Τα ήθη, η σκέψη κι η στάση στημένα κι αυθόρμητα, μυθικά κι ωστόσο συγκεκριμένα. Επίσης, τα ενδύματα, τα αγγίγματα και τα αισθήματα. Υπήρχαν σαφή, ορατά κι αναγνωρίσιμα σύμβολα και όρια. Σεβαστά από φίλους κι αντιπάλους. Η έννοια του επιθυμητού ήταν πολύ ισχυρότερη από τα μαθηματικά του εφικτού. Ο τρόπος που αναλύαμε τα πράγματα είχε μια ψευδαίσθηση βεβαιότητας σε αντίθεση με την ρευστότητα και την σχετικότητα που παραφυλάει κάθε σημερινή μας εκτίμηση.
Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη πριν από 32 χρόνια. Δείχνει την αντιπροσωπεία της επικρατούσης στα Πανεπιστήμια αριστερής παράταξης από τη Νομική Σχολή Αθηνών, στο 12ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο (του 1984). Στο κέντρο, εν είδει κάου-μπόυ, 4ετής φοιτητής, μετέπειτα συνταγματολόγος καθηγητής και σημερινός υπουργός, από τους πιο προβεβλημένους στρατηγεύοντες της μνημονιακής αριστεράς. Δεν πιστεύω ότι τότε φανταζόταν ή επιθυμούσε την σταδιοδρομία την οποία τελικώς επέλεξε ή στην οποία τόσο αστόχαστα γλίστρησε. Ο υπουργικός θώκος έμοιαζε στα μάτια μας με επιχρυσωμένο κλουβί για τα πολιτικά μας όνειρα. Μια επαναστατική κυβέρνηση με κόκκινες σημαίες, με χακί αμπέχωνο α-λα Τσε ή Μάο (κι οπωσδήποτε χωρίς μαντηλάκι στο πέτο) ήταν η μεγάλη μας χίμαιρα. Όλων. Γιατί τότε και τα όνειρα ακόμα ήταν συλλογικά.
Τον θυμάμαι στα πηγαδάκια να κατατροπώνει τους συμπαθείς συντρόφους της εξωκοινοβουλευτικής με τσιτάτα του προφητάνακτος Λένιν (προπάτορος Ορθοδόξων, Αναθεωρητών, Τροτσκιστών τε και Μαοϊκών) και μάλιστα με παραπομπή σε συγκεκριμένο τόμο των Απάντων και σε συγκεκριμένη σελίδα!
«Καλά ρε Γιώργο, θυμάσαι τον τόμο γιατί κυκλοφόρησε πρόσφατα, αλλά πού θυμάσαι και την σελίδα;» Μου χαμογέλασε υπεροπτικά: «Έτσι το πέταξα. Ποιος θα το ψάξει; Αρκεί που τους αποστόμωσα!»…
Αν προσθέσουμε άλλες τρεις δεκαετίες διολίσθησης στον ρεαλισμό –στη μεγάλη κατηφόρα των προσωπικών επιτευγμάτων και των πολιτικών επιτεύξεων– θα αντιληφθούμε καλύτερα τι είδους αριστερά είναι η πρώτη-φορά-αριστερά.
Θυμάμαι τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη*:
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια…
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια διαψεύσεων κι εξιδανικεύσεων, ξανακοιτάζοντας το παρελθόν, ένα πράγμα αναρωτιέμαι: τι να γίνονται άραγε η συμφοιτήτρια Γιώτα, η Νέλη του 3ου έτους, η Ζέτα του Πολιτικού και τ’ άλλα τα παιδιά; Σε τι θεό πιστεύουν; Χαμογελούν ακόμα με πίστη κι αθωότητα; Συναντιούνται; Κι αν συναντιούνται, ‘‘κατά πού στρέφουν τα μάτια’’; κι άραγε κοιτάζουν ακόμα αμήχανα στο πλάι μήπως έρχεται κανένας αργοπορημένος απ’ το μέλλον…
* Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005): «Μιλώ» (από την συλλογή ‘‘Η Συνέχεια 2’’ του 1956).