Κάτι που έχω παρατηρήσει τα χρόνια που είμαι στα Κύθηρα (στις μικρές κοινωνίες τα πράγματα φαίνονται μεγεθυμένα) και που ίσως να κάνει ως ένα σημείο κατανοητή την απροθυμία για αλλαγές στην τοπική κοινωνία, ακόμα κι όταν αυτές οι αλλαγές είναι καταφανέστατα βελτιωτικές, είναι το σύνδρομο του διαφωτιστή – καθοδηγητή. Ας το πούμε έτσι.
Να το εξηγήσω. Έρχεται κάποιος ξένος ή και ντόπιος που έφυγε για κάποια χρόνια και γύρισε πίσω. Έχοντας συγκεκριμένες απόψεις και ιδέες θέλει να τις μοιραστεί και να τις εφαρμόσει. Στην προσπάθεια αυτή, όμως, πολλές φορές υποτιμά ή και αγνοεί τελείως την τοπική κοινωνία. Δεν προσπαθεί να κινητοποιήσει τις όποιες τοπικές δυνάμεις αλλά να επιβάλει αυτό που θέλει ως ένας σοφός που ήρθε από τον ουρανό. Πολλές φορές στρέφεται σε άλλους ομοϊδεάτες του που είτε είναι ξένοι είτε έχουν χαλαρή σχέση με τους ντόπιους.
Αυτό φυσικά είναι ένα είδος συμπλεγματικής αυτοϋψώσεως και αυτοδικαιωτισμού καθώς δεν ανακατεύεται με τους ίδιους τους ανθρώπους στους οποίους (υποτίθεται ότι) θέλει να προσφέρει αλλά με μια «ελίτ», με ανθρώπους που θεωρεί ότι είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτόν. Αυτό, προφανώς, θα προκαλέσει την αδιαφορία ή και την αρνητική διάθεση των ντόπιων που θα αγκιστρωθούν περισσότερο στις παλιές αντιλήψεις, καλές και κακές. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για την πορεία ενός τόπου νομίζω ότι πρέπει να γίνει κομμάτι αυτού του τόπου πρώτα και μετά να τον «διαφωτίσει».
Για να κλείσω με παράδειγμα, είναι πολύ εύκολο να μιλάω για την κοινωνία των Κυθήρων και να ασκώ κριτική σε αυτά που θεωρώ στραβά ή να λέω για τα καλά του τόπου ή να απλώνω τις φιλοσοφικές μου απόψεις για το νησί ενώ μένω κάπου μακριά ή έστω μένω για δυο-τρεις μήνες το χρόνο, αλλά μιλάω και πάω να αλλάξω κάτι που δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρει ουσιαστικά. Απλά θέλω να εξασφαλίσω μιαν ανώτερη θέση για τον εαυτό μου.
Συμφωνώ απολύτως με το άρθρο σου παπα-Κώστα!
Ειδικά ο επίλογός σου »όλα τα λεφτά».
»Ένας Τσιριγώτης που μένει μακρυά από το αγαπημένο του Τσιρίγο…»