ΑΔΕΛΑ: Εκείνο που είναι να γίνει, θα γίνει!
ΠΟΝΘΙΑ: Κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το τέλος του.
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», τελευταίο θεατρικό έργο του Λόρκα, έχει υπότιτλο: Ένα δράμα των γυναικών στα χωριά της Ισπανίας. Κι όμως δεν είναι μόνο των γυναικών και δεν είναι μόνο της Ισπανίας. Εξηγούμαι.
Συμμετέχουν, ομιλούν, πάσχουν, ανταγωνίζονται, διαπληκτίζονται, συγκρούονται δώδεκα διακριτοί γυναικείοι ρόλοι: η σκληρή Μπερνάρντα (60 χρονών), η τρελόγρια Μαρία-Χοσέφα (80), η γεροντοκόρη Ανγκούστιας (39), η πένθιμη Μαγδαλένα (30), η άχρωμη Αμέλια (27), η μαρτυρική Μαρτίριο (24), η ατίθαση Αδέλα (20), η συνετή Πόνθια (60), η διακριτική Προυντένθια (50) κι η δούλα (50) του σπιτιού κι ακόμα μια ζητιάνα (με το κοριτσάκι της), τέσσερεις γυναίκες με ένα συμπαθητικό αυθάδικο Κορίτσι κι αδιευκρίνιστος αριθμός μαυροφορεμένων γυναικών (όσες χρειάζονται για να γεμίσουν την σκηνή κατά την οδηγία του συγγραφέα).
Ωστόσο αναφέρονται, ονοματίζονται ή αποτελούν αντικείμενο διαρκούς ενδιαφέροντος, (άλλοτε επιθυμίας άλλοτε σχολιασμού κι άλλοτε περιφρόνησης) στρατιά ολόκληρη από άντρες κυριαρχικούς κι αρπακτικούς ή αδύναμους κι ηττημένους: ένας καλλικέλαδος διάκος και οι παπάδες από όλα τα γύρω χωριά, κάποιος καντηλανάφτης ονόματι Τροντσιαπίνος, ο πατέρας κι ο παππούς της Μπερνάρντα Άλμπα, ο πρώτος άνδρας της κι ο δεύτερος Αντόνιο Μαρία Μπεναβίδες, οι δύο γιοι της Πόνθια κι ο άντρας της Εβαρίστο Κολίν, ο περιπόθητος Πέπε –ελ– Ρομάνο, ο χήρος Νταραχαλί, ο σύζυγος της Πάκα Ροσέτα κι ο εραστής της Μαξιμιλιάνο, ο συμβολαιογράφος Δον Αρτούρο, καμιά σαρανταριά θεριστάδες κι ανάμεσά τους ένας πρασινομάτης («ένα παλληκάρι σφιχτοδεμένο σαν ένα δεμάτι στάχυα»!), ο καινούργιος γιατρός, ο πατέρας και ο αρραβωνιαστικός της Αδελαΐδας, ένας Κουβανός πρώην σύζυγος, ο Ενρίκε Ουμάνας κι ο πατέρας του κι επίσης οι άντρες τιμωροί με τα ξεφωνητά τους και τα δρεπάνια στο χέρι κι ακόμα διάφοροι σέμπροι κρυμμένοι στο μισοσκόταδο των αφηγήσεων…
Όλοι αυτοί οι επώνυμοι κι ανώνυμοι απόντες καθιστούν έντονη την αρσενική παρουσία σε δύο ώρες προκλητικής απουσίας από το προσκήνιο οποιουδήποτε ανδρός με σάρκα και οστά. Κι επίσης αποτελούν κατοπτρικά είδωλα των στερημένων γυναικών, προβολές των απωθημένων φαντασιώσεών τους, επίζηλους κι αξιοκατάκριτους δράστες των επιθυμιών τους. Η στέρηση βρίσκει συχνά διέξοδο στην φαντασιακή αμαρτία.
Άρα, μπορούμε να δούμε το έργο ως δράμα Γυναικών και Ανδρών την ίδια στιγμή. Αλλά ο βασικός πρωταγωνιστής του έργου είναι το Σπίτι. Λέει κάπου η Πόνθια: «Ούτε για την αδελφή σου, ούτε για σένα, ούτε για καμιά σας δε νοιάζομαι. Αλλά θέλω να ζω σ’ ένα σπίτι με υπόληψη. Δε θέλω τώρα στα γεράματα να λερώσω τ’ όνομά μου για το χατίρι σας!».
Το Σπίτι αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα με τους νόμους του, τους περιορισμούς του, τους καταναγκασμούς του, με τους τοίχους του να το προστατεύουν και να το περισφίγγουν, με τις αυτόνομες λειτουργίες του και τα δικαιώματά του. Είναι ένα δομημένο Υπερεγώ, κοινό για όλες τις γυναίκες που ζουν μέσα του και διαφορετικό για την καθεμία.
Το Σπίτι λειτουργεί συγχρόνως ως οίκημα αλλά και ως Οίκος, ως ύλη και ως σύμβολο, ως στέρεος χώρος και ως μη-χώρος. Με τα παράθυρά του να βλέπουν στον δρόμο και τα αυτιά των γειτόνων τεντωμένα να πιάσουν τον παραμικρό ήχο που θα μπορούσε να προδώσει τα εν οίκω μυστικά…
Το έργο μπορεί να διαβαστεί ως επισφαλής επικράτηση του άστεως και του αστικού ήθους πάνω στον αγροτικό κόσμο, της ηθικής πάνω στο ήθος, του οίκου πάνω στην βιαιότητα των σωμάτων αλλά και ως αποτυχημένη επικράτηση του συμβολαίου επί των σκοτεινών ερωτικών δυνάμεων της ψυχής. Τρία νήματα ξετυλίγονται και πλέκονται σε όλο το μήκος του θεατρικού χρόνου κατά την αμείλικτη πρόοδο του τραγικού:
ΤΟ ΑΛΟΓΟ
Παντού κυριαρχεί το άλογο που απειλεί να γκρεμίσει το σπίτι. Το λευκό ζώο που κλωτσάει τους τοίχους και τραντάζει τα σωθικά των γυναικών και το ερωτικό ένστικτο ως μαύρη τρύπα του εγώ, μια βόμβα στα θεμέλια της κανονικότητας. Ωστόσο, δεν υπάρχει πουθενά αληθινός έρωτας, μόνο οίστρος που είναι ολότελα άλλο πράγμα. Ανάγκη και περιορισμοί, ικανότητα και αποκλεισμοί˙ όχι όμως έρωτας. Το μόνο πρόσωπο στα χείλη του οποίου σπιθίζει μια λέξη έρωτα είναι η Αδέλα. Μιλώντας για τον Πέπε Ρομάνο λέει: «Άμα τον κοιτάζω στα μάτια, είναι σα να πίνω το αίμα του στάλα στάλα.» Ίσως κι ένας λυγμός της Μαρτίριο, αλλά αυτός είναι πιότερο μίσος ποτισμένο διάψευση.
Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ
Οι πέντε θυγατέρες είναι έγκλειστες στην τάξη τους. Ο εγκλεισμός τους στο πένθος και στο μη-ορατό εσωτερικό του σπιτιού είναι επιλογή – επιβολή της Μητέρας αλλά μέσω αυτής αναπαράγεται η κρατούσα ταξική ιδεολογία. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια συμβολική τάξη στην οποία μόνον κατ’ όνομα ανήκουν. Είναι ένα πρόσχημα διαφοροποίησης από τα απεχθή λαϊκά στρώματα: εργάτες, χωρικούς, υπηρέτριες, περιπλανώμενες πόρνες, ανύπαντρες μητέρες. Έτσι ο Οίκος γίνεται το φρούριο μιας ψευδο-τάξης, εγκλείει τις αδελφές, τις αποκλείει και τις διαφοροποιεί οδηγώντας τες στην σύγκρουση: η μία έχει περιουσία οι άλλες όχι, η μία είναι όμορφη οι άλλες όχι, η μία είναι γεροντοκόρη οι άλλες έχουν ακόμα ελπίδες κ.ο.κ.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ
Διαρκώς υποβόσκουσα, έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή στο πιο αδύναμο σημείο του Οίκου. Η κάψα της ταυτότητας και η υγρασία της ετερότητας είναι που αφηνιάζει τα κορίτσια και τρομάζει την [κάθε] εξουσία, η βασανιστική επίγνωση ενοχής, το άγρυπνο αυτί και μάτι της κοινότητας, ο έξω κόσμος έκλυτος, υποδεέστερος, απειλητικός και –κατά τρόπον αντιστικτικό– ο μέσα κόσμος στείρος, ασφαλής, λευκός σαν τάφος. Κι ακόμα, η εμμονή με την παρθενία, με τα θρησκευτικά σύμβολα, με την προβολή του Οίκου ως τεκμηρίου κοινωνικής αξίας, με την κοινή γνώμη ως δυνάστη της προσωπικής ζωής οδηγεί στην επιβολή του φαίνεσθαι επί του είναι. Η Μπερνάρντα Άλμπα μπροστά στο κρεμασμένο κορμί της Αδέλα δεν θρηνεί, μόνο διατυμπανίζει το ψέμμα που πρέπει να επιβληθεί ως αλήθεια του Οίκου της: «Δε θέλω κλάματα. Το θάνατο θα τον αντικρίσουμε κατάματα. Σωπάστε! […] Θα βυθιστούμε όλες μας σε μια θάλασσα πένθους. Εκείνη, η θυγατέρα η μικρότερη της Μπερνάρντα Άλμπα, πέθανε παρθένα. Μ’ ακούτε τι σας λέω; Σωπάστε, είπα. Σωπάστε πια! Σωπάστε!».
Η μετάφραση των αποσπασμάτων στα ελληνικά είναι του Νίκου Γκάτσου.