Διαβάστε εδώ το 9ο μέρος
Διαβάστε εδώ το 11ο μέρος
Περίληψη προηγουμένων:
Η τριχοτόμηση του νησιού θεωρείται από έμπειρους διεθνείς αναλυτές ως πολιτικά ασταθής. Και πως να μην είναι, όταν συμβαίνουν τόσα ύποπτα, ακατανόητα και εμπρηστικά περιστατικά; Ο Σούπερ Κασιμάτης περιμένει οδηγίες από το σοφό του μέντορα ενώ η Κάθι παρά την συνεχή ανανέωση της γκαρνταρόμπας της και την πρόσκαιρη εναέρια επικράτησή της στο Καντόνι των Βιαραδίκων, πιο μόνη από ποτέ, αδυνατεί να εξέλθει από την κρίση κατάθλιψης.
…………………………………………………….
Την άλλη βδομάδα η Κάθι σηκώθηκε αργά από τον καναπέ. Ίσιωσε με κόπο τα 140 εκατοστά του κορμιού της (χωρίς τακούνια χάνει δέκα πόντους ύψος) και με την ίδια νωθρότητα πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι και έβγαλε ένα κουτί σοκολατάκια, το τρίτο από το πρωί. Ξανακάθισε στον καναπέ, πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι και άρχισε να ζαπάρει. Μη βρίσκοντας τίποτε που να την ενδιαφέρει έβαλε στο DVD τον τρίτο κύκλο από τα «Φιλαράκια» και αφέθηκε. Πρέπει να ήταν η τριακοστή έκτη φορά που έβλεπε αυτά τα επεισόδια, αλλά δεν την πείραζε. Τα «Φιλαράκια» ήταν τα μόνα φιλαράκια που είχε. Καταδικασμένη να κρύβεται για να μην αποκαλύψει τη μυστική της ταυτότητα ως τιμωρού του εγκλήματος και προστάτιδας του Έξω Δήμου, δεν είχε πολλές κοινωνικές συναναστροφές. Οι λίγες φορές που έβγαινε από το κρυσφύγετό της στο Καλακάθι χωρίς την κάλυψη της στολής ήταν αποκλειστικά για ψώνια στον Μποταμό. Καθώς η σωματική της κατασκευή θα την πρόδιδε εύκολα (140 ύψος με διαστάσεις στήθους/μέσης/γοφών 90/60/90 δεν είναι κάτι το συνηθισμένο) αναγκαζόταν να φοράει κάτω από τη μπλούζα της ειδική ζώνη που συμπλήρωνε το κενό ανάμεσα στο στήθος και την περιφέρειά της. Έτσι η Κάθι είχε την εμφάνιση μπάλας με πόδια – που δυσκόλευε όμως μια πιθανή ταύτισή της με το alter ego της. Ευτυχώς που δεν είχε την υπερφυσική ακοή του Σούπερ Κασιμάτη γιατί κανείς δεν ξέρει πως θα αντιδρούσε στα καυστικά σχόλια και τα κρυφόγελα που ξεσήκωναν οι σπάνιες εμφανίσεις της.*
Έβαλε στο replay και ξαναείδε για εικοσιπέντε συνεχόμενες φορές τη σκηνή που η Ρέιτσελ φιλάει τον Ρος**, αποτέλειωσε το κουτί με τα σοκολατάκια κι έβαλε τα κλάματα. Αφού έκλαψε για πάνω από δέκα λεπτά, άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα πιστόλι, κατοχικό λείψανο που είχε βρει όταν διαμόρφωνε τη σπηλιά σε σπίτι της. Έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο, έκλεισε σφιχτά τα μάτια και τράβηξε τη σκανδάλη. Μπάμ! το πιστόλι εκπυρσοκρότησε με έναν ξερό εκκωφαντικό θόρυβο. Άνοιξε τα μάτια. «Είμαι ζωντανή…» σκέφτηκε, όχι χωρίς έκπληξη. Το ενισχυμένο με τιτάνιο και κέβλαρ δέρμα της είχε εξοστρακίσει τη σφαίρα που είχε πάει και είχε πετύχει στο δόξα πατρί την παγωμένη εικόνα του Ρος στην οθόνη της τηλεόρασης ενώ καπνός έβγαινε από το πίσω μέρος της συσκευής – η οποία δευτερόλεπτα αργότερα παρέδωσε το πνεύμα. Η Κάθι έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και προσπάθησε να επαναφέρει τον Ρος στη ζωή. Τζίφος. Ο Ρος, ο μοναδικός της έρωτας ήταν νεκρός. Και τον είχε σκοτώσει αυτή. Πόσο πιο σκατά μπορούσαν να πάνε τα πράγματα;
Ηττημένη, έβαλε τη ζώνη-παραγέμισμα, ντύθηκε και ετοιμάστηκε να πάει στον Μποταμό για να ψωνίσει μια καινούργια συσκευή, χωρίς να έχει εγκαταλείψει τελείως και την ιδέα της αυτοκτονίας. «Ίσως αν έδενα την τηλεόραση γύρω από το λαιμό μου και έπεφτα στη θάλασσα να κατάφερνα κάτι» σκέφτηκε και γέλασε πικρά.***
Λίγο αργότερα βρισκόταν στο Μετρό με κατεύθυνση προς Μποταμό, την πρωτεύουσα της ΛΔΚ (Λαϊκής Δημοκρατίας Κυθήρων). Καθώς ο συρμός πλησίαζε στον σταθμό της πλατείας Τιεν Αν μεν (πρώην πλατείας Ποταμού) της ήρθε μια ιδέα: Γιατί να μην αγοράσει τη νέα της τηλεόραση από τον Avlemonas που ήταν και αδασμολόγητες οι ηλεκτρικές συσκευές; Θα της έκανε καλό λίγο θαλασσινό αεράκι. Που ξέρεις, μπορεί να έβρισκε κάποιον τρόπο να αυτοκτονήσει επιτυχώς. Ή να την ερωτευόταν κανένας κούκλος χρηματιστής ή κάποιος εφοπλιστής. Ναι, γιατί όχι;
Έπρεπε όμως πρώτα να περάσει από τα γραφεία της ΕΥΠ, ο Γ εδώ και μέρες της είχε στείλει ειδοποίηση να τσακιστεί να πάει. Τα εργαστηριακά αποτελέσματα των τελευταίων της ευρημάτων στα Μητάτα είχαν βγεί. Καθόλου δεν την ένοιαζε αλλά τουλάχιστον κατάφερε με προσποιητό ενδιαφέρον να ρωτήσει τι ήταν εκείνο το υγρό που είχε βρει.
………………………………………………………………………………………………
«Ξύδι»
«Ξύδι;»
«Ξύδι»
«……»
«Τι ξύδι δηλαδή; Δεν καταλαβαίνω….»
Ο Γ την κοίταξε βαριεστημένα. «Ξύδι ρε παιδάκι μου! Τι δεν καταλαβαίνεις; Θέλεις να σου πω και τη χρονιά; 2003, καλή χρονιά για τον διάσημο μεσαρίτικο ξυδέα.»
«Και γιατί να έχουν ξύδι σε μια δεξαμενή κρυμμένη 100 μέτρα κάτω από την πλατεία;»
«Σου λέει τίποτα το όνομα Χαρούπης, Κάθι;»
Η Σούπερ Κάθι κόλλησε. Κάτι της έλεγε αλλά τώρα τι να πει; Οτι καταλάβαινε; Θυμήθηκε τον τίτλο «Για ότι δεν καταλαβαίνουμε ρωτάμε τον κύριο Γ» του κεφαλαίου 3 στο 6ο μάθημα από την επίπονη εκπαίδευσή της, και είπε: «Δεν καταλαβαίνω κύριε Γ».
«Κάθισε Κάθι, έχω να σου πω μια ιστορία» είπε σοβαρά ο Γ αλλά όταν την είδε να εξαφανίζεται πίσω από το γραφείο εφηύρε ένα λογοπαίγνιο (που λάτρεψε αμέσως και αποφάσισε να το επαναλαμβάνει κάθε φορά που ήθελε να την πειράξει για το ύψος της) : «Κάθι-σε Κάθι σε κάθι-σμα ψηλό».
Χρησιμοποιώντας λίγη από την πτητική της ικανότητα ανέβηκε στο σκαμπώ, δίπλα στην κάβα με τα ουίσκια του και κάρφωσε εκνευρισμένη το βλέμμα στο πάτωμα. «Ακούω» είπε.
Κρύβοντας ένα πειρακτικό χαμόγελο, ο Γ άρχισε με ερώτηση:
«Θυμάσαι Κάθι τι είχε πει στους αστυνομικούς εκείνο το βράδυ μετά τη γιορτή Κρασιού του 1992 ο Theo Μ, ο γνωστός αυστραλοκυθήριος σκηνοθέτης βουκολικών ταινιών από το Vinegar Hill στο Brisbane;»
«Βέβαια» απάντησε με τη σιγουριά που της έδιναν τα ενσωματωμένα 16 terabytes μνήμης, «τους είπε: Arvo, είμαι λίγο cot case, boys».
«Μετά. Τι τους είπε μετά; Όταν τον ρώτησαν αν έχει καταναλώσει αλκοόλ;»
«Τους είπε: Ωωω! Ναιαι, top drop, boys! Και μάλιστα αυτή του η δήλωση τον κατέστρεψε στη δίκη μετά από 17 χρόνια, διότι όλοι οι μάρτυρες κατέθεσαν οτι το κρασί της γιορτής κρασιού στα Μητάτα δεν πίνεται κι ο δικαστής έβγαλε το συμπέρασμα οτι ο Theo ήταν εντελώς στουπί και του απαγόρεψε να πιεί ξανά εφ’ όρου ζωής».
«Κι αν υπάρχει άλλη εξήγηση; Αν, όπως θυμούνται κάποιοι παλιοί, όντως το κρασί της γιορτής στα Μητάτα ήταν εξαιρετικό εκείνη τη χρονιά;»
«Έλα τώρα αρχηγέ….» είπε χαμογελώντας αλλά μετά σοβάρεψε μόλις είδε οτι ο Γ δεν αστειευόταν. «Γκχ…» ξερόβηξε. «Δηλαδή;»
«Εκείνη τη χρονιά Κάθι, και μάλιστα μία εβδομάδα πριν από τη γιορτή κρασιού, ο Εφραίμ Χαρούπης είχε ατύχημα με τη μηχανή και πέρασε 12 μέρες στην εντατική. Άρα ήταν η μόνη χρονιά που έλειπε».
«ΟΚ….»
«Επίσης, το χωράφι στο οποίο είναι κρυμμένη η δεξαμενή περιγράφεται στην οικογενειακή μερίδα του Μανώλη Κασιμάτη.»
«Του προέδρου της Κυθηραϊκό Μετρό ΑΕ; Του πεθερού του Χαρούπη;» ρώτησε έκπληκτη.
«Φυσικά, ξέρεις πολλούς με αυτό το όνομα; Επίσης, ο Λαυρέντης από το εργαστήριο 14 βρήκε οτι το ξύδι προέρχεται από αμπελώνα στον Κουμάρο, δίπλα στα Κασιματιάνικα» συνέχισε ο Γ, «και ο Στέλιος (εδώ η Κάθι αναστέναξε κρυφά) από το εργαστήριο 6**** ανέλυσε τη συνδεσμολογία των σωληνώσεων και διαπίστωσε οτι….»
«Ότι;»
«…οτι πρόκειται για μια διάταξη η οποία έχει παροχική ισχύ ικανή να αδειάσει 5 βαρέλια καλού κρασιού και να τα γεμίσει με ξύδι εντός 2 ωρών. Ο Χαρούπης, τουλάχιστον από το 1993 και μετά, κλέβει το κρασί της γιορτής, προφανώς τη νύχτα πριν τη γιορτή, και στη θέση του βάζει τον χειρότερο ξυδέα που μπορεί να φανταστεί κανείς!»
«Το κρασί που μοιράζουμε στους τουρίστες δηλαδή» είπε πικρά η Κάθι. «Αλλά γιατί να το κάνει αυτό; Πόσο κέρδος μπορεί να βγάζει;»
«Δεν είναι για το κρασί ανόητη!» της επετίμησε ο Γ. «Δεν καταλαβαίνεις οτι όλα είναι μέρος μιας συστηματικής προσπάθειας δυσφήμισης του χωριού; Δεν βλέπεις τη μεγάλη εικόνα, τι κρύβεται από πίσω;» είπε απλώνοντας εμφατικά τα χέρια του.
Η Κάθι κοίταξε διακριτικά τη μεγάλη εικόνα της επαναστάσεως του 1800 που κοσμούσε τον τοίχο του γραφείου. Από πίσω είδε με την σούπερ όρασή της ένα σαμιαμίδι. Υποψιαζόμενη παρόλ’ αυτά οτι ο Γ δεν εννούσε αυτό, ψέλλισε:
«Πως, βεβαίως, ναι, αλίμονο, είναι φανερό, εννοείται» προσπαθώντας μάταια να ενεργοποιήσει τη συνθετική ικανότητα του εγκεφάλου της. Αλλά ευτυχώς δεν χρειαζόταν, ο Γ δεν περίμενε απάντηση.
Κλείστηκε στον εαυτό του για αρκετή ώρα, τόσο που εκείνη εκνευρίστηκε από το φόβο μήπως δεν προλάβει ανοιχτά τα μαγαζιά.
«Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία. Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία» μονολογούσε και το μυαλό του στριφογύριζε τόσο που η Κάθι ζαλίστηκε και πήγε να πέσει από το σκαμπώ.
……………………………………….
Ο Σούπερ Κασιμάτης εν τω μεταξύ περίμενε. Η αναμονή μέχρι να τον βρει ο Γαβρίλης ήταν βασανιστική αλλά στην προοπτική να φανεί χρήσιμος απέκτησε κουράγιο και άρχισε να γυμνάζεται. Κάθε πρωί πεταγόταν (κυριολεκτικά) μέχρι το νεότευκτο κλειστό γυμναστήριο των Φρατσίων, ένα κόσμημα σε απομίμηση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης, μελέτη που έφερε –μαζί με την χρηματοδότηση- ο Χαρούπης και υλοποιήθηκε με εθνικούς πόρους σε ιδιόκτητο οικόπεδο της IPC (Inland Property Committee). Για όση ώρα κρατούσε η επίδραση του παξιμαδιού απολάμβανε τα θαυμαστικά «έετονάαα!» καθώς εντυπωσίαζε με τις επιδόσεις του τους λιγοστούς παπούδες και τα παιδάκια που πήγαιναν στις κούνιες (βέβαια οι γέροι δεν κάνουν κούνια αλλά τους αρέσει να βλέπουν). Όταν ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, σταματούσε με κάποια από τις στάνταρ προφάσεις των γυμναζομένων πριμαντόνων («νιώθω ένα τράβηγμα και καλύτερα να μην το κουράσω», «παιδιά, έχει κανείς θερμαντική αλοιφή;», «μωρέ ακολουθώ ένα ειδικό πρόγραμμα που μου έγραψε ο προσωπικός μου γυμναστής» κλπ). Πάντως περνούσε καλά.
Έτσι κι εκείνη την ημέρα. Ήταν μεσημέρι όταν μπήκε στην αίθουσα με τα βάρη και κοίταξε γύρω του. Σε μια άκρη του γυμναστηρίου μία καλλίγραμμη κοπέλα έκανε διατάσεις. « Όμορφη» σκέφτηκε, του έπεσε το κινητό και η οθόνη του ράγισε ( την ίδια στιγμή με την τηλεόραση της Κάθι, σύμπτωση, ε;). Έφερε στή μνήμη του όλα τα μαθήματα γοητείας που είχε παρακολουθήσει δι’ αλληλογραφίας, μάζεψε όλο του το κουράγιο και με τρόπο την πλησίασε και άρχισε να δένει επιδεικτικά έναν ελαστικό επίδεσμο στον καρπό του.
«Το παράκανα με τα βάρη σήμερα…» είπε με ένα δήθεν σφιγμένο χαμόγελο. Δεν δυσκολεύτηκε να πάρει αυτή την «ποναωπολυαλλαειμαιαντραςκαιδενμασαω» έκφραση καθώς η διαρκής προσπάθεια ρουφήγματος της κοιλιάς του αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του. Η καλλίπυγος δεσποινίδα έκανε πως δεν άκουσε.
«Καλημέρααα! Έχεις πολύ ωραίο σώμααα, πρέπει να γυμνάζεσαι πολύ ε; Βέβαια, νους υγές σε σώμα ηγής που λέγανε και στα αρχαία οι μον προγόνοι. Έρχεσαι τακτικά εδώ, δεν θυμάμαι να σε έχω ξαναδεί, ανέ σε είχα ξαναδεί θα το θυμόμουνα σίγουρααα, ποία είσαι του λόγου σου αλήθεια, μεσυχωράς κιόλας δε συστήθηκα, Μανώλης λέγομαι, Μανώλης Κασμάτης, δουλεύω στο εργοτάξιο της ΤσιριγοΝτίσνεϋ, είμαι βέρος Τσιριγώτης αλλά έχω ζήσει και στην Αυστραλία, που να στα λέω, βίος και πολιτεία, μη κακοβάνεις, κάτι δικά μου προσωπικά, εσύ δεν είσαι από δω έτσι δεν είναι, θές μωρέ να βγούμε καμμιά ημέρα να πάμε για κανα φαΐ ή για καμνιά τσιπούρα ή να τζιράρουμε με το μηχανάκι μου, είναι Hoda εκατόν είκοσι πέντε κυβικά, μπορώ να δανειστώ και το τζεσκή του φίλου μου του Μανώλη, ξέρεις μωρέ του Μανώλη του Κασιμάτη; του Νταλάρα που λέμε; που έχει το αθοπωλείο; όχι αυτό που είναι στο Λειβάδι, το άλλο που είναι στα Κασιματιάνικα απέναντι από το λιτριβιδείοοο, κάνει και χοδρική, αν χρειαστείς τίοτε γλάστρες, χώμα, σπόρους, φάρμακα γεωργικά έχει, καλαμπόκι για φαΐ των κότουνε πες μου εμένα είναι πολύ φίλος μου, είμαστε και γείτονες στα Κασιματιάνικα, εκεί μένω, εσύ πού μένεις αν επιτρέπεται, α, φεύγεις έε; Γειά χαρά, χάρηκα πολύ γιά τη γνωριμία να τα ξαναπούμε, αύριο πάλι εδώ θα είμαιαι» είπε απνευστί ο Μανώλης.
«Άντε γαμήσου βλαμμένε!» σιγομουρμούρισε φωναχτά βγαίνοντας από τη πόρτα η άγνωστη γνωριμία του.
«Κακοντόπαθααα… Πού λέεις να την έχασα;» αναρωτήθηκε ενώ παρακολουθούσε από το παράθυρο την κοπέλα να φεύγει τρέχοντας προς το πάρκινγκ. Κοίταξε γύρω του. Όλες οι γυναίκες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο γυμναστήριο είχαν ασυναίσθητα δημιουργήσει μια περίμετρο ασφαλείας αρκετών μέτρων από τον Μανώλη ο οποίος προσπαθούσε σκληρά να μη δείξει πόσο ταπεινωμένος ένιωθε, απλώνοντας θερμαντική αλοιφή στις γάμπες του και σιγοτραγουδώντας:
«Σου είπε έτσι πρέπει, γεια χαρά
Εσύ δακρύζεις
Σου είπε πως επέρασε πολλά
Θέλει να φύγει
Δεν έμαθε ποτέ της ν’ αγαπά
και είναι μόνη
Δεν έμαθε ποτέ της να πονά
και σε πληγώνει»
Ύστερα ο Μανώλης φόρεσε διακριτικά τα καινούργια γυαλιά ηλίου που του είχε κάνει δώρο ο Γαβρίλης για τα γενέθλιά του. Αυτό του έλειπε τώρα, να τονε δούνε όλοι να κλαίει. Ξαφνικά αισθάνθηκε το κινητό του να δονείται. Μήνυμα από Μανώλη Διμοσηογράφο διάβασε στην οθόνη του τηλεφώνου του.
«Επείγον. Πρέπει να βρεθούμε» έλεγε το μήνυμα.
«Ίντα στα κομμάτια έγινε πάλι;» σκέφτηκε ο Μανώλης.
Μέχρι να ντυθεί το μυαλό του είχε πλάσει δεκάδες διαφορετικά σενάρια. Σε εννέα από αυτά πρωταγωνιστούσε η όμορφη κοπέλα που είχε αποτύχει να πλησιάσει πριν λίγο, στα τρία από τα εννέα δεν τον έβριζε και μάλιστα στο ένα από αυτά έτρωγαν μαζί χοτ ντογκ στην κουκέτα πολυτελείας ενός βαγονιού του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου παίζοντας σκραμπλ. Μέχρι να φτάσει στα Κασιματιάνικα βρισκόταν πλέον σε τέτοια σύγχιση που έπαθε μπλακ άουτ και παραλίγο να βγάλει το μοτοποδήλατό του από το δρόμο.
«Σου έχω νέα» του είπε μόλις τον αντίκρυσε ο δαιμόνιος ρεπόρτερ. «Κάθισε κι άκου προσεκτικά!»
……………………………………………….
Στο επόμενο: πόσες φορές ακόμα θα καθίσει να ακούσει προσεκτικά ο Σούπερ Κασιμάτης; Έχει πάρει μαζί του το κασετοφωνάκι ηχογράφησης ή πάλι θα τα κάνει σαλάτα; Θα πατήσει το REC ή θα το ξεχάσει; Κι έχει μπαταρίες ή ξελιγώθηκαν από τα καψουροτράγουδα του Adelin;
* Ο μακαρίτης ο πατέρας μου έλεγε πάντα: «Ποτέ μην κοροϊδεύεις μια χοντρή γυναίκα με πυραύλους στα πόδια, είναι ικανή να σε κάψει ζωντανό». Πολύ φοβάμαι πως ο πατέρας του δύστυχου του Μηνά του μηχανοδηγού του Μετρό δεν του το είχε πει ποτέ, κάτι που θα εξηγούσε το γιατί το απανθρακωμένο του πτώμα βρέθηκε ένα πρωί δίπλα σ’ ένα σωρό από άδεια κουτιά σοκολατάκια έξω από το Συνεταιρισμό του Μποταμού. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
** Ή μήπως το αντίθετο; Ψηφίστε τώρα και μπείτε στην κλήρωση για δύο ημερήσια εισιτήρια για την Τσιρίγο-Ντίσνεϋλαντ (πρώην Κάστρο Χώρας).
*** Εν τω μεταξύ στον Κάλαμο μια πέτρα ξεκόλλησε από το καμπαναριό του Αγίου Νικήτα και έπεσε με θόρυβο στο τσιμέντο του προαυλίου.
**** Ή «Εργαστήριο σέξι» όπως το λέγανε τα κορίτσια της υπηρεσίας – Ε.Κ-W.