Ανήκω σ’ αυτούς που είναι –και παραμένουν– λάτρεις του βιβλίου και της ανάγνωσης. Γι’ αυτό μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι με την επέλαση των ηλεκτρονικών το βιβλίο θα καταντήσει μουσειακό είδος. Μου είναι δύσκολο –να προσθέσω– το ότι η ανάγνωση μ’ ένα βιβλίο στο κρεβάτι, στην πλαζ ή όπου αλλού, η αίσθηση του τυπωμένου και η συντροφιά μιας βιβλιοθήκης θ’ αντικατασταθούν από κάποιο ηλεκτρονικό μαραφέτι. Αλλά βέβαια δεν μπορώ να μιλάω και για λογαριασμό των νέων που δεν έχουν τα δικά μου βιώματα.
Γιατί τώρα αυτές οι σκέψεις; Τελείωσα την ανάγνωση ενός βιβλίου με τίτλο «Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα» του περί τις εκδόσεις ασχολούμενου Γάλλου Ζακ Μονέ (μετάφρ. Βάνας Χατζάκη, εκδ. «Άγρα»). Ενός βιβλιομανούς και βιβλιοσυλλέκτη, που αναφέρεται και σε άλλους … ομοιοπαθείς.
Όπως σε έναν Γάλλο μόδιστρο, ο οποίος δήλωνε κάτοχος τριακοσίων χιλιάδων τόμων, που είχε κατανείμει στις πέντε κατοικίες του (αν ξέραμε και τι τα έκαναν οι κληρονόμοι…)
«Το μόνο πλεονέκτημα με μια βιβλιοθήκη σαν τη δική μου», γράφει ο Μονέ, «είναι πως ποτέ δεν τράβηξε το ενδιαφέρον των διαρρηκτών που με τίμησαν κατά καιρούς με τις επισκέψεις τους: τα βιβλία είναι πολύ βαριά και έχουν ελάχιστη μεταπωλητική αξία».
Όπως λένε συχνά παλαιοπώλες: «Δεν παίρνω πια βιβλία, δεν έχω πού να τα βάλω και δεν πωλούνται». (Επί τη ευκαιρία: Το υπόγειο παλαιοβιβλιοπωλείο τού –για χρόνια πνευματικού μας προμηθευτή– Γιώργη Νασιώτη, στο Μοναστηράκι, κατέβασε ρολά.)
Και μια επισήμανση σχετικά με την περίφημη ρήση «βιβλίο δανεισμένο, βιβλίο χαμένο». Η λύση είναι απλούστατη: τα βιβλία δεν τα δανείζεις, τα χαρίζεις.
Και το άκρον άωτον ενός βιβλιομανούς: «Θυμάμαι μια ιστορία που διάβασα κάπου, για εκείνον τον μελλοθάνατο στην περίοδο της Τρομοκρατίας*, ο οποίος διάβαζε ένα βιβλίο μέσα στο κάρο που τον πήγαινε στη λαιμητόμο και πριν ανέβει στο ικρίωμα σημάδεψε τη σελίδα στην οποία είχε φτάσει!».
* Περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης 1793-1794.