Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ
του Γιώργου Διδυμιώτη

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

george-miller69_lΗ ταινία I, Daniel Blake είναι η νικήτρια του 69ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών. Ο “δικός μας”, Κυθήριος, Τζορτζ Μίλερ, ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, έδωσε το βραβείο στον σκηνοθέτη Κεν Λόουτς. Από την άλλη κιόλας μέρα, άρχισε ο πόλεμος ενάντιων της ταινίας και του 80άχρονου πλέον σκηνοθέτη. Κυρίως στην πατρίδα του, οι κριτικές επέμεναν για “μια κακή ταινία που βραβεύτηκε χατιρικά καθώς ο παππούς παραμεγάλωσε και δε θα προλάβει να ξανακάνει ταινία” κλπ. Δεν πίστεψα λέξη από όλη την προπαγάνδα των μέσων, μια και ο Λόουτς είναι αυτό που οι σινεφίλ ονομάζουν εγγύηση. Όλες του οι ταινίες είναι καλές εκτός από κάποιες που είναι αριστουργήματα. Οπότε, οι προσπάθειες των κριτικών που γράφουν τα διάφορα δικά τους είναι μάλλον κωμικές. Το ερώτημα όμως είναι γιατί να οργανώσουν μια τόσο μεγάλη επιχείρηση λάσπης ενάντια σε έναν άνθρωπο και την ταινία του.

Πριν μια βδομάδα περίπου, είδα την ταινία στο σινέ Αλκυονίδα και κατάλαβα. Ο Λόουτς έχει καταπιαστεί με ένα θέμα που έχει ταμπέλα “μην αγγίζετε”. Αφηγείται την ιστορία ενός 60άχρονου ξυλουργού, του Ντάνιελ Μπλέικ, που εν ώρα εργασίας, ενώ βρίσκεται πάνω στη σκαλωσιά, παθαίνει καρδιακό επεισόδιο. Οι γιατροί του απαγορεύουν ρητά να ξαναδουλέψει έως να ολοκληρώσει μια θεραπεία που και πάλι, μπορεί να μην είναι ικανή να του επιτρέψει να γυρίσει στη δουλειά του. Αναγκασμένος να αλλάξει όλες του τις συνήθειες, από τη διατροφή μέχρι τις βόλτες με συναδέλφους στην τοπική πάμπ, κλείνεται σπίτι και ζει από το πενιχρό επίδομα ασθενείας. Όμως, το Αγγλικό κράτος έχει δώσει την αξιολόγηση των περιπτώσεων επιδόματος σε μια ιδιωτική εταιρεία Αμερικανικών συμφερόντων. Ο Ντάνιελ τώρα πρέπει να πείσει την εταιρεία ότι ο μοναδικός τρόπος για να ζήσει είναι αυτό το επίδομα. Μοιάζει απλό αλλά δεν είναι. Το επίδομα κόβεται και ο ήρωας προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα σε έναν φαύλο κύκλο γραφειοκρατίας. “Αν λες ότι το σύστημα έκανε κάπου λάθος, θα χρειαστεί να αντέξεις πολλά μέχρι να σου δώσουμε το δικαίωμα να το αποδείξεις” του λέει μια υπάλληλος. Ως εδώ. Η συνέχεια επί της οθόνης που έγραφαν παλιότερα οι κριτικοί κινηματογράφου.

23-i-daniel-blake-w529-h352

Δεν πρόκειται όμως για κριτική σε σχέση με την καλλιτεχνική αξία του έργου. Ποιον αφορά άλλωστε όταν μιλάμε για μια ταινία που την αισθάνεται κανείς σαν γροθιά στο πρόσωπο. Μια ταινία που σε ορισμένες στιγμές πιάνει το θεατή από το λαιμό και τον αναγκάζει να σκεφτεί και να πάρει θέση. Γιατί δεν είναι ένα φιλμ εποχής όπως το Γη και Ελευθερία, ούτε μια λούμπεν κοινότητα στα προάστια της Γλασκόβης, όπως το Μερίδιο των Αγγέλων. Δεν έχει να κάνει με αντάρτες στη Νικαράγουα (Το τραγούδι της Κάρλα), ούτε με τον πόλεμο στο Ιράκ (Ιρλανδέζικος Δρόμος). Έχει να κάνει με εμάς. Με τον μέσο Ευρωπαίο πολίτη που από τη μια στιγμή στην άλλη δέχεται την επίθεση ενός συστήματος παμφάγου, αδυσώπητου. Ενός συστήματος που προκαλεί στους πολίτες ασφυξία και τους βλέπει να παραλύουν σιγά-σιγά μέχρι να τους ξεφορτωθεί. Ενός συστήματος που ρουφάει όλο το χυμό από τον άνθρωπο, τον στεγνώνει, τον υποδουλώνει και τον εξευτελίζει έως ότου να παραδεχτεί ότι έχει χάσει την αξιοπρέπειά του. “Είμαι ο Ντάνιελ Μπλέικ και απαιτώ να με αντιμετωπίζουν με ανθρωπιά” φωνάζει ο ήρωας της ταινίας. Ποιος θα τον ακούσει; Το χειρότερο που αναδεικνύει η ταινία είναι ότι το περίφημο “σύστημα” ακούει αλλά δεν κάνει τίποτα. Ακούει και διασκεδάζει να βλέπει τον ήρωα να εξαντλείται. Και αφού το μοντέλο εφαρμοστεί και θεωρηθεί επιτυχημένο, το σύστημα προχωρά και ένα βήμα παρακάτω. Δεν αρκείται σε μεμονωμένους ανθρώπους αλλά θέλει ολόκληρες χώρες. Λαούς ολόκληρους. Η δήλωση του ίδιου του Λόουτς στη Συνέντευξη Τύπου του φεστιβάλ Καννών είναι χαρακτηριστική: “Νομίζω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ενσωματώνει τον νεοφιλελευθερισμό. Μπορείτε να το δείτε με τον τρόπο που ταπείνωσαν τον ελληνικό λαό. Έχει προκαλέσει δεινά και φτώχεια, για εκατομμύρια ανθρώπους, καθώς και μια μεγάλη μάχη για πολλούς άλλους πολίτες που δεν είναι απελπισμένοι, αλλά τα καταφέρνουν δύσκολα. Έτσι απλά, στην ταινία λέμε μία μικρή ιστορία, για μια από τις συνέπειες που βιώνουν πολλά εκατομμυρίων ανθρώπων. Λέμε μια μικρή ιστορία και απλά ελπίζουμε ότι αυτή θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο που θα ενώσει τους ανθρώπους. Αυτό είναι που προσπαθούμε να κάνουμε.”.

Όλα για το κέρδος των λίγων, λοιπόν, μέσα από μια διαδικασία πολτοποίησης των υπολοίπων πολλών. Είναι αλήθεια ότι ο τρόπος που ο Λόουτς παρουσιάζει τον καπιταλισμό και τις συνέπειες του στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα μοιάζει να μην αφήνει διεξόδους. Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος της ταινίας. Το Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ θέτει σαφέστατα μια ερώτηση και οδηγεί τον θεατή σε μια απάντηση που έρχεται νομοτελειακά. Μοιάζει να αποκλείει οποιαδήποτε λύση απέναντι στην λαίλαπα ώστε μοιραία ο θεατής να οδηγηθεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Μία προς μία οι σκηνές τις ταινίας αποδεικνύουν το αυτονόητο. Η ματιά του σκηνοθέτη, όπως πάντα, κουβαλάει με συνέπεια την παράδοση του βρετανικού κινηματογράφου, όπου η παρατήρηση της κοινωνίας και των ανθρώπινων προβλημάτων είναι στο κέντρο της προσοχής. Όπως έλεγε και ο πρωτεργάτης του βρεταννικού ντοκιμαντέρ Τζον Γκρίερσον, η αξία του κινηματογραφικού έργου βρίσκεται στη διαύγεια της ματιάς του σκηνοθέτη. Βλέποντας την ταινία συμπεραίνουμε ότι το βλέμμα του Κεν Λόουτς είναι απόλυτα διαυγές. Μην το χάσετε.


Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο δεν είναι κινηματογραφική κριτική αλλά μάλλον προτροπή για να δει κάποιος την ταινία. Δεν μπορεί να είναι πλήρες καθώς αν έμπαινε σε λεπτομέρειες θα αποκάλυπτε μέρη της πλοκής και θα χάλαγε την εμπειρία σε πιθανούς θεατές.

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *