Διαβάστε εδώ το 13ο μέρος
Διαβάστε εδώ το 15ο μέρος
Περίληψη προηγουμένων:
Ο Πιέρ ο Πατέντας είδε με ανείπωτη συγκίνηση τα σχέδιά του να γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό από την IPC. Όμως η άνοιξη έχει μπει για τα καλά στο νησί και οι δύο Σούπερ ήρωες έχουν αλλού το μυαλό τους και συγκεκριμένα στο πρώτο τους ραντεβού (στα τυφλά, καθότι δεν γνωρίζουν τίοτες ο ένας για τον άλλο….
…………………………………………………..
Η Κάθι έφτασε στον Μποταμό αρκετή ώρα πριν το ραντεβού. Χαμογελαστή και αεράτη έδειχνε αρκετά ομορφότερη απ’ότι συνήθως και θα τολμούσε κάποιος τολμηρός να πει πως έδειχνε και μερικά χιλιοστά ψηλότερη, όμως καθώς δεν βρίσκεται κανένας αρκετά τολμηρός αυτή τη στιγμή στην πλατεία του Μποταμού θα αρκεστούμε στο «ομορφότερη» και θα θεωρήσουμε το θέμα λήξαν. Είχε κάθε λόγο η Κάθι να είναι χαμογελαστή και ευδιάθετη. Πρίν λίγες ημέρες είχε ερωτευτεί και μάλιστα κεραυνοβόλα αυτόν τον μέχρι τότε άγνωστό της άνδρα, το Μανώλη Κασιμάτη από τα Κασιματιάνικα και σήμερα είχαν το πρώτο τους ραντεβού. Πως να αντιδρούσαν άραγε οι δύο ερωτευμένοι νέοι αν ανακάλυπταν ο ένας τη μυστική ταυτότητα του άλλου; Θα υπερίσχυε ο έρωτας της Κάθι και του Μανώλη ή το απύθμενο μίσος που χώριζε την Σούπερ Κάθι και τον Σούπερ Κασιμάτη; Δύσκολο να πει κανείς. (Εγώ προσωπικά τρώω τα νύχια μου από την αγωνία Ε.ΚW)
Μετά από μια σύντομη βόλτα στα μαγαζιά η Κάθι αποφάσισε να πάει στο σημείο που θα συναντούσε το Μανώλη, στο καφενείο «Επαναστατικόν» κοντά στην πλατεία του Μποταμού*. Γενικά, καθώς το Επαναστατικόν είχε μεγάλο εσωτερικό ύψος που την έκανε να νιώθει ακόμα μειονεκτικότερα (για να μην πούμε για τους πλευρικούς καθρέφτες οι οποίοι με απλή γεωμετρική ανάλυση επέτρεπαν μόνο σε μπασκετμπολίστες σε ξυλοπόδαρα να δούν το είδωλο της Κάθι) προτιμούσε το λούμπεν καφενείο του Kapinou (το γνωστού τερματοφύλακα που απογοητευμένος από τη μονιμότητα της θέσης του στους πάγκους των ομάδων, κρέμασε τα παπούτσια του και το αγόρασε πριν από λίγους μήνες για να ασκεί το ταλέντο του μιας και τα παιδάκια που παίζουν μπάλα στην πλατεία τον έπαιζαν, κανένα δεν ήθελε να κάτσει τέρμα). Όμως εκείνη τη μέρα ήθελε να εντυπωσιάσει το μεσαρίτη φίλο της και το Επαναστατικόν είχε πολύ πιο δυναμικό κοσμοπολίτικο προφίλ. Ο Μανώλης δεν είχε έρθει ακόμη. «Εντάξει, είναι νωρίς ακόμη» σκέφτηκε. Σε ένα τραπέζι καθόταν ο Λεωνίδας Κεφαλοτύρης, γνώριμη φιγούρα στους θαμώνες του «Επαναστατικόν». Ο Λεωνίδας ήταν υποδιευθυντής του Ταχυδρομείου της Χώρας και λίγο πρίν τη διαίρεση του νησιού είχε αναλάβει χρέη διευθυντή στο Ταχυδρομείο του Μποταμού . Μετά την ανεξαρτητοποίηση του βόρειου τμήματος (ΛΒΔ) βρέθηκε εγκλωβισμένος εκεί καθώς είχε ξεχάσει το διαβατήριό του στο σπίτι του που βρισκόταν πλέον στη ΔΜΔ και οι αρχές της ΛΒΔ είχαν βρεί πολύ διασκεδαστικό να μη του επιτρέπουν την έξοδο από τη χώρα. Λίγο το γεγονός πως είχε αποκοπεί από την οικογένειά του, λίγο η ηλικία και λίγο ένα μικροατύχημα που είχε μια μέρα πέφτοντας από τον φράχτη των συνόρων σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να επιστρέψει στην οικογένειά του, ο Λεωνίδας άρχισε να συμπριφέρεται περίεργα. Το πρώτο δείγμα πνευματικής αστάθειας ήταν πως άφησε μια μακριά πατριαρχική γενειάδα και άρχισε να συνδιαλέγεται στα Ρώσικα. Στην αρχή οι Μποταμίτες γελούσαν όμως ο Λεωνίδας χρησιμοποιούσε πλέον ένα Ρωσοελληνορωσικό λεξικό για να συνεννοείται και ζητούσε από τον κόσμο να μη τον λέει Λεωνίδα αλλά Λέον καθώς ισχυριζόταν πως ήταν η μετενσάρκωση του Λέον Τρότσκι.
Η Κάθι συμπαθούσε το δύστυχο Λεωνίδα/Λέον και καμμιά φορά διάβαζε τα παραληρήματά του στην ιστοσελίδα «Πράβντα του Έξω Δήμου» που διαχειριζόταν ο ίδιος με κρυπτικό ζήλο.
«Έλα Κάθι, κάθι-σε» είπε σε σπαστά ελληνικά ο Λέον. «Γκνωρίζεις-την –κυρία Κουχλούμπερη;» ρώτησε δείχνοντας μια γοητευτική μεσήλικη γυναίκα που καθόταν στο τραπέζι μαζί του. (Κάτι μου θυμίζει αυτή Ε.Κ.-W)
«Κουχλούμπερη; Η διάσημη συγγραφέας; Όχι, δεν είχα τη τιμή» είπε η Κάθι και έτεινε το χέρι της σε χειραψία. «Με λένε Κάθι, είμαι θαυμάστριά σας κυρία Κουχλούμπερη»
«Χαίρω πολύ. Μπορείς να με λες Ελεωνόρα» είπε εκείνη. (Aχ καλέ, εγώ είμαι! Τι καλά! Ε.Κ-W) «Κάθι-σε μαζί μας»
«Αχ, πολύ θα το ήθελα κυρία Ελεωνόρα, όμως περιμένω παρέα» είπε η Κάθι που βλέποντας τον Μανώλη να μπαίνει στο «Επαναστατικόν» κοκκίνησε σαν παντζάρι.
«Καταλαβαίνω» είπε χαμογελώντας η χαρισματική συγγραφέας και της έκλεισε ελαφρά το μάτι. «Θα τα πούμε μια άλλη φορά»
«Γειά σας!» είπε λίγο ντροπαλά η Κάθι και σήκωσε το χέρι για να τη δεί ο Μανώλης. Χρειάστηκε να χοροπηδήσει λίγο και να του φωνάξει για να τη προσέξει βέβαια γιατί μπροστά της στέκονταν κάποια παιδάκια του δημοτικού και την έκρυβαν. «Ούουου! Μανώωληη! Εδώ, εδώ!»
O Μανώλης την πλησίασε κατακόκκινος κι αυτός και έσκυψε να τη φιλήσει στα μάγουλα. Η Κάθι προσπάθησε να κάνει το ίδιο, μπερδεύτηκαν και το αποτέλεσμα ήταν να φιληθούν στο στόμα, ένα τυχαίο αέρινο φιλί που όμως τους έκανε να κοκκινήσουν και οι δύο τόσο που κάποιοι γιατροί από το Τζιβάνειο Πνευμονολογικό Κέντρο (παράρτημα του Τριφύλλειου Γενικού Νοσοκομείου Μποταμού) που έπιναν τον αργιλέ τους στο διπλανό τραπάζι πετάχτηκαν από τις θέσεις τους φοβούμενοι τα χειρότερα.
……………………………………..
Η πρώτη συνάντηση Μανώλη-Κάθι στον Αυλέμονα είχε τελειώσει πολύ σύντομα γιατί ο Μανώλης ήθελε να βρει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το Γαβρίλη, τον μέντορά του, καθώς βρισκόταν σε πλήρη σύγχιση μετά το περίεργο εκείνο περιστατικό στο γραφείο του Μάνου του δημοσιογράφου. Αφού πρώτα άκουσαν την κασέτα στην οποία είχε ηχογραφήσει τη συνομιλία του με τον εκδότη της Φωνής του Μέσα Δήμου, ο Γαβρίλης του είχε εξομολογηθεί πως προκειμένου να αποφύγουν αποκάλυψεις είχε καταφύγει σε δραστικά μέσα. Καθώς φοβόταν πως ο Μανώλης θα έσπαγε κάτω από πίεση έτσι αγαθιάρης που ήταν, τον είχε υποβάλλει σε ύπνωση ώστε αν κάποιος τον προκαλούσε ποτέ με τη φράση «ΕΣΥ είσαι ο Σούπερ Κασιμάτης» θα αναλάμβανε να διαχειριστεί την κρίση το άλτερ έγκο του, ο Μανού ο Τίγρης που ενσάρκωνε ό,τι πιο αλήτικο και μαγκιόρικο έκρυβε μέσα του ο Μανώλης. Ανακουφισμένος από τη μια και πικραμένος από την άλλη ο Μανώλης παρέλειψε ηθελημένα να αναφέρει στο Γαβρίλη το περιστατικό της γνωριμίας του με την Κάθι που μόλις είχε προηγηθεί έξω από το κατάστημα του Αρμάνι στον κεντρικό εμπορικό δρόμο του Avlemonas. Χρειάστηκε άλλωστε και ο ίδιος αρκετά χρόνο να χωνέψει πως επιτέλους είχε καταφέρει να ζητήσει ραντεβού από μια γυναίκα κι εκείνη να δεχθεί. Και να που είχε έρθει επιτέλους η ώρα που τόσο λαχταρούσε!
……………………………………
Κι όχι μόνο εκείνη είχε δεχτεί, όχι μόνο ήρθε η ώρα, αλλά εκτός από την ώρα, είχε έρθει κι αυτή! Απίστευτο…! Κάθισαν στο πιο κεντρικό τραπέζι του «Επαναστατικόν», κάτι πού έκανε και τους δύο να αισθανθούν αρκετά άβολα. «Καφέ;» ρώτησε ο Μανώλης. «Έναν εσπρέσσο» είπε η Κάθι. «Δύο εσπρέσσους» είπε με κοσμοπολίτικο στυλ ο Μανώλης στη σερβιτόρα που είχε έρθει στο μεταξύ.
«Ωραία μέρα.»
«Ναι, ναι» απάντησε η Κάθι. «Πολύ ωραία» συμπλήρωσε.
«Δεν έκαμε χειμώνα εφέτο.»
«Όχι, όχι τίποτε. Αστεία πράγματα τώρα»
«Νερά δεν έκαμε και θα διψάσωμε το καλοκαίρι.»
«Ναι, πρέπει να προσέχουμε πολύ. Δεν πρέπει να αφήνουμε τη βρύση να τρέχει όταν βουρτσίζουμε τα δόντια μας» επαύξησε η Κάθι.
(Σιωπή δύο λεπτών)
«Λιακάδα όμως σήμερα, ε;»
«Καλοκαίρι παιδί μου!»
(Σιωπή πέντε λεπτών)
Από το διπλανό τραπέζι ο Λεωνίδας/Λέων Κεφαλοτύρης/Τρότσκι παρατήρησε την αμηχανία των δύο ερωτευμένων πλην όμως άπειρων στον έρωτα νέων και αποφάσισε να παρέμβει. Κάλεσε κοντά του τη σερβιτόρα και της είπε κάτι ψιθυριστά αφού συμβουλεύτηκε το βιβλιαράκι ελληνορωσοελληνικών διαλόγων. Λίγα λεπτά αργότερα ένα μπουκάλι σαμπάνιας από την Κριμαία έκανε την εμφάνισή του στο τραπέζι του Μανώλη και της Κάθι.
«Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε πολύ!» είπαν με ένα στόμα και δύο.
«Πολύ ευγενικός άνθρωπος» είπε ο Μανώλης στην Κάθι. «Αλλά σαμπάνια μεσημεριάτικο τώρα, ξέρω γω.»
«Έχεις να κάνεις τίποτε;»
«Όχι.»
«Έ! YOLO Μανώλη! Στην υγειά μας!»
«Εις υγείαν!» είπε και o Σούπερ Κασιμάτης αποφασισμένος να μη ρωτήσει τι σημαίνει εγιόλο και κατέβασε το ποτήρι του μονορούφι. «Κοπελιά!» φώναξε αμέσως μετά.
«Παρακαλώ» είπε η σερβιτόρα.
«Αυτά τα ποτήρια δε βολεύουν μωρέ, θα τα σπάσουμε κιόλας. Μπορείς να μας εφέρεις από τα άλλα, τα μικρά του κρασιού; Τα κανονικά μωρέ ξέρεις, χωρίς ποδαρικά και τέτοια. Ά, και πάγο αν δεν σου κάμει κόποοο.»
Η Κάθι προτίμησε να μη δώσει σημασία σε λεπτομέρειες όπως ότι ο Μανώλης ήταν λίγο άξεστος. Τι σημασία είχε άλλωστε; Η καλή του η καρδιά έφτανε και περίσσευε.
Ωστόσο τον ρώτησε, θέλοντας λίγο να εξερευνήσει μια πτυχή που για την ίδια ήταν πολύ σοβαρή (όχι βέβαια όσο το ενδυματολογικό γούστο), τη σχέση του με την Τέχνη. «Πώς σου φαίνεται από καλλιτεχνική άποψη αυτός ο μαυροπίνακας με τα αποφθέγματα;»
Ο Μανώλης γύρισε κι είδε γραμμένες με κιμωλία κάποιες προτάσεις, ήταν απλά τσιτάτα και στο τέλος το όνομα του μεγάλου ανδρός που τα έκανε διάσημα:
ESIS THA KANETE AFTO POU KANETE KI EMEIS THA KANOUME AFTO POU KANOUME –Μ.Γλυτσός
EOS TO 2022 TO HREOS THA EINAI VIOSIMO– Γ.Σταθάκης,
OU GAR ERHETAI MONON – Κ.Νικολακόπουλος,
PERKA IME PIANOME HANOS IME HANOME –Ν.Βέζος,
SIMA STA KSIMEROMATA – παραδοσιακό,
TIS KSENITIAS –Ερρίκος θαλασσινός.
Ο Μανώλης ζορίστηκε, κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε ενθυμούμενος τις πάμπολλες ζοφερές στιγμές που πιάστηκε αδιάβαστος στο δημοτικό από την κυρία Βιβή. Πονηρεμένος όμως για την καλλιτεχνική του ένδεια (αφού έβλεπε οτι το διακοσμημένο με επιχρυσωμένα όστρακα, καγκουρό και κοάλα αυστραλόσχημο σουβενίρ που κοσμούσε το ψυγείο του δεν απολάμβανε τον ίδιο θαυμασμό κι από τους υπόλοιπους) προσπάθησε να διαβάσει μπας και βγάλει τουλάχιστον καμιά άκρη για το τι ήθελε να πει η αναγνωρισμένη καλλιτέχνις. Αλίμονο, η χαοτική του μνήμη περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, λέξεις, γράμματα και σημεία της στίξης άρχισαν έναν ξέφρενο ιλλιγιώδη χορό μέσα από τον αμφιβληστροειδή του και αυτονομημένα προχωρούσαν στο οπτικό νεύρο με όποια σειρά αυτά γούσταραν. Τη στιγμή που κόντευε να κάψει τον εγκέφαλό του από την υπερπροσπάθεια, άξαφνα όλα γαλήνεψαν, τα νοήματα αποκαταστάθηκαν και από το στόμα του βγήκε η πιο εμπεριστατωμένη κριτική ανάλυση που ακούστηκε ποτέ (στο συγκεκριμένο τουλάχιστον τραπέζι). Η Κάθι εκστασιασμένη άκουγε έννοιες όπως «πριμιτιβισμός», «υπερρεαλιστικός αυτοματισμός», «ναΐφ», «μαύρη μπογιά» και «φρεζάτες ξυλόβιδες» να συνδυάζονται με τέτοια ευχέρεια που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτεροι κριτικοί τέχνης.
Τι είχε συμβεί;
Βραχυκυκλωμένος, του φάνηκε οτι είδε ένα χέρι που έδειχνε στον πίνακα και τον καθοδηγούσε να διαβάσει κατακόρυφα, τις πρώτες μόνο λέξεις απο τα γνωμικά: ESIS, EOS, OU, PERKA, SIMA, TIS. «ESISEOSOUPERKASIMATIS» άκουσε τη φωνή που διάβαζε μέσα του – και τότε ξύπνησε ο Μανού ο Τίγρης. Και καθάρισε.
Η σερβιτόρα επέστρεψε με δύο μικρά ποτήρια κι έναν κουβά πάγο. Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί όταν ο Μανού, λίγο πριν χαθεί πάλι στα βάθη του υποσυνειδήτου την κοίταξε ευγενικά και της είπε:
«Συγχωρέστε με αγαπητή, μήπως είναι εύκολο να έχουμε έναν παγοκόφτη;»
«Ορίστε;»
«Κοπελιά, συγνώμη κιόλα, αλλά αυτός εδά ο πάγος έχει γίνει μια γκουμούτσα, πως να τονε βάλω στα ποτήρια;» ακούστηκε τώρα η φωνή του Μανώλη.
«Μισό λεπτό» είπε η σερβιτόρα και πήγε πίσω από το μπαρ για να επιστρέψει με έναν παγοκόφτη στο χέρι. Από το διπλανό τραπέζι ακούστηκε μια κραυγή και ο Λεόν Κεφαλοτύρης/Τρότσκυ στη θέα του παγοκόφτη σωριάστηκε στο έδαφος με τα μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο και με τα πόδια του να χορεύουν καζαντζόκ, τόσο έντονοι ήταν οι σπασμοί που κυρίευσαν το σώμα του.**
«Υπάρχει κανένας ομοιοπαθητικός γιατρός εδώ;» φώναξε η Ελωνόρα Κουχλούμπερη πριν αρχίσει να του δίνει τις πρώτες βοήθειες (ρέικι και ξεμάτιασμα). Στο διπλανό τραπέζι ο Μανώλης αποφάσισε να αναλάβει δράση: άρπαξε τον κουβά με τον πάγο και τον άδειασε στο κεφάλι του λιπόθυμου πλέον Λεόν, ξεχνώντας όμως πως ο πάγος δεν ήταν σπασμένος. Τα παγόνερα συνέφεραν μεν τον Λεόν (ή μήπως ήταν το ρέικι; Ε.Κ-W) όμως το μέτωπό του τώρα στόλιζε ένα εντυπωσιακό καρούμπαλο. Σιγά σιγά άνοιξε τα μάτια του.
«Где я? Что случилось?» («Που βρίσκομαι; Τι συνέβη;») ρώτησε σε ξεψυχισμένα Ρωσικά.
«На Революционной. У вас был кризис и упал в обморок.» («Στο Επαναστατικόν. Είχες μια κρίση και λιποθύμισες») είπε η διάσημη συγγραφέας.
«Что ты сказал?» («ποιά είσαι εσύ είπαμε;»)
«Η φίλη σου η Ελεωνόρα. Λεωνίδα είσαι καλά;»
«Δεν με λένε Λεωνίδα. Με λένε Λέον. Λέον Τολστόη» είπε ο γενειοφόρος ταχυδρομικός και η Κάθι αυθόρμητα έπιασε το κεφάλι της με τα δύο χέρια καθώς συνειδητοποιούσε πως ο καλός αυτός άνθρωπος μόλις είχε κάνει ένα βήμα ακόμη προς τη τρέλλα. Όλοι παρακολουθούσαν παγωμένοι τη σκηνή, όταν ακούστηκε μια βροντερή φωνή να λέει:
«Αφήστε με να περάσω.»
Το συγκεντρωμένο πλήθος άνοιξε έναν διάδρομο και γύρισε να δεί ποιός είχε μιλήσει. Στην πόρτα του «Επαναστατικόν» διαγραφόταν μια σκοτεινή φιγούρα, ίσαμε δύο μέτρα ψηλή και άλλο τόσο στο πλάτος.
Ήταν ο παπαΝτουρούτης, ο θρυλικός ιερέας εξορκιστής του Έξω Δήμου, ο άνθρωπος που μισούσαν κι έτρεμαν οι δαίμονες οι καλικαντζαραίοι και τα τελώνια. Στη θέα του ο Λεόν Τρότσκι/Τολστόη/Κεφαλοτύρης άρχισε να ουρλιάζει ξεστομίζοντας προσβολές που ακόμη και ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου δεν είχε ποτέ του φανταστεί. Ατάραχος ο ιερέας προχώρησε προς το μέρος του. Ο Λεόν έβγαλε μια ανατριχιαστική κραυγή και το «Επαναστατικόν» άρχισε να σείεται ενώ έσπασαν όλες οι λάμπες φωτισμού του μαγαζιού.
«Και τώρα οι δυό μας. Ή μάλλον, οι τέσσερείς μας» είπε ο παπαΝτουρούτης, έβαλε το χέρι στο ράσο του, έβγαλε ένα βιβλίο κι ετοιμάστηκε για άλλη μια επική μάχη με τον Οξαποδώ και τα τσιράκια του. Μέσα σε δευτερόλεπτα το μαγαζί άδειασε αφήνοντάς τους μόνους – αν εξαιρέσει κανείς την Κάθι, το Μανώλη και τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού που είχε παίξει στοίχημα και περίμενε τα αποτελέσματα δύο αγώνων της τρίτης ερασιτεχνικής κατηγορίας της Λιθουανίας.
Η Κάθι έσφιξε το χέρι του Μανώλη και τον κοίταξε στα μάτια.
Αυτός της χαμογέλασε.
«Αυτός είναι. Αυτός είναι ο Εκλεκτός» σκέφτηκε εκείνη κι αισθάνθηκε την καρδιά της να πάλλεται από μια ευτυχία που της θερμαίνει την ψυχή και ψύχει την υπερθερμασμένη της motherboard.
Επιτέλους…
Στο επόμενο: Πόσο ήρθε το FK Sesupe – LMFA; (Πήγε ο κάπελας κουβά;) Ένας τροτσκιστής μόλις δει παγοκόφτη λατρεύει ξαφνικά τον Κροπότκιν; Ο παπαΝτουρούτης θα προσκαλέσει το Νασράλα σε μονομαχία ή σε κοινή προσευχή;
* Η ονομασία άλλαξε σε «Επαναστατικόν» για τρείς λόγους. Πρώτον, λόγω του φλογερού πολιτικού τεμπεραμέντου του κάπελα που διάβασε στο fb μια κριτική προσέγγιση για τη θέση της αριστεράς απέναντι στην υπερεθνική αστική τάξη και εκνευρίστηκε τόσο ώστε αμέσως έσκισε τις καρτούλες και τα μενού, ξήλωσε την επιγραφή νέον και έδωσε την πινακίδα της πρόσοψης για ρεκτιφιέ ώστε να προστεθούν κάποια γράμματα με κόκκινο χρώμα ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΝ. Δεύτερον, ως φόρος τιμής για τον ιστορικό θρίαμβο των Localistas επί του Μπεκατσιακού με 3-0 (άνευ αγώνος μιας και οι παίκτες του Μπεκατσιακού ήταν καλεσμένοι στο Λιμνιώνα, για το γαμήλιο τραπέζι του αμυντικού τους χαφ), μια «αληθινή επανάσταση στον αθλητισμό της ΛΒΔ» όπως σχολίασε γνωστός αθλητικογράφος περνώντας από το παζάρι του Ποταμού. Και τρίτον, λόγω της φρενίτιδος που ακολούθησε το θρίαμβο και έκανε όλους τους καταστηματάρχες να μετονομάσουν τα μαγαζιά τους ώστε η νέα ονομασία να έχει κάτι από την αίγλη της λέξης «Αστικόν». Την αρχή έκαναν το βουλκανιζατέρ «Το Ωραίο ΕλΑστικόν» και το ιχθυοπωλείο Αστακών. Εδώ καλό θα ήταν να γίνει μνεία για τα υπόλοιπα μαγαζιά του Μποταμού. Σε ακτίνα 34 μέτρων από το Επαναστατικόν τα τελευταία χρόνια έχουν ανοίξει διάφορα καφενεία, οινοπωλεία, ταχυφαγεία κλπ. Τα πιο γνωστά είναι το Δραστικόν, το Πλαστικόν, το Βιαστικόν, το Φανταστικόν, το Σπαστικόν, το Διασπαστικόν, το Συναρπαστικόν, το Ωστικόν, το Οστεϊκόν, το ύποπτο λόγω ονόματος Avli, το ρετρό αναψυκτήριο του Πνευματιστικού Κέντρου, το υπόγειο τεϊοποτείο της ενορίας της Ιλαριώτισσας, το συνεταιριστικό αντίφα περίπτερο με ελληνικά μόνο καπνά και το γνωστό για τις απόκρυφες σούφικες χοροεσπερίδες Mirage.
.
.
.
.
.
.