Arvo Part: «Salve Regina»
Το μωρό έκλαιγε, κουνούσε ζωηρά χεράκια και πόδια. Κλώτσησε την κουβερτούλα από πάνω του κι απόμεινε γυμνό από κάτω. Το κλάμα του, σαν να το συνέτρεχε να μην πουντιάσει. Άλλα μωρά, σ’ ανάλογες συνθήκες, κοκκαλώνουν από τη παγωνιά και πέφτουν σε έναν εφιαλτικό λήθαργο, δεν περνά πολύ ώρα και βουτηγμένα σαν σε μαρμάρινο μελάνι ξεψυχούν. Ο μπόμπιρας όμως τούτος είχε αστέρι, ή κέρδισε την μοίρα του τσιροκοπώντας. Ένας γέροντας, κουκουλωμένος στο πανωφόρι του, άνοιξε σέρνοντας αργά την θεόρατη πόρτα. Έσκυψε πάνω από το μωρό αποσβολωμένος, άπλωσε τα τραχιά του χέρια και σηκώνοντάς το στην αγκαλιά του μουρμούρισε: «μπάσταρδο; άλλο και τούτο πάλι!»
Στα ορεινά εκεί, κάθε Χριστούγεννα, γεμίζει ο τόπος από Αθηναίους εκδρομείς, περιπατητές οι περισσότεροι. Εκείνο το βράδυ χιόνιζε ασταμάτητα, περισσότερο από όσο είχαν προβλέψει τα δελτία. Έτσι δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν νυχτιάτικα απροετοίμαστοι, δίχως αλυσίδες στα αυτοκίνητά τους, εγκλωβισμένοι πάνω στα ερεβώδη βουνά. Μετά τα μεσάνυχτα το γλωσσίδι στην πόρτα ξαναβρόντηξε. Πάλι ο γέροντας σύρθηκε ως την είσοδο, προσπερνώντας για δεύτερη φορά το ίδιο απόβραδο στα δεξιά του τον άδειο Νάρθηκα, για να σταθεί μπροστά σε μια νέα περίεργη ενόχληση. Σπρώχνοντας τον σύρτη με έναν έκδηλο εκνευρισμό κι ανοίγοντας την καστρόπορτα του, αντάμωνε μια μικρή παρέα νέων κοριτσιών, όλες τους ξανθούλες με φανταχτερά μπουφάν και γούνινα μποτάκια. Είχαν ξεμείνει στο δρόμο και έψαχναν απεγνωσμένα για καταφύγιο, μια ζεστή φωλιά. Ο γέροντας τους έγνεψε να περάσουν μουγκρίζοντας κάτω από τα γένια του: «άντε να δω τι θα σας κάνω!»
Τις οδήγησε στη μεγάλη σάλα με το μακρύ ορθογώνιο τραπέζι. Από εδώ κι από εκεί τοίχοι που ήταν, λες κι απομίμηση ταπετσαρίας, καλυμμένοι με παλιά και βρώμικα βιβλία, στοιβαγμένα άτσαλα επάνω σε ξύλινα, σκοροφαγωμένα ράφια. Επάνω στο τραπέζι έχασκε μια κανάτα με νερό κι ένα πιατέλο με λίγα κουλούρια, αυτά τα φτηνατζίδικα που φτιάχνουν οι φούρνοι της σειράς και τα πουλούν για μέρες, μα ουδέποτε σκέφτεσαι να αγοράσεις. Τα κορίτσια όμως, χωρίς ντροπή, έπεσαν σαν σφίγγες επάνω τους με τα μούτρα. Ο γέροντας συννέφιασε. Δεν περίμενε τέτοιο ξεθάρρεμα, όσο κι αν καταλάβαινε πως ίσως να ήταν ολημερίς νηστικά.
«Πεινάτε πολύ;» τις ρώτησε.
Η πιο εύσωμη από όλες, εκείνη που ήταν δικό της το αυτοκίνητο και φαινόταν η πιο κωλοπετσωμένη, του απάντησε με μπουκωμένο στόμα: «είμαστε απαράδεκτες, συγγνώμη, αλλά κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε από την πείνα.» Ο τρόπος της μαρτυρούσε κακομαθημένη θυγατέρα με υφάκι, που ήξερε με γαλιφιές να εξημερώνει τον μαλθακό μπαμπάκα της. Πού, όμως, ο σκεβρωμένος γέροντας ομοιότητα με τον μπαμπά της. Χωρίς να πει κουβέντα, σφίχτηκαν τα μάγουλά του από την οργή και πρόσθεσε με υποκριτική καλοσύνη: «να σας φέρω τότε να φάτε κανονικό φαΐ, περιμένετε εδώ και φθάνω σε λιγάκι».
«Ευχαριστούμε πολύ παππουλάκο!» είπαν σε συγχορδία όλες μαζί και σκούπιζαν και τα τελευταία ψίχουλα που είχαν μείνει στην πιατέλα. Είχε ζεσταθεί το κοκκαλάκι τους κομματάκι, αλλά ακόμη ήταν σαστισμένες από την ανέλπιστη τροπή που είχε πάρει η εκδρομή τους. Κινήθηκαν κάπως συνεσταλμένα μα φιλοπερίεργα στο χώρο. Χάζεψαν τίτλους βιβλίων, αντάλλαξαν δυο τρία αστεία σχόλια, ήρθαν λίγο πιο κοντά και ο γέροντας μπαίνοντας στη σάλα φορτωμένος με μια παλιά σουπιέρα που άχνιζε, τις βρήκε να ψιθυρίζουν συνωμοτικά τα χαζά τους μυστικά.
«Καθίστε να φάτε τώρα, σερβιριστείτε μόνες σας, πάω να φέρω και το κρέας».
Όταν επέστρεψε με το ταψί το κρέας, οι κοπέλες ρούφαγαν ήδη την παχιά του σούπα. «Γεια στα χέρια σας!» «μόνος σας τη φτιάξατε;» κι άλλα τέτοια σχόλια έπεφταν βροχή, μα ο γέροντας δεν απάνταγε σε καμμιά τους.
«Φάτε τα όλα, μετά πηγαίνετε τα πιάτα στην κουζίνα δίπλα και πλύνετέ τα. Εγώ αποσύρομαι στον πάνω όροφο. Βολευτείτε εδώ στους καναπέδες τους ξύλινους για τη νύχτα. Δεν έχουμε δωμάτια για γυναίκες. Το λουτρό βρίσκεται πίσω δεξιά, βγαίνοντας προς την αυλή. Να κάνετε ησυχία.»
«Ευχαριστούμε παππούλη!» «Καληνύχτα, ευχαριστούμε!» «Μείνετε ήσυχος, θα τα πλύνουμε!»
Με το ζόρι κατάφεραν να κάνουν τη δουλειά μέσα στην κρύα νύχτα. Το κορμί τους ζήταγε απεγνωσμένα ύπνο και ξεκούραση. Χωρίς να βγάλουν ούτε τα παπούτσια, ξάπλωσαν δυο δυο στους καναπέδες. Και τις πήρε βαριά ο ύπνος, πολύ μετά από τα μεσάνυχτα, πολύ πριν την χαραυγή.
Ένας μεγάλος θόρυβος, οξύς, τις ανάγκασε να ανοίξουν πάλι αγουροξυπνημένες τα μάτια, πριν χορτάσουν τον ύπνο που τους έλειπε. Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός, εκεί κοντά, μέσα στη σάλα και δίπλα στα κεφάλια τους. Μία μία ανασηκώθηκαν και αντίκρισαν έκπληκτες τον γέροντα με ένα άσπρο ρούχο μακρύ σαν νυχτικό, να κρατά από τις μασχάλες ένα μωρό που στρίγγλιζε, κοκκίνιζε και άφριζε από τις τσιρίδες.
«Τι είναι αυτό;» φώναξαν τρομαγμένες.
«Είναι μωρό, τι είναι; Άκου τι είναι; Και είναι νηστικό.» Απάντησε με αυστηρό τόνο ο γέροντας.
«Ποιανού είναι, δικό σας;»
«Είναι μωρό και είναι νηστικό! Βγάλτε όλες τα στήθια σας να το ταΐσετε! Τώρα!» Τις διέταξε με φωνή οργισμένη.
«Είσαι τρελός!» «μα, τι λέει;» «έλεος, είσαι για δέσιμο!» και άλλα τέτοια ακούγονταν μέσα στη σάλα, ο γέροντας να φωνάζει να γδυθούν, όλες μαζί να ουρλιάζουν τρομαγμένες, το μωρό να κοντεύει να σκάσει από το κλάμα και τα αναφιλητά. Ώσπου το άφησε κάτω στο κρύο πάτωμα και έφυγε για το διπλανό δωμάτιο. Επέστρεψε στο λεπτό ζωσμένος μια κυνηγετική καραμπίνα. Σημάδεψε το μωρό. Τα κορίτσια τσιρίζαν όλα μαζί με το βυζανιάρικο να λύνεται σε λυγμούς και ολοένα πιο απέλπιδες κραυγούλες.
«Γδυθείτε μία μία και δοκιμάστε τα βυζιά σας!»
Τα κορίτσια φάνηκε πως δεν άλλη είχαν επιλογή. Πρώτη η ευτραφής «αρχηγός» της παρέας, ξεκουμπώνει με τρέμουλο το μπουφάν της, ανεβάζει την μπλούζα, βρίσκει το βυζί, τρέχει προς το μωρό και με γυρισμένη την πλάτη προσπαθεί να το θηλάσει. Το μωρό όμως δεν σταμάτησε να κλαίει. Άρπαξε για λίγο τη ρόγα, αμέσως όμως ξέσπασε σε νέα αναφιλητά. «Τι να το ταΐσω;;» φώναξε τότε απελπισμένη. «Αφού δεν έχω γάλα, δεν έχω κάνει παιδιά!» και άρχισε να κλαίει.
«Η επόμενη τότε!» ο γέροντας έστρεψε την καραμπίνα κάνοντας νόημα στην διπλανή της. Εκείνη κλαίγοντας ήδη, πηγαίνει, παίρνει την ίδια θέση με την πλάτη κάπως γυρισμένη να αισθάνεται ότι κρύβεται και πιάνει το μωρό από τα χέρια της πρώτης. Και αυτό την αρπάζει βίαια με τα πεινασμένα του σαγόνια και το κορίτσι ούρλιαξε από τον πόνο και το τράβηξε από πάνω της φωνάζοντας: «δεν μπορώ!»
«Η επόμενη, η επόμενη!» να επιμένει ο γέροντας. Η τρίτη στη σειρά, του ανοίγει με θάρρος τη ζακέτα της, βγάζει με δύναμη το σουτιέν και του χυμάει αναψοκοκκινισμένη: «σου φαίνονται αυτά βυζιά για γάλα;;». Και πράγματι, το βλέμμα του γέροντα κόλλησε για λίγο στο γυμνωμένο στέρνο, όπου είδε δυο τόσο δα σημαδάκια σαν θηλές και τίποτα άλλο. Εκείνος είχε πλουσιότερο μπούστο από εκείνη την άστηθη νεαρή.
«Έλα εσύ. Εσύ!» απευθύνθηκε με την ίδια ένταση στην τελευταία που καθόταν όλη την ώρα ένα βήμα πίσω από τις υπόλοιπες. Φορούσε μια πράσινη πλεκτή ζακέτα και ούτε φώναζε, ούτε έκλαιγε. Μια θλίψη σαν χαρακιά της είχε σημαδέψει την όψη. Πλησίασε με σκυμμένο το κεφάλι και αμίλητη αγκάλιασε το ταλαίπωρο μωρό, που είχε απομείνει παρατημένο στο παγωμένο πάτωμα της σάλας. Άνοιξε το βυζί της, το πήρε αγκαλιά και από εκείνη τη στιγμή κόπασε κάθε θόρυβος μέσα στον χώρο. Ο μικρούλης γαντζωμένος πάνω της και με ανάσα κουρασμένη από τα αναφιλητά, ρούφαγε γάλα, άφηνε μικρούς αναστεναγμούς γεμάτους παράπονο, ύστερα συνέχιζε, ώσπου σύντομα τον πήρε ειρηνικά ο ύπνος.
Ύστερα από λίγο ο γέροντας, χωρίς να αφήσει στιγμή την καραμπίνα από τα χέρια του, έγνεψε στα κορίτσια:
«Εσύ, εσύ κι εσύ, μόλις ξημερώσει, φεύγετε. Ετούτη εδώ στα πράσινα, θα μείνει.»
Το σούρουπο έπεφτε χειμωνιάτικο αλλά γλυκό. Η κακοκαιρία της προηγούμενης μέρας είχε φύγει οριστικά. Ο γέροντας σκυμμένος στην κουζίνα, μαγείρευε μια καυτή παχιά σούπα. Ένα ραδιόφωνο παλιό, στημένο επάνω στο ράφι, έλεγε εκείνη την ώρα τα νέα και ανάμεσα σε άλλα γιορτινά και μη, ακούστηκε πως:
«Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια των κοριτσιών που είχαν αποκλειστεί το προηγούμενο βράδυ στα ορεινά. Νωρίς το μεσημέρι επέστρεψαν στα σπίτια τους και οι τρεις αγνοούμενες, σώες και αβλαβείς».
Γέμισε το πιάτο του και κατευθύνθηκε προς τη σάλα. Έριξε μια πεταχτή ματιά ψηλά να σιγουρευθεί πως είχε αποθέσει μ’ ασφάλεια την καραμπίνα, στο ράφι εκεί, παραδίπλα στην εικόνα, που τη φώτιζε τρεμάμενο το μικρό καντήλι. Απέστρεψε αντανακλαστικά το βλέμμα του από το είδωλο της αδύναμης φλόγας επάνω στο σταυροειδές του στόχαστρου και το γάντζωσε στο εικόνισμα, που τού ‘μοιασε τότε με νάρθηκα ορθοπεδικό: κρατούσε σφιχτοδεμένη μια Παναγιά φορεμένη στα πράσινα, με κυρτωμένο το σαστισμένο βλέμμα της λεχώνας πάνω στο μωρό που βαστούσε αγκαλιά. Από δω και από εκεί, ένα σωρό αρσενικές φιγούρες γέμιζαν το κάδρο: Ιωσήφ, Βοσκοί, Άγγελοι, Μάγοι, θεός, Ηρώδης…στη γωνία στα ζερβά, λίγο πιο πάνω απ το σπήλαιο, έπεφτε η δική του σκιά καλύπτοντας τον αστέρα. Σταυροκοπήθηκε.
«Όλοι, λοιπόν, στη θέση τους. Και του χρόνου!»