα σε ρώσσους και έλληνες μοναχούς δεν είχαν καθόλου εξαφανιστεί.
– Δεν έχει και πάρα πολύ εδωπέρα, μου είπε. Ίσως καμιά εικοσαριά χρόνια. Είναι ρώσσος. Δεν πρόφερε ποτέ του ελληνική λέξη. Έτσι, δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Αν όμως θέλεις να τον δεις, θα σου δείξω το δρόμο. Ζει απόμακρα απ’ τους άλλους.
Η πρώτη μου επίσκεψη στον πατέρα Νικώνιο χρονολογείται από τον Σεπτέμβριο του 1952. εκείνη τη μέρα, έμεινα κάμποσες ώρες μαζί του προτού ξαναφύγω το βράδυ για τη σκήτη της Αγίας Άννης. Την επόμενη χρονιά ξαναγύρισα να τον δω και πέρασα ένα μερόνυχτο στο ερημητήριό του. Είχαμε ατέλειωτες συζητήσεις που διακόπτονταν από παύσεις και σιωπές. Παρ’όλο που αυτό το μέρος [η έρημος στα Καρούλια – Κατουνάκια] δεν είναι καθόλου προσπελάσιμο, ο πατέρας Νικώνιος δέχεται μερικές επισκέψεις: μοναχοί ή δόκιμοι από τα μοναστήρια του νότου, γειτονικοί αναχωρητές όταν έχουν ακόμα δύναμη να διαβούνε τις αλυσίδες. Αλλά ο Νικώνιος που μιλάει άψογα γαλλικά αρνήθηκε πάντοτε να μάθει ελληνικά. Σ’αυτή τη στάση συναντάει κανείς την παλιά δυσπιστία που για καιρούς δίχαζε ρώσσους με έλληνες καλόγερους του Άθω.
Απ’όλους τους ερημίτες που επισκέφθηκα κατά το τελευταίο εκείνο ταξίδι, ο πατερ-Νικώνιος μού’χει αφήσει την καθαρότερη ανάμνηση. Όχι μόνο επειδή ήξερε γαλλικά (την εποχή εκείνη καταλάβαινα και μιλούσα καλά ελληνικά) αλλά διότι η ζωή του, οι εξαιρετικές εμπειρίες του και η τεράστια θρησκευτική κουλτούρα του έδιναν πολύ διαφορετικό νόημα στις αφηγήσεις του. Τότε, σε κάθε μία από τις συναντήσεις μας, κρατούσα επιτόπου σημειώσεις, πράγμα που μου επιτρέπει να τις δημοσιεύσω σήμερα για πρώτη φορά. […] Εξαιτίας ασφαλώς της δυτικής κουλτούρας του, ένιωσα ότι με το Νικώνιο με χώριζαν πολύ λιγότερα εμπόδια απ’όσο με άλλους μοναχούς, ως προς την προσέγγιση θεμάτων που εδώ αντιμετωπίζονται συνήθως με επιφύλαξη. Αυτή την επιφύλαξη την καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί, τις περισσότερες φορές, οφείλεται στην αφέλεια του επισκέπτη σχετικά με τα πράγματα που θέλει να μάθει. Τι να πει και τι να απαντήσει κανείς σε ερωτήματα που αμφισβητούν την εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής, που προϋποθέτουν γνώση, έστω και στοιχειώδη, των πνευματικών και απόκρυφων παραδόσεων του ορθόδοξου κόσμου; Στο πρόσωπο των λίγων αυτών ανθρώπων που μένουν απομονωμένοι στην καλύβα ή στη σπηλιά τους, μπορεί κανείς, ανάλογα με τις προσωπικές επιλογές και πεποιθήσεις του, να δει τα ζωντανά απομεινάρια ενός κόσμου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, μιας Ατλαντίδας της πίστης για την οποία ο Άθως υπήρξε η έσχατη και ευάλωτη κορυφή. Ή αντίθετα, μπορεί να δει τους φρουρούς, τους θεματοφύλακες, τους ‘‘αθλητές’’ μιας σοφίας και μιας επιστήμης του Ανθρώπου που βιαζόμαστε να θαυμάσουμε όταν προέρχεται από τις Ινδίες ή από το Θιβέτ, αλλά την αγνοούμε όταν ασκείται δίπλα στη μύτη μας.
Την πρώτη φορά που ήρθα, ο Νικώνιος θά’ταν πάνω από ογδόντα χρονών. Η ηλικία και η ληξιαρχική πράξη γέννησης είναι έννοιες άγνωστες κι εξάλλου άχρηστες εδωπέρα. Μόνη η μνήμη χρησιμεύει σαν σημείο αναφοράς. Ωστόσο, ο Νικώνιος δεν είχε γεροντίστικη όψη. Το πρόσωπό του είχε λίγες ρυτίδες, το δέρμα ήταν ροδαλό και φρέσκο. Είχε την εμφάνιση ανθρώπου ακόμα καλοστεκούμενου, σχεδόν στο απόγειο της ηλικίας παρά το άσπιλο λευκό της γενειάδας και των μαλλιών του και παρά το αδύνατο, σχεδόν ισχνό σώμα του. Εν όσω μιλούσαμε, μου κίνησε μεμιάς το θαυμασμό ο αυθορμητισμός και η απλότητα των απαντήσεών του, η άνεση του λόγου του. Γι’αυτόν τίποτε δεν ήταν ταμπού, κάθε περιέργεια καλή και μάλιστα σωτήρια. Δεν του άρεσαν οι αδιάφοροι, οι κυνικοί και οι μπλαζέ, ούτε εκείνοι που, καθώς έλεγε, έβαζαν την ψυχή τους στο κλουβί. Για τούτο οι συνομιλίες μας γίνονταν πάντοτε σε τόνους και τρόπους οικείους, ασυνάρτητα πολλές φορές, πράγμα που σήμερα με παρακινεί να τις συγκεντρώσω ανάλογα με τα θέματα που επανέρχονταν συχνότερα – χωρίς να σημαίνει πως δεν θα παραθέσω στο ακέραιο το γράμμα και το πνεύμα τους. Και πρώτα-πρώτα, παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις, την αφήγηση της ζωής του.
Ο Νικώνιος ανήκε στην αριστοκρατία της Πετρούπολης. Το όνομα που φέρει είναι προφανώς το θρησκευτικό όνομα που διάλεξε, όταν άραξε οριστικά στον Άθω. Δε μου ανέφερε ποτέ το οικογενειακό του όνομα. Μεγάλωσε στην Πετρούπολη όπου έμαθα γαλλικά κοντά σ’ένα γάλλο παιδαγωγό όπως συνηθιζόταν τότε σ’όλες τις ευκατάστατες οικογένειες της εποχής. (Αυτή η γλώσσα στάθηκε ανέκαθεν σχεδόν μητρική του, πράγμα που εξηγεί την ευχέρεια με την οποία την χρησιμοποιούσε. Εντούτοις, όταν πήγα να τον δω είχε να μιλήσει γαλλικά από το 1939, οπότε είχε περάσει από το ερημητήριό του ένας ταξιδιώτης ονόματι De Nolhac!) Η οικογένειά του, όπως επίσης συνηθιζόταν, τον προόριζε ν’ακολουθήσει τη στρατιωτική καρριέρα. Υπάκουσε στους γονείς του αλλά ήδη από δεκαέξι χρονών ένιωσε να τον προσελκύει η ενατένιση, η αναζήτηση του Θεού και η επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο. Παρακολούθησε λοιπόν τα μαθήματα της Στρατιωτικής Ακαδημίας και για κάμποσο διάστημα, έγινε αξιωματικός της προσωπικής φρουράς του Τσάρου.
Ξέρετε, μου είπε, είναι παράξενο πράγμα η στολή. Κάθε φορά που την έβαζα, είχα την εντύπωση πως μασκαρευόμουνα. Όλοι μου οι συμμαθητές ήσαν περήφανοι γι’αυτή τη στολή και καμάρωναν στους δρόμους σα θεοί. Εγώ αντίθετα έλεγα μέσα μου: δεν είμαι θεός, είμαι παλιάτσος! Για να γίνεις θεός πρέπει σίγουρα να διαλέξεις άλλο δρόμο. Αλλά δεν ήθελα να γίνω θεός! Εκείνο που ήθελα ήταν να φύγω απ’το στρατό, να στοχαστώ και κυρίως να γυρίσω τον κόσμο. Μία των ημερών το πήρα απόφαση. Πήγα στους ανωτέρους μου και τους ζήτησα να δεχτούν την παραίτησή μου. Τους είπα πως είχα ανακαλύψει την κλίση μου και ήθελα να γίνω ιερωμένος. Μού’δωσαν έξι μήνες άδεια πεπεισμένοι πως στο μεταξύ θα άλλαζα γνώμη. Επωφελήθηκα για να αποσυρθώ σε ένα μοναστήρι κοντά στο Νοβγκορόντ. Επιστρέφοντας, η απόφασή μου ήταν οριστική. Εγκατέλειψα το στράτευμα κι έγινα φοιτητής της θεολογίας. Όλα αυτά δεν έγιναν χωρίς πόνο, κυρίως απέναντι στην οικογένειά μου, αλλά τελικά είχα σπάσει μιαν αλυσίδα! Στην πραγματικότητα, ήμουν μόλις είκοσι και δεν ήθελα να κλειστώ από τότε σε μοναστήρι. Ήθελα κατ’αρχήν να ανακαλύψω τον κόσμο, να γνωρίσω τις άλλες χώρες, τους άλλους ανθρώπους. Μ’άρεσε η ζωή στην Πετρούπολη εκείνη την εποχή, δεν βαριόσουνα. Μ’άρεσε κυρίως το θέατρο. Εκεί περνούσα όλα μου τα βράδια. Φανταστείτε ότι θυμάμαι πολύ καλά τη Σάρα Μπερνάρ που είχε έρθει να παίξει ένα έργο του Ρακίνα, έχω ξεχάσει πια ποιο ήταν Για μας τους ρώσσους ήταν ένα παιχνίδι πρωτόγνωρο και πολύ διασκεδαστικό. Οι κινήσεις της κυρίως με γοήτευαν. Ήταν σα να χόρευε. Σε σημείο που την κοιτούσα να κινείται, να παίζει, χωρίς καν ν’ακούω το κείμενο.
Στη συνέχεια, ο Νικώνιος τελείωσε τη Θεολογική Σχολή και χειροτονήθηκε ιερέας. Εκείνη περίπου την εποχή γνώρισε στην Πετρούπολη τον Γκουρτζίεφ και τον Ουσπένσκυ.
Ναι, θυμάμαι τον Γκουρτζίεφ. Τον συνάντησα για πρώτη φορά στα προάστια της Μόσχας. Εκεί δεχόταν τους μαθητές του. Στην πραγματικότητα, δεν είχα ποτέ παρακολουθήσει σοβαρά τη διδασκαλία τους. Εγώ είχα κάνει την επιλογή μου. Ήμουν χριστιανός και τέτοιος ήθελα να μείνω. Κυρίως με τον Ουσπένσκυ είχα εμβαθύνει την επαφή μου. Άλλωστε, πολύ αφότου είχα εγκατασταθεί εδωπέρα, έλαβα μια μέρα ένα γράμμα του. με θυμόταν πολύ καλά. αλληλογραφήσαμε για κάμποσον καιρό. Αλλά όλ’αυτά είναι πολύ μακρινά για μένα.
Σήμερα είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τη χρονολογία που ο Νικώνιος εγκατέλειψε την Πετρούπολη κι έφυγε για τις Ινδίες. Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να ήταν μερικά χρόνια πριν την Επανάσταση γιατί αυτή τον βρήκε στον Άθω, ενώ είχε ήδη κάνει τον γύρο του κόσμου.
Έζησα τότε μερικά χρόνια ταξιδεύοντας, συναντώντας γιόγκι, δασκάλους κι αξιωματούχους σ’ολόκληρη την Ανατολή. Δεν έκανα τουρισμό. Τι φρίκη! Ταξίδευα για να μάθω. Καταλαβαίνετε; Ήθελα να γνωρίσω όλες τις σοφίες τους κόσμου! Σωστή τρέλα, αλλά την ίδια στιγμή ζούσα πολύ ταπεινά. Ουσιαστικά δεν είχα χρήματα και πολλές φορές χρειάστηκε να ζητιανέψω για να ζήσω. Άλλες φορές, γινόμουν δεκτός σε σπίτια πριγκήπων ή υψηλών προσώπων που με φιλοξενούσαν βασιλικά. Ποτέ δεν έμαθα το γιατί. Φανταστείτε, στο Αννάμ, για παράδειγμα. Είχα συναντήσει έναν πρίγκηπα που με κάλεσε να μείνω σπίτι του όσον καιρό ήθελα. Τον είχε συναρπάσει η ζωή μου και τα ταξίδια μου και μια μέρα θέλησε να μου δώσει παράσημο πάση θυσία. Ιδέα κι αυτή! Στην Ευρώπη, θα είχα αρνηθεί αμέσως αλλά στο σπίτι αυτουνού ένιωθα να του είμαι υποχρεωμένος. Με ρώτησε τι προτιμούσα: παράσημο ντόπιο ή ευρωπαϊκό; Ντόπιο, βέβαια! Τότε μου απένειμε ένα μετάλλιο με χαραγμένα σημάδια που δεν κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω. Μου είπε: «Αυτό το μετάλλιο θα σε προστατεύει στο Αννάμ και παντού στην Ασία. Λίγοι άνθρωποι το έχουν, και αυτοί δικαιούνται τις μεγαλύτερες τιμές.» Ε, λοιπόν, συνέβη κάτι παράξενο. Δύο χρόνια αργότερα, βρισκόμουν στο Πεκίνο και πήγαινα μ’ένα φίλο επίσκεψη σ’έναν Κινέζο. Φορούσα το μετάλλιο κι όταν ο άλλος το είδε, βάλθηκε να ξεφωνίζει και αναλύθηκε σε συγγνώμες. Δεν περίμενε, έλεγε, ότι θα δεχτεί την επίσκεψη ενός τόσο υψηλού προσώπου. Είχα μείνει κατάπληκτος κι εκείνος μου εξήγησε πως αυτό το μενταγιόν το φορούσαν πολύ λίγοι άνθρωποι στην Κίνα και πως τα σημεία που ήσαν σκαλισμένα εκεί πάνω ήσαν ιερά για όλους τους Ασιάτες, είτε βουδιστές είτε κοδαϊστές είτε άλλους. Αυτά τα σημεία δεν ήσαν άλλωστε ούτε κινέζικά ούτε ανναμίτικα ούτε από καμιά άλλη σύγχρονη γραπτή ή ομιλούμενη γλώσσα της Ασίας.
Για τη συνέχεια των ταξιδιών του ο Νικώνιος φάνηκε λιγότερο διεξοδικός. Μετά την Κίνα πήγε στην Ιαπωνία, κι από στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου συνάντησε τον Κρισναμούρτι. Εκεί πήρε την απόφαση να ξαναγυρίσει στην Ευρώπη και να επισκεφτεί το Άγιον Όρος προτού επιστρέψει στη Ρωσσία. Εγκαταστάθηκε στο ρώσσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα και εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1917.
Κατάλαβα αμέσως πως αυτή η Επανάσταση ήταν καταστροφή για τους μεν και σημείο του Θεού για τους δε. Αφού με απόκοπτε από την πατρίδα μου, σήμαινε ότι στο εξής η ζωή μου, η καινούργια μου πατρίδα, η καινούργια μου οικογένεια ήταν εδώ. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα σκοτώσω, να τα ξεχάσω μια για πάντα. Κι ύστερα, θα σου εξομολογηθώ κάτι. Βαθιά μέσα μου δεν κρατούσα κακία σ’αυτή την Επανάσταση. Για κείνους που δε μπορούν να θανατώσουν μόνοι τους το παρελθόν, χρειάζονται οι επαναστάσεις για να τους αναγκάσουν να το κάνουν. Τις επαναστάσεις τις προκαλούν οι οπισθοδρομικοί, όχι οι επαγγελματίες επαναστάτες. Δεν ασχολήθηκα ποτέ μου με τα πολιτικά αλλ’ αν τό’χα κάνει, θα είχα σίγουρα ξεκόψει από το περιβάλλον μου κι όλους όσους γνώρισα εκεί μέσα. Τη δική μου ρήξη με την παλιά Ρωσσία, την επανάστασή μου, μου την πρόσφερε ο Θεός. Υπάρχει ένας άγιος πατέρας της ερήμου που λέει ότι για να γίνεις άνθρωπος του ουρανού, πρέπει να πεθάνεις για τα πράγματα της γης. Ή, αν θέλεις, για να γίνεις καινούργιος άνθρωπος, πρέπει να σκοτώσεις μέσα σου τον παλιό άνθρωπο. Ε, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά ο παλιός άνθρωπος πέθανε, και ίσως χρειαζόταν αυτή η Επανάσταση για να τον σκοτώσει. Τότε κι εγώ διάλεξα καινούργιο όνομα κι έκανα το τάμα μου. Μέχρι να πεθάνω, δεν θα είμαι παρά ένας άνθρωπος του Άθω.
Δύο ώρες αργότερα, ξύπνησα το Νικώνιο. Ήρθε και κάθησε στο παγκάκι και μου είπε: Συγχωρήστε με για την αδιακρισία, αλλά κατά βάθος γιατί ήρθατε να με δείτε; Του εξήγησα με δυο λόγια το ενδιαφέρον που μου κινούσε αυτή η έγκλειστη ζωή, την εντύπωση που μου είχε αφήσει η σύντομη επίσκεψή μου τον προηγούμενο χρόνο. Δεν του έκρυψα τίποτε από τις προσωπικές πεποιθήσεις μου, τον αθεϊσμό μου, την άρνηση μου να δω το χριστιανισμό σα θρησκεία διαφορετική από τις άλλες σαν εξ αποκαλύψεως δρόμο. Δεν έρχομαι να σας δω επειδή είστε χριστιανός και ορθόδοξος αλλά επειδή είστε ερημίτης. Το σημαντικό είναι ο τρόπος που ζείτε. Θέλω να μάθω αν όταν κανείς ζει χρόνια μόνος, με προσευχή και άσκηση –όποιος κι αν είναι ο θεός στον οποίο αφιερώνεται– δημιουργεί αληθινά μέσα του έναν καινούργιο άνθρωπο. Μ’άκουσε με προσοχή και μου είπε: Λοιπόν, σας καταλαβαίνω πολύ καλά. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σας απαντήσω. Αλλά σας ευχαριστώ που υπήρξατε ειλικρινής.
Καθώς γευματίζαμε μέσα στην καλύβα, είχα παρατηρήσει πάνω σε μια εταζέρα βιβλία και περιοδικά – αντικείμενα τελείως παράταιρα μέσα σ’ένα αθωνίτικο ερημητήριο. Τα περισσότερα ήσαν ρώσσικα αλλά υπήρχαν επίσης μερικά βιβλία στ’αγγλικά και μια σημαντική συλλογή του National Geographic Magazine.
Πρέπει να είσαι έλληνας, όπως οι ντόπιοι, μου λέει ο Νικώνιος, για να πιστεύεις πως ασκητής σημαίνει αγράμματος. Υποστηρίζω την αποστέρηση του σώματος αλλά όχι του πνεύματος. Πάντοτε διάβαζα και μ’άρεσε να διαβάζω, και δεν βλέπω γιατί θά’πρεπε ν’απαρνηθώ την καλλιέργειά μου απ’τη στιγμή που έγινα ερημίτης. Με συναρπάζουν ένα σωρό πράγματα που θα πρέπει να φαίνονται παράλογα ή αιρετικά στους ανθρώπους της περιοχής (κι έκανε μια κωμική χειρονομία για να δείξει τις τριγύρω αετοφωλιές σα να επρόκειτο για υπερβολικά θορυβώδεις ή άγνωστους γείτονες). Πάρτε για παράδειγμα την αστρονομία. Έχω ένα μικρό κανοκιάλι με το οποίο παρατηρώ τ’αστέρια. Τα κοιτάζω ώρες ολόκληρες κι αυτό με χαροποιεί όσο κι η προσευχή.
Αυτή η συνομιλία κράτησε κάμποσο και ο Νικώνιος αισθάνθηκε κουρασμένος. Επωφελήθηκα για να τον αφήσω μόνο κι έφυγα να επισκεφτώ τα γειτονικά ερημητήρια. Το πιο κοντινό ήταν εγκαταλελειμμένο αλλά πάρα πάνω, κοντά σε έναν ογκώδη κοκκινωπό βράχο, υπήρχε ένα άλλο όπου έμενε ο πατερ-Φιλάρετος. Ήταν παλιός ψαράς από τη Λήμνο που, μια ωραία πρωία, ένιωσε μέσα του την κλίση για τον Άθω κι εγκαταστάθηκε σ’ετούτο το βράχο. Δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Ζούσε ξυπόλυτος, ρακένδυτος, περνώντας τον καιρό του να προσεύχεται και να βουρλιάζει κομπολόγια και κομποσκοίνια. Στο πρόσωπό του απλωνόταν διαρκώς ένα χαμόγελο και ακτινοβολούσε από απίστευτη καλωσύνη. Όταν έφτασα κοντά του κόντεψε να βάλει τα κλάματα γιατί δεν είχε τίποτε να με φιλέψει. Δεν υπήρχαν στο ερημητήριό του ούτε φρούτα ούτε ψωμί. Όλο το καλοκαίρι ζούσε με νερό και ξερά σύκα. Αυτός ήταν που κάποια στιγμή μού είπε εκείνη τη φράση: «Ο μοναχός δεν έχει ανάγκη από τίποτε ούτε καν από ιερά βιβλία. Χρειάζεται μόνο τα χέρια του για να εργάζεται και την καρδιά του για ν’αγαπάει το Θεό.»
Όταν ξαναγύρισα στου Νικώνιου, μια ώρα μετά, τον βρήκα να ’τοιμάζει το τσάι. Ακόμα κι εδώ, στον Άθω, σ’ετούτο το χαμένο βράχο, παρέμενε Ρώσσος. Δεν έπινε ποτέ καφέ, σαν τους Έλληνες, αλλά τσάι. Λοιπόν, είδατε τον πατέρα Φιλάρετο; Είναι πολύ καλός άνθρωπος αλλά λίγο αστείος. Η λέξη με έκανε να χαμογελάσω. Τι εννοείτε με το ‘‘αστείος ερημίτης’’; τον ρώτησα. Δεν παρατηρήσατε πως βρίσκεται διαρκώς στα σύννεφα; Είναι άνθρωπος σπάνιας καλωσύνης, αληθινός ασκητής. Δεν έχει καμιά απολύτως περιουσία. Από τότε που βρίσκομαι εδώ, τον βλέπω πάντοτε ξυπόλυτο, με τα ίδια κουρέλια. Έρχεται να με δει καμιά φορά αλλά καθώς δε μιλάω ελληνικά, δε λέμε τίποτε. Κάθεται, με κοιτάζει, χαμογελάει, βάζει το χέρι στην καρδιά, υποκλίνεται και επιστρέφει. Δε μου λέει ποτέ λέξη. Εδώ και χρόνια δεν τον άκουσα ποτέ να μιλήσει.
Ναι. Η σιωπή, ο Φιλάρετος. Η φλυαρία του Νικώνιου. Δύο κόσμοι διαφορετικοί, σχεδόν ενάντιοι, που εξακολουθούν εδώ το δρόμο τους πλάι-πλάι, χωρίς πραγματικά να καταλαβαίνονται. Ο Έλληνας κι ο Ρώσσος. Ο Φιλάρετος, ο ξυπόλυτος ψαράς με τα αιώνια κουρέλια, ο αναλφάβητος ερημίτης. Ο Νικώνιος, πρώην αξιωματικός του τσάρου, αριστοκράτης της Πετρούπολης, παλιός μαθητής του Γκουρτζίεφ, ο καλλιεργημένος ερημίτης, συνδρομητής του National Geographic Magazine.