Το μέγεθος που καταλαμβάνει ο ήχος και η μουσική είναι ο χρόνος. Και ο χρόνος είναι ο πιο άυλος από τα μεγέθη, άπιαστος και μη επιστρεπτός. Έτσι και ο ήχος της μουσικής, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, παρέμενε μη καταγραφόμενος. Σε αυτό ακριβώς τον λόγο οφείλεται και το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πως ακουγόταν η μουσική των αρχαίων πολιτισμών, της αρχαίας Ελλάδας, των Ρωμαϊκών και των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Αρχίζουμε να έχουμε μια εντύπωση, όχι ακριβώς έγκυρη, για την θρησκευτική μουσική της Ευρώπης από τον 8ο αιώνα και μετά, λόγω της προφορικής παράδοσης της εκκλησίας και της ανάπτυξης της μουσικής σημειογραφίας προς το τέλος του Μεσαίωνα. Όμως πρέπει να φτάσουμε στην Αναγέννηση για να έχουμε πιο λεπτομερείς καταγραφές, στο χαρτί πάντα, κοσμικής και θρησκευτικής μουσικής. Και βέβαια, σε αυτές τις καταγραφές δεν περιλαμβάνεται η λαϊκή μουσική των πόλεων και της υπαίθρου, όπου με την αποκλειστικά προφορική- ακουστική παράδοση, μέσω της οποίας μεταδιδόταν η μουσική αυτή, μετασχηματιζόταν με το πέρασμα των αιώνων και πολλές φορές εξαφανιζόταν. Αλλά και στην έντεχνη μουσική, παρά την ύπαρξη της σημειογραφίας, σημαντικά στοιχεία ερμηνείας, δεν μπορούσαν να καταγραφούν και μεταδίδονταν και αυτά, δια μέσου της ίδιας με την λαϊκή μουσική, ακουστικής μεθόδου. Δεδομένων όλων αυτών, ίσως δεν είναι υπερβολικό να πούμε, ότι η μεγαλύτερη ανατροπή που έγινε ποτέ στον κόσμο της μουσικής, οφείλεται στην ανακάλυψη του γραμμοφώνου και της τεχνολογίας καταγραφής του ήχου, που ακολούθησε. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισαν να καταγράφονται συστηματικά οι μουσικές του κόσμου όπως ποτέ πριν, και αναπτύχθηκε ολόκληρη βιομηχανία εμπορίας τους, που έφτασε σε απίστευτα επικερδή ύψη. Το μέσον της ηχογράφησης άρχισε να ρυθμίζει και την εξέλιξη της μουσικής, αποφασίζοντας εκείνο πια για το τι αξίζει να ακουστεί και τι όχι, μετατρέποντάς την, από πολιτιστικό αγαθό, σε προϊόν της αγοράς.
Η επαναστατική τεχνολογική πρόοδος δεν επηρέασε βέβαια μόνο τη μουσική. Επηρέασε και μετασχημάτισε την ανθρώπινη κοινωνία και πολιτισμό γενικότερα. Η αριστοκρατία, ο κλήρος και η πλούσια αστική τάξη που καθόριζαν, τους περασμένους αιώνες, τις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις, εξαφανίστηκαν, μεταμορφώθηκαν, συρρικνώθηκαν, απαξιώθηκαν. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα όμως, ήταν και οι προστάτες των τεχνών και της μουσικής. Η τέχνη, χωρίς τους πλούσιους και ισχυρούς προστάτες της, έπρεπε να βρει άλλους τρόπους για να επιβιώνει και να εξελίσσεται. Η εμπορική διάσταση που έλαβε η μουσική, ήταν ο πιο συνηθισμένος από αυτούς τους τρόπους. Οι μουσικές αυτές, οι οποίες υποστηρίζονταν από τις ελίτ του παρελθόντος, εκτός από τον θεσμικό τους ρόλο (στις αυστηρά θεσμισμένες κοινωνίες στις οποίες απευθύνονταν), είχαν και υψηλό μορφωτικό ρόλο. Κακά τα ψέματα, ελάχιστοι μπορούσαν να μορφωθούν μέχρι και πριν εκατό χρόνια, και αυτοί θα ήταν πλούσιοι ή ευγενείς. Οι ελίτ αυτές στήριξαν μια χωρίς προηγούμενο άνθηση του πολιτισμού, από την αναγέννηση και μετά, βασίζοντας την εξέλιξή του, στα υψηλά ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας (για αυτό και η κλασσική Ελλάδα υπήρξε σημαντική για την Ευρώπη). Ένας τέτοιου είδους πολιτισμός όμως δεν είναι κατ’ ανάγκη ευπώλητος σήμερα…
Η φύση της μουσικής είναι αφηρημένη, γιατί δεν χρησιμοποιεί λόγο ή εικόνες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους μεγάλους συνθέτες της Ευρώπης, από την Αναγέννηση μέχρι και σήμερα να της δώσουν λόγια κατεύθυνση, αντίστοιχη με αυτή της λογοτεχνίας ή των καλών τεχνών. Με πειραματισμούς που ξεκίνησαν από τα μεσαιωνικά μοναστήρια και συνεχίζονται ακόμη σε υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατάφεραν να δημιουργήσουν μορφές, δομές και αισθητικά ρεύματα. Πάνω απ΄ όλα, κατάφεραν να κατασκευάσουν ένα μουσικό σύστημα απαράμιλλης λειτουργικότητας, αλλά και ευελιξίας, το Τονικό Μουσικό Σύστημα, το οποίο με βασικό όπλο του την Αρμονία, την τέχνη της συνήχησης, κατάφερε να κυριαρχήσει σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, επισκιάζοντας ή και εξαφανίζοντας άλλες μουσικές κουλτούρες αιώνων. Με όχημα αυτό το σύστημα κατόρθωσε η μουσική να γίνεται ευρέως κατανοητή, ακόμη και στην μεγαλύτερη πολυπλοκότητά της – αρχικά βέβαια, από τους ανθρώπους αυτούς, που είχαν την ανάλογη μόρφωση. Αλλά κατόρθωσε επίσης, μέσω αυτού του συστήματος, να εξελίσσεται, ακολουθώντας τις κοινωνικές και αισθητικές τάσεις κάθε εποχής, ακριβώς όπως και οι υπόλοιπες τέχνες. Οι συνθέσεις του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και του Μάλερ θεωρούνται σήμερα μνημειακά έργα αντίστοιχα των αρχιτεκτονικών ή λογοτεχνικών αριστουργημάτων του παρελθόντος. Ποτέ άλλοτε ένας πολιτισμός δεν εξύψωσε την μουσική σε τόσο σημαντικού είδους μορφωτική αξία αλλά και δεν κατάφερε να την διαδώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελεί σήμερα παγκόσμια κληρονομιά και παρακαταθήκη του παρελθόντος. Διδάσκεται στα σχολεία κάθε πολιτισμένου κράτους και διασώζεται στις αίθουσες συναυλιών, όπως οι αρχαίοι κίονες στα μουσεία. Οι άνθρωποι που την ερμηνεύουν, την σπουδάζουν για χρόνια και καταφέρνουν να την κρατούν ζωντανή μέσω νέων ερμηνειών που την κάνουν πάντα επίκαιρη. Η πολυπλοκότητά της και η συλλογικότητα που την χαρακτηρίζει, συμβάλλουν στην απολαυστικότητα της και τα έργα των μεγάλων δασκάλων θα ερεθίζουν πάντα την νόηση και το συναίσθημα των ανθρώπων.
Η «μουσική βιομηχανία», όπως ονομάστηκε το σύστημα εμπορίου της μουσικής του 20ου αιώνα, προσπάθησε από την αρχή να επενδύσει στην λόγια μουσική κληρονομιά του παρελθόντος. Αλλά γρήγορα ανακάλυψε, ότι αυτό που πουλούσε περισσότερο είναι το λαϊκό αστικό τραγούδι, που για πρώτη φορά μπορούσε να καταγραφεί και να διαδοθεί ευρέως λόγω του νέου μέσου της ηχογράφησης. Φαίνεται ότι στα νέα, πιο δημοκρατικά κοινωνικά δεδομένα, η απλότητα κέρδισε την πολυπλοκότητα και η αμεσότητα την επιτήδευση. Βέβαια και αυτή η απλούστερη μουσική μορφή, βασίζεται στο Τονικό Μουσικό Σύστημα του παρελθόντος και πολλά από τα στοιχεία του, τα οφείλει στην παλαιότερη καταγραμμένη λόγια κληρονομιά. Φαίνεται όμως να περιέχει συγχρόνως και άλλα στοιχεία, τόσο μουσικά όσο και κυρίως κοινωνικά, που το κάνουν ασυναγώνιστο στο να εκφράζει ταχύτατα τον ψυχισμό των πολιτών του βιομηχανοποιημένου κόσμου και του τρόπου ζωής των πόλεων.
Κάτι άλλο που ανακάλυψε η μουσική βιομηχανία από το ξεκίνημά της ήταν η μουσική Τζαζ. Ένα νέο, στις αρχές του 20ου αιώνα, μουσικό υβρίδιο, που ήταν το αποτέλεσμα μίξης της ευρωπαϊκής μουσικής με την μουσική της Αφρικής. Η έντονη ρυθμικότητα αυτού του είδους, έδινε έμφαση στο «διονυσιακό» (κατά τους γερμανούς φιλοσόφους του 19ου αι.) στοιχείο της μουσικής, το οποίο είναι η ικανότητά της να μας προκαλεί διέγερση, να μας «μεθά», να μας συναρπάζει, να μας δημιουργεί έκσταση, ψυχική ανησυχία, και αίσθηση της ηδονής. Αυτό το στοιχείο, ήταν μάλλον δευτερεύον στην μουσική του παρελθόντος, όπου οι απλές θρησκευόμενες μικρές κοινωνίες της υπαίθρου αλλά και των μικρών πόλεων, του προ βιομηχανοποιημένου κόσμου, έδιναν περισσότερη έμφαση στο “απολλώνιο” στοιχείο της. Στην ικανότητά της δηλαδή, να εκφράζει συναισθήματα, να δημιουργεί ονειρικούς κόσμους, να βελτιώνει την διάθεση και να μας δημιουργεί μια αρμονική αίσθηση πνευματικής ισορροπίας.
Κατά την δεκαετία του 60 ήρθαν βίαιες αλλαγές στο μουσικό σκηνικό, το οποίο ακολούθησε τις αντίστοιχες κοινωνικές αλλαγές. Η ροκ και ποπ μουσική, ήρθαν από την Αμερική και την Αγγλία για να μείνουν στον κόσμο. Μια μίξη ουσιαστικά του αστικού τραγουδιού αυτών των χωρών, με την μουσική Τζαζ, έφεραν την επανάσταση στη μουσική ακρόαση και στα γούστα του κόσμου σε όλη την υφήλιο. Η μουσική αυτή, που φαίνεται ότι μπορεί να εξισορροπήσει μέσα της επιτυχημένα τόσο το “διονυσιακό” όσο και το “απολλώνιο” στοιχείο, κυριάρχησε, με την βοήθεια και των ΜΜΕ και της διαφήμισης που χρηματοδότησε η μουσική βιομηχανία, επηρεάζοντας κατά τα επόμενα χρόνια, επισκιάζοντας ή εξαφανίζοντας τις τοπικές μουσικές κουλτούρες κάθε επί μέρους γωνίας του πλανήτη. Η μουσική, ως προϊόν, έγινε η πιο επικερδής επιχείρηση, για τα στελέχη της μουσικής βιομηχανίας, αλλά και για τους μουσικούς που συνεργάστηκαν μαζί της. Οι τελευταίοι μετατράπηκαν σε μύθους και η συνεργασία τους με τα οικονομικά συμφέροντα, διόλου δε μείωσε την αίγλη τους. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία η μουσική οικογένεια δεν περιείχε άτομα με τέτοια φήμη και τέτοια κέρδη.
Κάποια στιγμή, η μουσική βιομηχανία κατάλαβε ότι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, δεν μπορούσαν να βρεθούν, αλλά ούτε και να καθοδηγηθούν τόσο εύκολα. Έχοντας ήδη διαπιστώσει ότι η μουσική ως προϊόν υπόκειται στους νόμους της αγοράς, εξέτασε τους τρόπους που μπορεί να διαδώσει και να πουλήσει, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά την διαφήμιση. Δεν είχε πια τόση ανάγκη τους σπουδαίους καλλιτέχνες. Μπορούσε να αναθέσει στον οποιοδήποτε διατεθειμένο να υπακούσει στους όρους της αγοράς και όχι απαραίτητα της τέχνης, να παρασκευάσει και όχι να δημιουργήσει, κάποια μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν η ευρεία παραγωγή και διάδοση μουσικών «υποπροϊόντων», που είχαν για πατέρα τις δισκογραφικές εταιρείες και όχι αυθεντικούς καλλιτέχνες. Αυτές οι μουσικές, δεν ήταν φορείς πλέον ουσιαστικών συγκινήσεων, συναισθημάτων και εμπειριών, αλλά μιμητικά κακέκτυπα της πραγματικής μουσικής, όπου έχει αφαιρεθεί η τόσο απαραίτητη για το έργο τέχνης προσωπικότητα του δημιουργού. Αυτές οι μουσικές προορίζονται αποκλειστικά για διασκέδαση, διαδίδονται ταχύτητα, καταναλώνονται μαζικά, αλλά έχουν ένα πρόβλημα. Δεν διαρκούν παρά ελάχιστο χρόνο. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε, με τη συνεχή αναπαραγωγή πανομοιότυπων, «κλωνοποιημένων» μουσικών μοντέλων, με διαφορετική όμως ετικέτα κάθε φορά. Βαρεθήκατε τον τάδε “καλλιτέχνη” ή “τραγούδι” μετά από ένα χρόνο; Πάρτε αυτόν, που είναι ολοκαίνουργιος. Η μουσική βιομηχανία μπορούσε να ελέγξει πια, όχι μόνο τι θα ακούνε οι άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά και να το παρασκευάσει.
Ακολούθησε μια καταιγιστική “επέλαση” της τεχνολογίας αναπαραγωγής ήχου, που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που βιώνουμε πια την τέχνη της μουσικής. Ενώ πριν έναν αιώνα ήταν κάτι ζωντανό που μπορούσε να το απολαύσει κανείς μόνο σε πραγματικό χρόνο, σήμερα έρχεται σε επαφή μαζί της κυρίως μέσα από τα μηχανήματα. Αυτό βέβαια έπαιξε θετικό ρόλο στην ευκολία διάδοσης του καλλιτεχνικού και μορφωτικού της ρόλου και έδωσε ευκαιρία να γεννηθούν νέες δημιουργικές μορφές, αλλά συγχρόνως ευτέλισε και την υπόστασή της. Η διαρκής της επανάληψη και η συνεχής και αέναη αναπαραγωγή της, συνοδεία κάθε ανθρώπινης καθημερινής δραστηριότητας, την έκανε να χάσει κάτι από την αίγλη της. Μουσική ακούγεται πια παντού, όπου και να βρεθούμε, σε κομμωτήρια, εστιατόρια, πολυκαταστήματα ή συνοδεύει τηλεοπτικές εκπομπές, διαφημίσεις, ταινίες και βιντεοπαιχνίδια. Το κακό είναι ότι αυτή η συνεχής παρουσία μας κάνει πια να μη την προσέχουμε. Αυτός ο πρωτογενής παιδικός ενθουσιασμός που είχε ο άνθρωπος όταν ερχόταν σε επαφή με την μαγεία του ήχου έχει υποχωρήσει και έχει δώσει την θέση του στην απάθεια. Οι άνθρωποι δίνουν πια σημασία στη μουσική που αναπαράγεται μόνο κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και πληρεί ιδιαίτερες προδιαγραφές. Δεν τους μαγεύει πια ο ήχος γενικά, αλλά μόνο η φωνή του αγαπημένου τους τραγουδιστή.
Ένα άλλο ευεργετικό χαρακτηριστικό της μουσικής που έχει υποχωρήσει για τους ίδιους λόγους, είναι η ικανότητά της να συσπειρώνει κοινωνικά τον κόσμο και να δίνει ευκαιρία για συλλογικές εμπειρίες. Ευτυχώς υπάρχουν πάντα οι χώροι συναυλιών για να διατηρούν άσβεστο τον τελετουργικό της ρόλο. Πριν ένα αιώνα όμως, μόνο μέσα από την συνύπαρξη θα ήταν δυνατή η οποιαδήποτε ακρόαση. Σήμερα είναι μια κατ’ εξοχήν ιδιωτική υπόθεση, κατά μόνας και συνήθως με ακουστικά. Αλλά και σε πιο ενεργητικό επίπεδο από την ακρόαση, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σήμερα υπάρχει μόνο ο επαγγελματίας μουσικός που παίζει ή τραγουδάει και οι απλός κόσμος που τον ακούει παθητικά. Πριν ένα αιώνα αν ήθελε κάποιος να ακούσει το αγαπημένο του βαλς θα έπρεπε να αγοράσει την παρτιτούρα και να το παίξει ο ίδιος μαζί με μέλη της οικογένειάς του για τους φίλους τους. Ή θα έπρεπε να τραγουδήσουν όλοι μαζί οι κάτοικοι ενός χωριού το συγκεκριμένο τραγούδι της άνοιξης. Φαίνεται ότι ο απλός κόσμος δεν “δικαιούται”, όπως παλαιότερα, να έχει τόσο ενεργητικό ρόλο στην αναπαραγωγή της μουσικής.
Την σημερινή εποχή του ίντερνετ, αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι και μικρότερης “εμπορικής αξίας” μουσικές μπορούν να έχουν ένα δυνητικό κοινό μέσω του δικτύου. Η ύπαρξη ομάδων μέσα σε αυτό, το καθιστούν σημαντικό μέσο πολυφωνίας. Με ένα κλικ, μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε μουσικές νέας πολυπλοκότητας, πειραματικής τζαζ και αβαντ ποπ, παραδοσιακής ή λόγιας κινέζικης ή λαϊκής ελληνικής από το κέντρο διασκέδασης στην παραλιακή οδό. Το λυπηρό είναι ότι παρ’ όλη την ευκολία πρόσβασης, ο πιο πολύς κόσμος φαίνεται να καθοδηγείται ακόμη στα γούστα του, από το “σταρ –σύστεμ” της μουσικής βιομηχανίας των ΜΜΕ και της διαφήμισης. Αυθεντικές μουσικές συνυπάρχουν με εμπορικά κατασκευάσματα και έγκειται στη μόρφωση, την αντίληψη, το γούστο και τη διαίσθηση του κάθε ακροατή το που θα στραφεί. Είναι οι ίδιοι παράγοντες που θα καθορίσουν τη σπουδαιότητα του ρόλου που θέλει ο καθένας να παίξει η μουσική στη ζωή του, ειδικά στην Ελλάδα όπου η δημόσια εκπαίδευση έχει υποβιβάσει τον ρόλο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στα σχολεία, και πιο πολύ της μουσικής.
Καταπληκτική σύνοψη! Χαράς στο κουράγιο σου Παναγιώτη.
Σε σχέση με το πόσο συμμετέχει ο πολύς κόσμος στο τραγούδι, θυμάμαι πως όσο ήμαστε παιδιά τραγουδούσαμε στις εκδρομές και στις γιορτές τα γνωστά χαρούμενα παιδικά τραγουδάκια. Μεγαλώνοντας, η ανάγκη να τραγουδήσουμε δεν μειώθηκε, όμως θυμάμαι πόσο δύσκολο ήταν να αναπαραγάγει κανείς το αγαπημένο του ποπ ή λαϊκό τραγούδι. Θες οι ενορχηστρώσεις; Θες η αντι-μνημονική μορφή των στίχων; Πάντως, η συσκευασία της μουσικής που καταναλώναμε προοριζόταν για τεχνητή αναπαραγωγή και όχι φυσική. Παλιότερα, ελλείψει των μεθόδων ηχογράφησης, τα τραγούδια είχαν δομή κατάλληλη για απομνημόνευση και προφορική παράδοση, κάτι που αμελήθηκε αργότερα.
Πάντως, πρόσφατα βρέθηκα σε ένα μαγαζάκι στην Αθήνα, όπου έπαιζαν κάτι νεαροί μουσική με δυο κιθάρες και ένα ακορντεόν. Πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα, μοίρασαν σε όλα τα τραπέζια τους στίχους των τραγουδιών που θα έλεγαν. Ανακάλυψα πως ούτε πολύ γνωστά και αγαπημένα τραγούδια δεν γνωρίζουμε εξολοκλήρου απέξω. Η πρακτική αυτή απέδωσε θαυμάσια, ο κόσμος δεν τραγουδούσε στα κουτουρού, αλλά σχεδόν χορωδιακά, ενώ οι επαγγελματίες τραγουδιστές, προστάτεψαν και με το παραπάνω τις φωνητικές τους χορδές!
Ίσως, αυξανομένης της ανάγκης να ερχόμαστε κοντά, μια νέα φάση της κοινωνικής (ή κοινοτικής) μουσικής προκύψει.
Κατερίνα νομίζω ότι έχεις δίκιο. Τα, κοινωνικώς, ευεργετικά χαρακτηριστικά της μουσικής που είχαν ξεχαστεί ή παραμεληθεί, έχουν αρχίσει να επαν – ανακαλύπτονται από τη νέα γενιά. Και τα ερασιτεχνικά μουσικά σύνολα, στα οποία μπορεί να συμμετέχει ο καθένας, δεν είναι πια μόνο για τους συνταξιούχους (αν κρίνω από την φιλαρμονική μας). Και θέλω να πιστεύω, ότι ο κόσμος δεν ασχολείται πια, όσο στο παρελθόν, με τα τραγούδια των κέντρων της παραλιακής. Κάποιοι από εμάς, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε πάνω στην άνθηση της δισκογραφικής βιομηχανίας, αισθανόμαστε την ανάγκη να θυμηθούμε πως ήταν τα πράγματα πιο πριν και πως ήταν για αιώνες.
Πολύ καλό το κείμενο που έγραψες Παναγιώτη για την ιστορία της μουσικής αν μου επιτρέπεις να το
κρίνω. Μου άρεσε πολύ. Είναι τιμή για την Ελλάδα να διδάσκουν μουσική δάσκαλοι με τις δικές σου
γνώσεις. Αρκεί βέβαια να μπορούν και οι μαθητές να γίνουν δέκτες και να κατανοούν αυτές τις γνώσεις.
Κώστας (Αθήνα /Νέα Σμύρνη)