Λίγες μέρες μετά το Πάσχα, παρακολούθησα στη Σπάρτη μια εκδήλωση αφιερωμένη στο έργο του Τίτου Πατρίκιου, παρόντος του ιδίου. Όταν έλαβε το λόγο για να μιλήσει, αφού ευχαρίστησε τους Λάκωνες για την τιμή, θέλησε να παρέμβει ώστε να διορθώσει μια δήλωσή του της ίδιας ημέρας σε τοπικό τηλεοπτικό σταθμό. Ο δημοσιογράφος, μας είπε, του είχε ζητήσει ένα σχόλιο για την κατάσταση της χώρας, αλλά ο ποιητής είχε αρνηθεί οποιαδήποτε αναφορά στην πολιτική λέγοντας χαρακτηριστικά: «ας μιλάμε για πράγματα που μας ενώνουν και όχι για αυτά που μας χωρίζουν». Ήταν μια δήλωση που μετάνιωσε σύντομα και για αυτό επέστρεψε εκείνη την ώρα ζωντανά μπροστά μας στην ίδια ερώτηση, δίνοντας μια σύντομη απάντηση σαν παρακαταθήκη σε όλους εμάς που ανήκουμε στις νεώτερες γενιές: «η Ελλάδα», μας είπε, «γνώρισε φτώχεια πολλές φορές. Την ξεπέρασε άλλες τόσες. Εκείνο που δεν πρέπει με τίποτα να αφήσουμε να συμβεί, είναι ο διχασμός.»
Δεν ήταν κάτι που το άκουγα για πρώτη φορά. Ήταν όμως η πρώτη φορά που έβλεπα μπροστά μου κάποιον να το εννοεί τόσο πολύ. Ήταν φανερά ταραγμένος τη στιγμή που πρόφερε μία μία, με ιδιαίτερο νόημα τις λέξεις. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί, όταν γνωρίζει ποιος είναι ο Τίτος Πατρίκιος. Πέρα από αγαπημένος ποιητής (έστω για κάποιους υπερεκτιμημένος, αλλά πάντοτε ανάμεσα στους κορυφαίους ζωντανούς μας), υπήρξε αριστερός που εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Άη –Στράτη, δεν υπέγραψε ποτέ του «Δήλωση Μετανοίας», έλαβε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα και, ανάμεσα σε άλλα, τάχθηκε υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα του περσινού Ιουλίου. Δεν μπορώ να το γνωρίζω με σιγουριά, όμως κάτι μου λέει πως η ανατριχίλα που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του όταν επέμενε να μην επιτρέψουμε τον διχασμό, δεν πήγαζε από την εποχή των νεανικών περιπετειών, αλλά από την πρόσφατη εμπειρία του δημοψηφίσματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Κοντεύει χρόνος σε λίγες εβδομάδες. Και ενώ τελικά ο διαφαινόμενος εκείνη την περίοδο διχασμός δεν πήρε τις τρομακτικές διαστάσεις που έδειχνε ότι θα έπαιρνε (ή τουλάχιστον αναβλήθηκε για άλλη φορά), κατά τη διάρκεια του ακύμαντου πολιτικά βίου μου, ως τέκνου της μεταπολίτευσης, το περσινό καλοκαίρι υπήρξε ό,τι πιο κοντινό ένιωσα ποτέ μου σε διχασμό. Έχοντας απορρίψει εξαρχής για τον εαυτό μου ως εκβιαστικό το ερώτημα που τέθηκε, είχα τη δυνατότητα να παρακολουθήσω τις αψιμαχίες των δύο πλευρών με περισσότερη ψυχραιμία και κυρίως να συνομιλώ χωρίς φόβο και με τα δύο «στρατόπεδα» (δεχόμενη ενίοτε τα πυρά και των δύο). -Και μόνο που μου βγαίνει να χρησιμοποιήσω τον όρο «στρατόπεδο» για τις ομάδες των διαφωνούντων, αρκεί για να δείξει το βαθμό της πώρωσης εκείνων των ημερών.
Και τι ήταν αυτό που είδα -η πασιφίστρια με το ζόρι- να συμβαίνει γύρω μου; Είδα αγαπημένους φίλους και γείτονες να κόβουν κάθε μεταξύ τους δεσμό, ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσα από κοινού να χρειάζεται να τους συναντώ πλέον χωριστά, να λαμβάνω τηλέφωνα του ενός που είχε μείνει άναυδος από τον άλλον, να αναζητά ο μειοψηφών τη ματιά μου μέσα σε ένα πλήθος πλειοψηφούντων για να κρατηθεί, αλλά το πιο παράλογο από όλα, οι άνθρωποι που είχα επιλέξει να ανήκουν στο περιβάλλον μου, βάσει πολύ ουσιαστικών κριτηρίων ποιότητας και ήθους, να διαφωνούν μεταξύ τους υποστηρίζοντας τα ίδια!
Γιατί δεν ήμουν εγώ η τρελή που κάποτε μου άρεσαν ως άνθρωποι και ήθελα να πίνω ένα κρασί μαζί τους. Τρέλα ήταν αυτό που βιώσαμε και που ακόμη προσπαθώ να ερμηνεύσω γιατί επιτρέψαμε να συμβεί. Πρέπει εδώ να κάνω σαφές, ότι δεν αγνοώ τις διαφορές στο ήθος και τις αξίες που μπορούν να οδηγήσουν ομάδες ανθρώπων σε σύγκρουση. Όμως, όσο και να θεωρώ τη (βίαιη) σύγκρουση αποτυχία συνεννόησης, θεωρώ ως ελάχιστο αυτονόητο, πως θα πρέπει εκείνη την ώρα να είμαστε από την ίδια μεριά οι άνθρωποι που κουτσά στραβά, μιλάμε την ίδια γλώσσα. Και η γλώσσα αυτή δεν έχει να κάνει με τις φιλολογικές αποσκευές («Σεφέρης εναντίον Ρίτσου» – μέχρι τέτοιο βαθμό μπορεί να φτάσει ο αποπροσανατολισμός…) ούτε με τις οικογενειακές καταβολές του καθενός. Είναι η γλώσσα που βρίσκει τον τρόπο να εξυπηρετήσει την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους. Η γλώσσα που επιδιώκει τη σύγκλιση σε έναν κοινό κώδικα και αναζητά την αλληλοκατανόηση μέχρις εσχάτων. Γιατί στα δύσκολα, η δημιουργία επιπλέον εχθρών χάριν γούστου, ασυνεννοησίας και εγωισμού αποτελεί απαγορευμένη πολυτέλεια.
Καμμία σχέση με το «μετρηθήκαμε», δηλαδή, που ξεστόμισε πρόσφατα οργισμένος ένας φίλος, ψηφοφόρος του «ΌΧΙ» και εννοούσε ότι μετρήθηκαν στη γειτονιά αυτός και ο μέχρι πρότινος αγαπημένος του συνεργάτης. Με καθόλου λιγότερο αστική καταγωγή ο ένας από τον άλλον, καθόλου λιγότερη ιδιοκτησία ο ένας από τον άλλον, καθόλου διαφορετικές τις βασικές τους επιδιώξεις για το μέλλον της χώρας, αλλά –έτσι όπως το είδα εγώ- με λίγο πιο ρομαντική προσκόλληση σε αριστερές στυλιστικές επιλογές ο «ΌΧΙ» σε σχέση με τον πιο απενεχοποιημένο «ΝΑΙ» (ή «ναιναίκο», όπως ηδονιζόταν να τον αποκαλεί ο πρώτος).
Στο παράδειγμα που παρέθεσα, οι συμπεριφορές μου προκάλεσαν θλίψη. Δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση από την εν μέρει δικαιολογημένη βιασύνη στην ανάγκη εύρεσης κάποιας λύσης. Θα ήταν πολύ ωραίο το περσινό δημοψήφισμα να μας έφερνε μια λύση, πράγμα που από όσο αποδείχτηκε δεν επρόκειτο να συμβεί, όποια και να ήταν η ετυμηγορία του λαού. Ατυχώς, είμαστε αναγκασμένοι όχι μόνο να περιμένουμε και άλλο, αλλά και να αναθεωρήσουμε τους τρόπους με τους οποίους διεκδικούμε την αλλαγή. Η ψυχραιμία δεν χρειάζεται στην ηρεμία, αλλά στην κορύφωση της αγωνίας και αυτό που συνέβη τότε, η εκδήλωση της παράλογης σύγκρουσης ανάμεσα σε ομοίους και της ακόμα πιο παράλογης ταύτισης με εντελώς ανόμοιους (ποιος ξεχνά τις «οχι-ές» της Χ.Α.) βασίστηκε, θεωρώ, σε αποτυχία ελέγχου του συναισθήματος.
Ένα χρόνο μετά, μοιάζει σαν λίγο ο καθένας να έχει κάνει την ψυχανάλυσή του. Ακόμα όμως οι μνήμες είναι νωπές και οι αποσιωπήσεις στις παρέες, είτε οι σπόντες εν είδει αστείου, καλά κρατούν. Από τη μεριά μου ωστόσο, καθώς δέχτηκα και η ίδια ουκ ολίγες επιθέσεις (επειδή φορούσα κράνος και μετά δεν φορούσα κράνος), οφείλω να έχω μια πρόταση να καταθέσω στη θέση της περσινής απουσίας μου μπροστά στην κάλπη. Δεν ξέρω αν το ερωτηματικό είναι πρόταση, είναι όμως σίγουρα μια στάση. Στον φίλο που φώναζε πως «μετρηθήκαμε!», του φώναξα κι εγώ: «πού είναι η αμφιβολία σου γαμώτο;!». Δεν μιλώ για την αμφιβολία της αδράνειας, αλλά της εγρήγορσης και της προετοιμασίας. Πριν επιχειρήσουμε αγώνα μικρό ή μεγάλο, ας έχουμε απαντήσει κατά προσέγγιση σε βασικά ερωτήματα: Τι αναζητούμε; Με ποιο τίμημα; Με ποιους μαζί; Επειδή ο καλός αγώνας είναι σπουδαιότερος και από τα καλά του αποτελέσματα. Ας έχουμε υπόψη μας, πως πάντοτε θα ελλοχεύει ο κίνδυνος στοχεύοντας στο αποτέλεσμα, να χάσουμε την αρχική ουσία. Έτσι, επανερχόμενη στον Τίτο Πατρίκιο, θά ‘θελα να κλείσω με το παρακάτω απόσπασμα από ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο:
Πέρασαν πολλά χρόνια. Μια μέρα η μητέρα μου, που με υπεραγαπούσε, στη μέση μιας άλλης κουβέντας μού είπε: «Ξέρεις, την πρώτη φορά που ήρθες από την εξορία, δεν μπορούσα να σε υποφέρω. Ήσουν ο πιο αντιπαθητικός, ο πιο υπεροπτικός άνθρωπος του κόσμου. Επειδή δεν είχες κάνει δήλωση στη Μακρόνησο μας κοίταζες όλους σα μύγες».*
* «Εξηγημένες και αναπάντητες απορίες», από τον τόμο: ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΣΧΕΔΙΕΣ, Κέδρος 2006
Γνωμη μου πως ο διχασμος δεν ειναι αποτελεσμα οσων περιγραφεις, απλα στη συγκεκριμενη χρονικη περιοδο και υπο την πιεση της ληψης αποφασεων εν μεσω κρισης (πολυεπιπεδης) συνειδητοποιησαμε το μεγεθος του, οποτε το «μετρηθηκαμε» δεν ειναι ισως η πλεον καταλληλη λεξη αλλα σιγουρα δεν ειναι αστοχη. Δεν επεσαν απο τον ουρανο για παραδειγμα οι φαν της ΧΑ, ουτε ειναι τυχαιο πως καποιοι απο τους πλεον αδυναμους συμπολιτες μας πασχουν απο συμπλεγματα φυλετικης ανωτεροτητος (οξυμωρο δεν ειναι?), οπως και ειναι προδηλη η ενοχληση του καθενα (και η δικη σου/μου) αναλογα με τη δικη του θεση απεναντι ζητηματα που εθεσες. Απο τη πλευρα μου δεν ειναι αποδεκτη καμμια απλουστευτικη λογικη στα «ναι» ή «οχι» αυτου του κοσμου και μεγαλωνοντας δεν ειμαι σιγουρος αν εχω την υπομονη να συζητησω για κατι τετοιο οταν αμφιβαλλω για τη λογικη ή τα κινητρα του συνομιλητη μου. Αρα, ναι, μετρηθηκαμε και δεν τα βρηκαμε, ισως να ειναι καλο τωρα που ξεβολευτηκαμε να συνειδητοποιησουμε πως η ζωη ειναι γεματη κινδυνους, ισως ετσι επιβιωσουμε αν/οταν ολα πανε κατα διαολου, κατι που δεν μου φαινεται καθολου απιθανο. Decisions, decisions.
Τεσπα, ειμαι λιγο στραβωμενος αποψε, με συγχωρεις αν ειμαι παραειμαι ωμός, ειναι πραγματι θλιβερα ολα αυτα.
Το δημοψήφισμα, ως (εκ)βιαστικό και ασαφές ως προς την απάντησή του, φούσκωσε με αέρα τα πάθη και μας οδήγησε μακριά από ανθρώπους που εμπιστευόμασταν και τη λογική τους και τα κίνητρά τους. Και τους οποίους χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε μετά το τέλος των παραισθήσεων.
(Αν δεν δεις καρυδόπιτα να κόβεται λάθος, δεν μπορείς να νιώσεις πόσο άστοχη είναι η κουβέντα «μετρηθήκαμε». Το χεις πάθει ποτέ;)