Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος είναι ένας νέος -στην ηλικία- ποιητής και συγγραφέας, γεννημένος στη Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου το 1988 και μεγαλωμένος, από μωρό σχεδόν, στην γειτονική μας Σκάλα (Λακωνίας). Σπούδασε στο τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ και έχει μέχρι τώρα εκδώσει δύο βιβλία, την ποιητική συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι (Πολύτροπον, 2012), που τιμήθηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και το μυθιστόρημα Η Λάσπη (Μελάνι, 2014), το οποίο ήταν υποψήφιο για το Athens Prize of Literature 2014.
Στο βιογραφικό του Χρήστου, δε μου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον πως είναι ένας Έλληνας της Βορείου Ηπείρου, που βρέθηκε οικογενειακώς στη δύσκολη θέση του μετανάστη μέσα στην ίδια την ονειρική πατρίδα, τη νομιζόμενη στη συλλογική μνήμη ίσως παράδεισο. Ετούτο έχει και κάτι το μεγαλειώδες, σκέφτηκα, είναι μια κάποια «αποσκευή». Το φέρει ανεξίτηλα και το διοχετεύει με τον τρόπο του και στα γραπτά του. Εκείνο που με έφερε ιδιαίτερα κοντά του, ήταν αυτό το μεγάλωμα σε μια σκληρή επαρχία του ελληνικού Νότου. Την Σκάλα δεν τη συμπαθώ. Σε κάθε ταξίδι οδικώς από το νησί προς την Αθήνα, τη συναντούσα στο σημείο μηδέν της διαδρομής, σαν μια πόλη φάντασμα, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ιστορία και ενδιαφέρον. Πορτοκαλεώνες που μυρίζουν φυτοφάρμακο, κτήρια άσχημα, καφετέριες γεμάτες άνδρες, μποτιλιάρισμα από τρακτέρ και αγροτικά στη γέφυρα του Ευρώτα και στην κεντρική οδό. Πώς μπορεί από εκεί εκκινώντας, κάποιος να βρει τον προορισμό του, να εξελίξει το εκλεκτό του τάλαντο και να καταφέρει να το μοιραστεί, μάλιστα, με τόση επιτυχία;
Η βαθιά προκατάληψη απέναντι στην μικρή ετούτη πόλη, ευτυχώς- όπως τους πρέπει των προκαταλήψεων- δέχτηκε ραγισματιές από τη συνάντησή μας, όχι επειδή βρήκα όμορφες τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Δήμου και άλλων φορέων, να καλλωπίσουν κάπως την μέχρι πρότινος βγαλμένη από «Λούκυ Λουκ» αναγκαστική πολίχνη, αλλά επειδή είδα τον Χρήστο να συγχωρεί πολύ περισσότερα στον τόπο από όσα περίμενα. Και επειδή την παρουσία του εκεί, με κάποια συνειδητότητα και έναν ευγενή «τσαμπουκά» πως κάτι θα καταφέρει να φωτίσει και να επιβάλει στη δεύτερη τούτη ιδιαίτερη πατρίδα, τη θεωρώ πραγματικά μια ευλογία, που είτε αποδώσει καρπούς, είτε όχι –και ο ίδιος δικαιολογημένα ρίξει κάποτε μια μαύρη πέτρα πίσω του- πέρασε κάποια στιγμή από την πόλη, φώτισε και άφησε μια ανταύγεια ωραιότητας που θα κρατά.
(Ο Χρήστος, με τα δικά του λόγια, δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχα διατυπώσει γραπτώς, που δημοσιεύονται εδώ, συνοδεία τριών ποιημάτων του.)
Το οικογενειακό μικροκλίμα, πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην ανάπτυξη του λογοτεχνικού ενδιαφέροντος;
Έπαιξε ρόλο περισσότερο όσον αφορά την ανάπτυξη εκείνων των παραγόντων και στοιχείων που μετέπειτα αποτελούν μεγάλο μέρος από αυτά που θέλεις και έχεις ανάγκη να αποτελέσουν κομμάτι της συγγραφικής σου δημιουργίας. Τα άμεσα ερεθίσματα προς την κατεύθυνση της λογοτεχνικής ενασχόλησης ήταν ελάχιστα.
…και συμπληρωματικά, η Σκάλα Λακωνίας;
Η Σκάλα αποτελεί μια μορφή κοινωνίας που, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν ευνοεί ιδιαίτερα την καλλιτεχνική δημιουργία. Ειδικά εκείνα τα χρόνια τα χωρίς ίντερνετ οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες ήταν πολύ λίγες. Πλέον τα πράγματα είναι καλύτερα καθώς με τη βοήθεια της τεχνολογίας, από όπου και να βρίσκεσαι έχεις τεράστια πρόσβαση σε τέχνη και πληροφορία.
Ποια είναι η σκέψη σου πάνω στην εθνική και γλωσσική ταυτότητα;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ενισχύεται το αίσθημα του συν-ανήκειν στον άνθρωπο. Το αίσθημα ότι ανήκεις σε μια ομάδα με την οποία μπορείς εύκολα να συνεννοηθείς και να μοιραστείς κοινές παραστάσεις και εικόνες, και που μπορεί να σου παράσχει ασφάλεια αν χρειαστεί. Η εθνική ταυτότητα στη σύγχρονη εποχή μπορεί να είναι μια τέτοια μεγάλη βάση, μια μεγάλη ομάδα, που εν πολλοίς κατασκευάζεται για να καλύψει ανάγκες που διαφορετικά θα έμεναν μετέωρες. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ανάγκη, ούτε έχουν την ίδια ανάγκη σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους
Όντας ποιητής, αισθάνεσαι πως μπορείς να αλλάξεις λίγο τον κόσμο; Σε ενδιαφέρει κάτι τέτοιο;
Να αλλάξω τον κόσμο σίγουρα όχι, είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Δεν είμαι καν σίγουρος αν η τέχνη στο σύνολό της μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ούτε ότι έχει και κάποιο μεταφυσικό καθήκον να το κάνει. Κάτι που μπορεί να κάνει η τέχνη είναι να ομορφαίνει τον κόσμο, να ανοίγει μικρές μικρές ρωγμές μέσα από τις οποίες ο κόσμος θα γίνεται πιο υποφερτός – ίσως τελικά αυτή να είναι και η πιο σημαντική αλλαγή που μπορεί να επέλθει.
Είναι η ποίηση και πολιτική πράξη;
Υπό την ευρεία έννοια, σχεδόν κάθε δραστηριότητα, πόσο μάλλον στον χώρο της τέχνης, μπορεί να θεωρηθεί πολιτική πράξη. Υπό τη στενή έννοια, την αμιγώς πολιτική, ένα ποίημα ως προσπάθεια αποτύπωσης και ενατένισης του κόσμου μπορεί να έχει μια ακόμη πιο έντονη πολιτική χροιά. Αυτό βέβαια μπορεί να είναι ακόμα πιο άμεσο στην περίπτωση που το ποίημα έχει πολιτικό περιεχόμενο. Ακόμα όμως και ένα ποίημα που καταπιάνεται με το εγώ, ως απόπειρα διαμόρφωσης και βυθομέτρησης του εαυτού, μπορεί να αποτελέσει μια ήπια πολιτική πράξη.
Η ποίηση ευδοκιμεί σε συνθήκες απόλυτης ευτυχίας;
Σε συνθήκες απόλυτης ευτυχίας η ποίηση, όπως ολόκληρη η τέχνη, ίσως δεν θα ήταν απαραίτητη. Η τέχνη προκύπτει στον άνθρωπο για να συμπληρώσει ένα κενό. Έχω ένα ποίημα στους Ανεκπλήρωτους Φόβους, στο οποίο αντιπαραβάλλεται η χαρά με τη θλίψη και η ζωή με την ποίηση, έτσι που έμμεσα γίνεται μια σύνδεση της ποίησης με τη θλίψη. Ένα ποίημα, ακόμα και εξυμνητικό να είναι, ακόμα και για τη χαρά της ζωής να μιλά, πάντα θα διαπνέεται από μια υφέρπουσα, μπορεί και αδιόρατη θλίψη:
Διγαμία
Κάποιες φορές χαμογελώ και νιώθω άσχημα
σα να παραβιάζω της ύπαρξής μου κεκτημένα.
Τύψεις για κάποια θλίψη που ξεχάστηκε
για ένα δάκρυ που χύθηκε και πάει χαράμι.
Δεν αναγνωρίζω τότε τον άντρα στον καθρέφτη,
είμαι ένας ξένος που έτυχε να βρεθεί
σε αυτό το σώμα
και βασανίζομαι για ‘κείνον μου τον εαυτό
που άφησα μονάχο,
που άφησα να κείτεται κάτω από τα συντρίμμια.
Κάποιες φορές ζω και νιώθω άσχημα
σα να διαπράττω μοιχεία έναντι της ποίησης.
.
Την προσεχή Τετάρτη, στην Σπάρτη γίνεται μια ακόμη παρουσίαση της «Λάσπης», του πρώτου σου μυθιστορήματος, το οποίο φαίνεται πως κλέβει την παράσταση στο παρόν σου.
Η Λάσπη είναι το πρώτο μου πεζό που εξέδωσα (είχα γράψει κι ένα μυθιστόρημα πριν την έκδοση της ποιητικής συλλογής «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» το 2012, το οποίο δεν το δημοσίευσα και είμαι ευτυχής για αυτό). Ως το πρώτο μου βήμα σε ένα είδος που αγαπώ πολύ, η Λάσπη είναι πολύ σημαντική για μένα και χαίρομαι που διαβάστηκε και προσέχτηκε. Πρωταγωνιστής της είναι ένας νέος άνθρωπος απόλυτα ενταγμένος στο κοινωνικοϊστορικό του περιβάλλον (οικονομικός μετανάστης β’ γενιάς στην Ελλάδα), αλλά που προβάλλει τα χαρακτηριστικά του σε ένα υψηλότερο επίπεδο διαχρονικής αντιμετώπισης της ύπαρξης. Πολλές πτυχές της προβληματικής του ίσως πηγάζουν από αυτήν του την ιδιότητα ως μετανάστη, ωστόσο αυτό είναι μόνο μια από τις δυνάμεις που έχει επιδράσει πάνω του, συνδυαστικά με τη βιολογική προδιάθεση, την οικογένεια, το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο κινείται. Κάπως έτσι προκύπτει και το κυρίαρχο θέμα του βιβλίου, όπως το βλέπω εγώ: το άτομο σαν ένας μοναδικός και διαμορφούμενος πόλος, που στέκεται βομβαρδιζόμενος από ετερόκλητες κι αντίρροπες δυνάμεις μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής κατάστασης.
Θα ξαναδούμε σύντομα νέα ποιητική σου συλλογή;
Γράφω ποίηση και πεζό παράλληλα από την αρχή. Για την ώρα δεν τα διαχωρίζω και εκμεταλλευόμενος τις αρετές του κάθε είδους προσπαθώ να σκαρώνω κάθε φορά διαφορετικές ιστορίες και να μεταπλάθω τη γλώσσα με τον τρόπο που πιστεύω ότι ταιριάζει στα πράγματα που θέλω κάθε φορά να πω. Σε μερικά χρόνια δεν ξέρω αν και πού θα έχω εστιάσει περισσότερο, αλλά ποιητική συλλογή σίγουρα θα ξαναβγάλω στο βραχυπρόθεσμο μέλλον.
Πώς αλλάζει τη σκέψη σου και τις πνευματικές σου δυνάμεις και ανάγκες η πάροδος της ηλικίας;
Τις αλλάζει σίγουρα σημαντικά. Και αντικειμενικά, βιολογικά, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος μεταβάλλεται ουσιαστικά καθώς μεγαλώνεις, όσο και ποιοτικά, με τη συνάθροιση των εμπειριών, των βιωμάτων και των ανθρώπων που σε καθορίζουν. H κυρίαρχη άποψη είναι πως μεγαλώνοντας χάνεται ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός, η ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων και ίσως το πάθος για δημιουργία, με παράλληλη ενίσχυση της λογικής και της πιο εγκεφαλικής σκέψης. Νομίζω πως αυτά έχουν μια δόση αλήθειας. Νομίζω επίσης πως όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος ισχυροποιείται και κάνει πιο συμπαγή τον εαυτό του. Από την άλλη βέβαια συγκεντρώνει και περισσότερες δυσάρεστες εμπειρίες, μαζί με τις ευχάριστες, και τραύματα, οπότε κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου σίγουρο. Είναι συναρπαστικό και για μένα πάντως να περιμένω πώς θα διαμορφωθεί η σκέψη μου καθώς θα προχωρώ μέσα στα χρόνια.
Ξέρεις τίποτα για τα Κύθηρα; Εκεί θα μας διαβάσουν…
Ξέρω ότι είναι πολύ όμορφα, ότι έχουν πολύ πράσινο και ότι λέγονται επίσης «Τσιρίγο». Ακόμα, τα Αντι-κύθηρα και τον μηχανισμό τους. Επίσης, στο σχολείο ένας φίλος και συμμαθητής μου είχε καταγωγή από τα Κύθηρα και μας έλεγε συχνά ότι πήγαινε για διακοπές, και θυμάμαι ότι ένιωθα ένα μικρό δέος και φανταζόμουν ότι εξορμούσε σε κάποιο πολύ μακρινό κι εξωτικό μέρος. Εγώ δυστυχώς δεν έχω πάει ποτέ.
……………………………………………………………………
οι κυρίες στο μετρό
Δεν γεννήθηκα έτοιμος γι’ αυτό το δράμα.
Η μάνα μου βιάστηκε να με βγάλει
για να μην κρυώσει το γάλα που ζέσταινε στο στήθος της
και το κεφάλι μου δεν πρόφτασε να γίνει
να στεριώσει
εγώ δεν πρόφτασα να μάθω τα λόγια
τις κινήσεις
πώς να ξεχωρίζεις το γάλα από το δηλητήριο
πώς όταν χωνεύεις το γάλα να μην ξεψυχάς μετ’ από λίγο
πώς όταν χωνεύεις το δηλητήριο να μην περιμένεις
πως κάποτε θα σε ψηλώσει.
Πώς να μην περιμένεις.
Μια μέρα οι κυρίες στο μετρό θα πάψουν να σε λένε
νεαρό.
……………………………………………………………………
μια ώρα αρχύτερα
Θυμάσαι τότε στο πάρκο ξημερώματα
που είδαμε τις έγκυες να περπατούν
πιασμένες χέρι χέρι,
μ’ ένα σάπιο καρβέλι ψωμί
η καθεμιά στην άδεια τους παλάμη;
Εμείς καθόμασταν κάτω στα φύλλα τα ξερά,
τα κόκκινα του φθινοπώρου αποφάγια,
τρίβαμε τα στομάχια μας
γιατί μας είχαν πει πως κάθε ανθρώπινη ανάγκη
ικανοποιείται μ’ ένα παραπλανητικό
υποκατάστατο άγγιγμα.
Μάταια, ακόμα ένα ψέμα, μονάχα μυρμήγκια
κυλούσαν από τους αφαλούς μας.
Τα δόντια μας ερμητικά σφιχτά,
δαγκώνανε τη γλώσσα κι αίμα πότιζαν τα χείλη
μην τυχόν και ξεχυθεί ο βούρκος απ’ το στόμα μας.
Μην τυχόν και πεις τίποτα για τις γυναίκες
πόσο όμορφες σαν το φθινόπωρο ήταν,
πόσο άπιαστες σαν την άνοιξη.
Μην τυχόν και με ρωτήσεις πού πάνε;
και σου απαντήσω: μα στο νεκροταφείο, φυσικά.
Για να γεννήσουν.
……………………………………………………………………
περιμένοντας τον ουρανό
Στο κέντρο της μαύρης τούτης τρύπας
βλέπεις το σκοτάδι γύρω σου να μεγαλώνει.
Το σκοτάδι, ένα σαρκοβόρο κτήνος
που πνίγει σβέρκους στο πέρασμά του.
εσύ τρέμεις από το κρύο
και περιμένεις μοναχά τον ουρανό,
νιώθεις σαν τον στρατιώτη τον ξεγυμνωμένο
που δεν πρόλαβε ν’ αφήσει το βυζί της μάνας
και τόνε ρίξανε στη μάχη σαν τσουβάλι.
Οι σφαίρες τρυπούν τα κούφια κόκκαλά σου,
οι λόγχες γυρνούν μες στις πληγές
που είχες από γεννησιμιού.
Πόλεμος! Κραυγάζεις
αλλά κανείς δεν σ’ ακούει,
όχι γιατί ‘ ναι όλοι πεθαμένοι,
μα γιατί απ’ το σκοτάδι δεν τη γλυτώνει
ούτε κι εκείνο το θαύμα ο ήχος.
Και τώρα που γίναν όλα νύχτα,
πάει, λες, το χάσαμε το παιχνίδι.
Και φοβάσαι,
Φοβάσαι τον φόβο περισσότερο.
Δεν φοβάσαι τον ουρανό,
αυτός παρηγοριά μεγάλη.
Άντε να πέσει, να τελειώνουμε.
……………………………………………………………………