Αν το καλοκαίρι ανήκει στην παρατήρηση του άλλου, ο χειμώνας προορίζεται μάλλον για ενδοσκόπηση και αυτοεξέταση. Μια βδομάδα εκούσια αποκλεισμένος στα βουνά, συνέλεξα λίγο απ’ τον σκορπισμένο μου εαυτό, βρήκα μιαν Ελλάδα προ Leader, μιαν Ελλάδα επιμένουσα. Ωστόσο μου έλειψε η Ντραγκονέρα μας. Για αντίδοτο, είχα παρέα έναν άλλο εαυτό, εκείνον του Κωστή Παπαγιώργη.
Μετά από ένα περιπετειώδες ταξείδι επιστροφής, με το πλοίο γεμάτο Τσιριγώτες, επιστρέφω σ’ ένα νησί αγνώριστο απ’ το χιόνι. Πρώτη στάση: DragoNera Rossa με λίγες γραμμές από το βιβλιαράκι του πρόωρα αναχωρήσαντος κριτικού και δοκιμιογράφου.
«Άνθρωπος που δεν ξεσκαρτάρει εαυτό
πώς να δει κάποτε θεού πρόσωπο;»
Προτείνω το παρακάτω σύντομο ανάγνωσμα, με συμβουλή εν είδει οδηγίας χρήσεως, αυτό που δήλωνε ο ίδιος ως παρατήρηση και σύσταση συνάμα: «Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν πιστεύω τα λόγια του άλλου. Είναι χούι μου, αλλά έτσι κάνω. Προσέχω μόνον αυτό που παφλάζει ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα, περίπου σαν τον γιατρό που μόνο στην άκρη του νου του σημειώνει συντομογραφικά ό,τι του λέμε, ενώ συνεχίζει να κάνει την εξέτασή του.»
Αυτό που με σαστίζει, με μουδιάζει και με παραλύει είναι η υποψία ότι «ο εαυτός μου» είναι προκατάληψη κι αναχρονισμός. Αυτό το κάτι που λέγεται εαυτός μου δεν υφίσταται.
Φοβάμαι πολύ ότι καταλήγω σε μια επιπόλαια άρνηση μολονότι ξεκινώ από μια πυκνή εμπειρία, που είναι βαριά από νόημα και καθόλου φευγαλέα. Θέλω να πω το εξής. Οπωσδήποτε είμαι εγώ (ιστορία, μνήμη, αντίληψη, κρίση), μπορώ να χρησιμοποιώ τη γλώσσα κ.λπ. Ως ποιο σημείο μπορώ να φτάσω;
Σε μια συζήτηση τίποτε πιο βέβαιο από το εγώ. Καθώς μιλώ κι ακούω τις κουβέντες του άλλου (δηλαδή καθώς βρίσκομαι σε συναγερμό – εσωτερικά), το «εγώ» μου κάνει το νοικοκυριό του εαυτού μου. Να όμως που μένω μόνος. Πού είναι πια η συζήτηση;
Αν προσπαθήσω να μιλήσω με τον εαυτό μου, όπως πριν με τον άλλον, δεν πετυχαίνω τίποτε γιατί υποδύομαι. Ενώ προσπαθώ να μιλήσω εγώ με μένα, καταλήγω να μιλώ με τις αναθυμιάσεις των άλλων – δεν είμαι εγώ.