In Kalokerines
haben wir einen Winkel (Häuserwinkel) bestaunt,
dabei fast die Zeit vergessen,
den Versuch unternommen,
die Stimmung einzufangen.
Sie ließ sich nicht einfangen.
Wir fanden einen alten Nagel,
ein verrostetes Scharnier,
ein abgebrohenes Fragment
wie der hölzerne Riegel eines Türverschlusses.
Letzteres liegt nun in meinem Atelier
und erinnert
an unser Staunen in dieser Stunde in Kalokerines.
Wie gern wäre ich jünger gewesen,
mit dir ein Haus dort erworben,
instand gesetzt,
mit dem Blick auf das Meer
beim Kloster
gelebt, gewirkt, geliebt.
Στις Καλοκαιρινές
σταθήκαμε κατάπληκτοι σε μια κόγχη των σπιτιών / όπου ξεχάσαμε σχεδόν ολότελα τον χρόνο, / σε μιαν ακούσια προσπάθεια / ν’ αδράξουμε το νόημα της Στιγμής. / Κι ας μένει πάντα αυτή ασύλληπτη και φευγαλέα…
Βρήκαμε ένα παλιό καρφί, / έναν σκουριασμένο μεντεσέ, / ένα σπασμένο κτέρισμα του χρόνου, / κάτι σαν κλείστρο ξύλινο μιας πόρτας για καιρό αμπαρωμένης.
Βρίσκεται τώρα πια στο ατελιέ μου / για να θυμίζει πάντοτε / το δέος μιας στιγμής στις Καλοκαιρινές.
Πόσο πολύ θα τό ’θελα να ήμουν πάλι νέος, / μαζί σου να έχω εκεί ένα σπίτι / και να το ξαναφτιάξω όπως ήταν μια φορά, / με θέα στη θάλασσα, κοντά στο Μοναστήρι
να υπάρξουμε, να ζήσουμε, ν’ αγαπηθούμε.
Ο Kero (κατά κόσμον Volker Rack) είναι Γερμανός ζωγράφος που κατοικεί μόνιμα στον Κάλαμο. Το ποίημα φέρει χρονολόγηση: Δεκέμβριος 2015. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από τον Δ.Κ.