Τι πρόσφερε ο φασισμός στο προλεταριάτο;
Από τη σωρεία των πληροφοριών και των αντιφατικών στατιστικών μπορούμε, με κάθε αντικειμενικότητα, να συμπεράνουμε τα ακόλουθα. Οι μέσοι θεωρητικοί μισθοί δεν άλλαξαν στη Γερμανία από το 1932 (ωριαία αμοιβή ενός ειδικευμένου εργάτη = 78,3 πφένιχ και ενός χειρώνακτα = 62,2). Ωστόσο, παρά τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών, το συνολικό εισόδημα της εργατικής τάξης δεν αυξήθηκε, μάλλον μειώθηκε, εάν λάβουμε υπόψη την αύξηση του κόστους ζωής. Το ετήσιο εισόδημα του κάθε Γερμανού εργάτη, λοιπόν, μειώθηκε. Αυτή η αντίφαση εξηγείται από τις αλλαγές στη σύνθεση των μισθών. Έτσι, στη σχετικά ευνοημένη μεγάλη μεταλλουργική βιομηχανία, η ωριαία αμοιβή της εργασίας (taux d’affutage) έπεσε από 115 σε 78 πφένιχ για τους ειδικευμένους εργάτες και από 90 σε 62 πφένιχ για τους χειρώνακτες, δηλαδή μια μείωση της τάξης του 30%. Τα πριμ επιτρέπουν θεωρητικά την ανάκτηση του επιπέδου των μισθών του 1932, που είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 1929, αλλά με σημαντική εντατικοποίηση της εργασίας. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ο χιτλερισμός απέφυγε με επιδεξιότητα την άμεση επίθεση ενάντια στους μισθούς, όπως για παράδειγμα των ειδικευμένων εργατών της βαριάς βιομηχανίας, οι οποίοι δούλευαν για τον στρατιωτικό επανεξοπλισμό. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων εργατών είδε τους μισθούς του να μειώνονται άμεσα. Αλλά παντού χρησιμοποιήθηκε μια έμμεση μέθοδος επίθεσης και κυρίως αυξήθηκαν σημαντικά η παραγωγικότητα και η εντατικοποίηση της εργασίας, κατά συνέπεια η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Το απαιτούσε η Γερμανία και ο γερμανικός σοσιαλισμός!…
Το κόστος ζωής αυξήθηκε. Στις 16 Ιουνίου 1937, ο επίσημος δείκτης των βιομηχανικών ειδών κατανάλωσης ήταν 132,9 (1913 = 100). Επισήμως, τα γεωργικά προϊόντα αυξήθηκαν πολύ λιγότερο. Στην πραγματικότητα, αγοράζονταν σε χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς (αγρότες) και πωλούνταν πολύ ακριβά στους καταναλωτές (εργάτες). Στις 15 Μάη 1937, το κρέας είχε αυξηθεί κατά 15% το χοιρινό και κατά 40% το ζαμπόν, το χοιρινό, το πρόβειο, τα αβγά κατά 30%, το βούτυρο κατά 35%, οι πατάτες κατά 50%. Έκτοτε, η αύξηση συνεχίστηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα εμπορεύματα, όπως το βούτυρο, έγιναν δυσεύρετα. Θεσπίστηκε η κάρτα ελέγχου κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. Ήταν απαραίτητο για τους εξοπλισμούς. «Σφίξτε το ζωνάρι. Αφήστε να βελάζουν οι γριές κατσίκες [δηλαδή οι νοικοκυρές!]. Καλύτερα κανόνια παρά βούτυρο.» δήλωσε η χιτλερική ηγεσία. Ο πληθυσμός των πόλεων ήταν λοιπόν υποχρεωμένος να αγοράζει λαθραία προϊόντα διατροφής σε τιμές πολύ υψηλότερες από τις επίσημες. Σε σχέση με το 1930, o δείκτης στα είδη ένδυσης για τους άνδρες ήταν 155 και για τις γυναίκες 128 (1930 = 100, άρα αύξηση κόστους ένδυσης κατά 55% και 28% αντίστοιχα). Η πραγματική αμοιβή της εργασίας μειώθηκε έτσι το λιγότερο κατά 20%. Πρέπει να προσθέσουμε ότι και οι φόροι αυξήθηκαν. Το κατώτατο φορολογούμενο εισόδημα ορίστηκε στα 561 μάρκα. Το σύνολο των φόρων που πληρώνονται από την εργατική τάξη αυξήθηκε, από τα 383 εκατομμύρια μάρκα το 1932, σε 665 εκατομμύρια το 1936, δηλαδή αύξηση της τάξης του 73%. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις απέβησαν πολύ κερδοφόρες για το κράτος. Το 1936 αφαιρέθηκαν επίσημα 600 εκατομμύρια μάρκα από το πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων και διοχετεύτηκαν στο κράτος. Οι εισφορές αυξήθηκαν από 1,2 μάρκα σε 1,45 ανά 30 μάρκα μισθού. Τα έγγραφα των ταμείων των εργοστασίων Κρουπ φανερώνουν με λεπτομέρεια τη σημαντική μείωση των παροχών ως προς τις αναρρωτικές άδειες, τη διαμονή σε ιαματικά λουτρά, την οδοντική προσθετική κ.λπ. Τέλος, οι δωρεές στις φασιστικές οργανώσεις, και στην Χειμερινή Αρωγή ήταν υποχρεωτικές. Η μείωση των πραγματικών μισθών ήταν τελικά πολύ μεγάλη.
Συνοψίζοντας, ο τελικός απολογισμός της χιτλερικής διακυβέρνησης απέναντι στην εργατική τάξη ήταν η υπέρμετρη εντατικοποίηση της εργασίας, η τεράστια παραγόμενη υπεραξία ενώ το μοναδικό αντάλλαγμα ήταν ένα διαρκώς μειούμενο βιοτικό επίπεδο. Με την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, ο αριθμός των ατυχημάτων αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς. Σε ό,τι αφορά την ανεργία δεν είναι δύσκολο να δείξουμε τις αντιφάσεις των στατιστικών στοιχείων. […] Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο αριθμός των ανέργων αγγίζει περίπου τα 3 εκατομμύρια. Κάθε προλετάριος έχει ένα Βιβλιάριο Εργασίας το οποίο τον ακολουθεί παντού. Σε περίπτωση αντιδικίας, ο εργοδότης παραμένει κάτοχος του Βιβλιαρίου Εργασίας. Τίποτα δεν προστατεύει τους εργάτες. Το βιβλιάριο επιτρέπει στην αστυνομία να τους παρακολουθεί ανελέητα. Αυτό το σύστημα είχε εφαρμοστεί στη Γαλλία στην εποχή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι εργάτες πάλεψαν πολύ καιρό για την κατάργησή του.
Τι πρόσφερε ο φασισμός στη νεολαία και στις γυναίκες;
Οι χιτλερικές νεολαίες κατάρτισαν ένα θαυμάσιο πρόγραμμα 18 σημείων: 3 βδομάδες διακοπών μετ’ αποδοχών, εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, μείωση του χρόνου εργασίας για τους κάτω των 18 ετών, απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας για τους νέους και της εργασίας με το κομμάτι, προγραμματισμένα διαλείμματα στα εκσυγχρονισμένα εργοστάσια κ.λπ. Η νεολαία ενθουσιάστηκε με το χιτλερικό καθεστώς. Αλλά τίποτα δεν πραγματοποιήθηκε προς όφελός της. Από τις 30 Ιουνίου 1934, οι νεολαίες έχασαν κάθε ανεξαρτησία, λόγω της απειλητικής ριζοσπαστικότητάς τους. Είναι πλήρως ελεγχόμενες, ώστε να αποτελέσουν τη βάση του μελλοντικού γερμανικού λαού και δεν χρησιμοποιούνται πλέον παρά μόνο για μαζική εκπαίδευση πολεμιστών. Ο αθλητισμός, αυτή η θεμελιώδης διεκδίκηση της νεολαίας, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον πόλεμο.
Είναι αρκετά παράδοξο που ένας μεγάλος αριθμός γυναικών είχαν ψηφίσει άλλοτε τον Χίτλερ. Ένας από τους πιο προβεβλημένους ναζί θεωρητικούς, ο Μπέμλερ, έγραψε: «Η δημοκρατία δεν μπορεί να διατηρηθεί εκεί όπου κυριαρχεί η γυναίκα… Επειδή ακριβώς ο Γερμανός είναι κυρίως πολεμιστής, ανδροπρεπής, φτιαγμένος για τη φιλία, η δημοκρατία θα μπορέσει να ευδοκιμήσει στην Γερμανία». Οι μεγάλοι αρχηγοί του κόμματος επανέλαβαν πολλές φορές ότι πρέπει να εφαρμοστεί το παλιό ρωμαϊκό ρητό mulier taceat, δηλαδή, σιωπή στις γυναίκες! Επισήμως, το ναζιστικό κόμμα διακήρυττε ότι οι γυναίκες πρέπει να μένουν στην οικογενειακή εστία˙ στην πραγματικότητα, ο αριθμός των γυναικών στην παραγωγή αυξήθηκε κατά 15%. Οι μισθοί τους ήταν χαμηλότεροι κατά 35% περίπου από αυτούς των ανδρών. Τις υποβάλλουν σε μέτρα ιδιαιτέρως προσβλητικά. Πολλές νεαρές άνεργες τοποθετήθηκαν ως άμισθες υπηρέτριες σε καλές άριες οικογένειες.
Το βιβλίο του Ανρί Λεφέβρ «O Χίτλερ στην εξουσία» αποτελεί ένα συνοπτικό και επίκαιρο κείμενο που περιγράφει και αναλύει πολιτικά τον προπολεμικό ναζισμό στη Γερμανία. Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο που εκδόθηκε το 1938 από τον εκδοτικό οίκο Bureau d’Éditions (BE). Ο εκδοτικός οίκος, Bureau d’Éditions αποτελεί έναν από τους επτά συνολικά εκδοτικούς οίκους που λειτούργησαν για λογαριασμό του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΓΚΚ) την περίοδο 1921-1939. Ο BE ιδρύεται το 1925 και από το 1927 λειτουργεί αυτόνομα. Ειδικότερα, μετά το 1936, λειτουργούν για λογαριασμό του ΓΚΚ τρεις εκδοτικοί οίκοι, με τον BE να αποτελεί τον σημαντικότερο. Το 1939, το ΓΚΚ τίθεται εκτός νόμου και μαζί και οι εκδοτικοί του οίκοι. Το στοκ των βιβλίων κατασχέθηκε και μετά την επικράτηση των ναζί ένα μέρος του καταστράφηκε.
Την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου ο BE στρέφεται κυρίως σε έργα Γάλλων συγγραφέων παρεμβαίνοντας στην πολιτική ζωή και συμμετέχοντας στον αντιφασιστικό αγώνα στην Γαλλία. Βρίσκεται υπό την πολιτική καθοδήγηση του Πολιτικού Γραφείου του ΓΚΚ και ειδικότερα του Jacques Duclos ο οποίος είναι υπεύθυνος προπαγάνδας. Ο BE δίνει την ευκαιρία να εκδίδουν τα έργα τους τόσο κομμουνιστές, όπως οι Duclos, Étienne Fajon όσο και μη κομμουνιστές, όπως οι Romain Rolland, Henri Wallon, Georges Friedmann, γηραιότεροι διανοούμενοι όπως οι André Marty, René Maublanc ή νεότεροι όπως οι Georges Politzer, Gabriel Péri, καθώς και πολιτικά στελέχη. Η διεύθυνση μάλιστα του BE είχε ανατεθεί σε διανοούμενους και όχι σε αμιγώς κομματικά στελέχη. Σύμφωνα με στοιχεία, οι μπροσούρες του BE, που διαδίδονται μαζικά, δεν ξεπερνούν κατά μέσον όρο τις 80 σελίδες και κοστίζουν περί τα 2 γαλλικά φράγκα εποχής. Την ίδια περίοδο, τα βιβλία του άλλου σημαντικού εκδοτικού οίκου του ΓΚΚ, του Éditions Sociales Internationales (E.S.I.), ήταν πάνω από 200 σελίδες και κόστιζαν κατά μέσον όρο 12 φράγκα.
Στον E.S.I. ο Λεφέβρ εκδίδει το έργο του «Le nationalisme contre les nations» το 1937, ένα χρόνο πριν το «Ο Χίτλερ στην εξουσία». Ο Λεφέβρ επισκέφτηκε αρκετές φορές τη Γερμανία, τη δεκαετία του ’30, πριν και μετά την άνοδο του Χίτλερ, για να συλλέξει στοιχεία για τα έργα αυτά. Αρκετά από τα συμπεράσματα από τις επισκέψεις αυτές κατέγραψε στο παρόν κείμενο. Ο ίδιος ο Λεφέβρ γράφει για το συγκεκριμένο βιβλίο ότι: «διαδόθηκε σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα». Οι εκδόσεις του BE προορίζονταν για μαζική προπαγάνδιση ιδεών και θέσεων τόσο στο εσωτερικό του ΓΚΚ όσο και ευρύτερα στην Γαλλική κοινωνία καθώς δεν επιφορτίζονταν με πιο εκτεταμένα θεωρητικά κείμενα. Πρόκειται, επομένως, για ένα κείμενο ‘‘μαζική απεύθυνσης’’, με στόχο την πλατιά διάδοση της κριτικής ενάντια στο ναζισμό στις λαϊκές τάξεις της Γαλλίας.
Η ακριβής περίοδος συγγραφής του βιβλίου δεν είναι γνωστή, ενώ ακόμη και για την έκδοση γνωρίζουμε μόνον ότι έγινε μέσα στο 1938 από μια καταγραφή στο εξώφυλλο του πρωτότυπου. Θα επιμείνουμε όμως στην προσπάθεια να προσδιορίσουμε όσο το δυνατόν ακριβέστερα το χρόνο συγγραφής κι έκδοσης. Άλλωστε, μια καταγραφή ιστορικών γεγονότων θα βοηθήσει την ανάγνωση του έργου του Λεφέβρ, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι αναφερόμαστε σε μια περίοδο με καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις. Το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία με εσωτερική αστάθεια, πολιτικά πισωγυρίσματα και διαφορετικά σχήματα, κυβερνά έως τα μέσα Απριλίου του 1938, οπότε ανατρέπεται χωρίς εκλογές η τελευταία βραχύβια κυβέρνησή του, με πρωθυπουργό τον Μπλουμ. Στις 12 Απριλίου του 1938 δημιουργείται η κυβέρνηση Νταλαντιέ η οποία και υπογράφει στις 29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους τη συμφωνία του Μονάχου. Τον Ιανουάριο και το Μάρτιο του 1938 δύο διαδοχικές κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή, σε σχέση με τον Μπλουμ, Camille Chautemps, εξαναγκάζονται σε παραίτηση. Η βραχύβια κυβέρνηση Μπλουμ είναι η τελευταία μάταιη προσπάθεια επανεκκίνησης του Λαϊκού Μετώπου και μιας ουσιαστικής, σε σχέση με τον προκάτοχό του, απόπειρας εφαρμογής του προγράμματός του. Επιπλέον, στα μέσα του Μαρτίου του 1938, η χιτλερική Γερμανία προσαρτά την Αυστρία, κάτι που δεν αναφέρεται από τον Λεφέβρ, ο οποίος ταυτόχρονα προβλέπει ότι: «πιθανότατα το 1938 η Ευρώπη θα βρεθεί σε αναβρασμό και η γερμανική εξωτερική πολιτική θα ξαναγίνει πιο ενεργή». Τέλος, ο Λεφέβρ αναφέρεται στην εισήγηση του Γ.Γ. του ΓΚΚ, Μωρίς Τορέζ, στο 9ο συνέδριο του Κόμματος, το οποίο πραγματοποιείται στην Αρλ από 25 έως 29 Δεκεμβρίου του 1937.
Το βιβλίο, επομένως, γράφτηκε πριν τη συμφωνία του Μονάχου, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται από τον συγγραφέα και ταυτόχρονα βρίσκεται στον αντίποδα της ανάλυσής του. Έχει γραφτεί επίσης πριν την πτώση της τελευταίας κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, τον Απρίλη του 1938. Εκεί, ο Λεφέβρ αναλύει τι πρέπει να κάνει η Γαλλική κυβέρνηση στο διεθνές επίπεδο και ποια είναι «η αποστολή της Γαλλίας στον κόσμο». Είναι σαφές σε αυτό το κεφάλαιο ότι ο Λεφέβρ είναι φίλα προσκείμενος στην Γαλλική κυβέρνηση την στιγμή της συγγραφής και πιστεύει ότι οι προτάσεις του θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από την κυβέρνηση. Συνοψίζοντας, θα τοποθετούσαμε την ολοκλήρωση της συγγραφής και την έκδοση του βιβλίου μετά τις 29 Δεκεμβρίου 1937 και ειδικότερα στις αρχές του 1938.
Ο Λεφέβρ γράφοντας για την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, έχει το βλέμμα του στραμμένο στη γαλλική πολιτική σκηνή. Την εποχή εκείνη ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος της ανόδου των φασιστών στην εξουσία. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι το κείμενο θα διαβαζόταν από το γαλλικό κοινό στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία όπου και ο ίδιος παλεύει για την ήττα του φασισμού και την ιδεολογική και πολιτική νίκη του Λαϊκού Μετώπου. Ο ίδιος ο Λεφέβρ γράφει αναφερόμενος στο συγκεκριμένο βιβλίο: «Στην ιδεολογία του Λαϊκού Μετώπου, στην ιδεολογική πάλη μέσα στο Λαϊκό Μέτωπο προσπάθησα να συνεισφέρω με ένα μικρό βιβλίο, “Πέντε χρόνια φασισμός στην Γερμανία”». Μια σειρά ζητημάτων τα οποία αναλύονται από τον Λεφέβρ και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται γίνονται περισσότερο κατανοητά αν ενταχθούν στο πλαίσιο της απόφασης του συνεδρίου της Αρλ. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Λεφέβρ εξηγεί τα χαρακτηριστικά του χιτλερικού κινήματος τονίζοντας ιδιαίτερα ότι αποτέλεσε ένα αντιφατικό κίνημα, και όχι κόμμα. Την ίδια παρατήρηση είχε κάνει και η Κλάρα Τσέτκιν ήδη από το 1923 για τον ιταλικό φασισμό. Ο Λεφέβρ περιγράφει γλαφυρά τη μαεστρία με την οποία ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αυτά τα αντιφατικά στοιχεία του κινήματός του για να κερδίσει την εξουσία. Να σημειώσουμε ότι οι αναλύσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) την δεκαετία του 1920-1930 μέχρι το 7ο παγκόσμιο συνέδριο της Κ.Δ. θεωρούσαν ότι ο φασισμός θα κατέρρεε λόγω των εσωτερικών του αντιφάσεων.
Η ανάλυση του Λεφέβρ αντανακλά πλήρως τις αναλύσεις της Κ.Δ. για τον φασισμό και τον επερχόμενο πόλεμο όπως αυτές διατυπώθηκαν στο 7ο παγκόσμιο συνέδριό της, το 1935, καθώς και την πρακτική τους εφαρμογή μέσα από την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων. Ο Λεφέβρ αναλύοντας το κεντρικό έργο του Χίτλερ ‘‘Ο Αγών μου’’, προβλέπει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο θα εκινείτο η ναζιστική Γερμανία στην διεθνή σκηνή και ειδικά απέναντι στην Γαλλία. Η ανάλυσή του είναι ευθυγραμμισμένη με τις εκτιμήσεις της Κ.Δ. όπως διατυπώθηκαν από τον Τολιάτι, ο οποίος με το ψευδώνυμο Ercoli κάνει την εισήγηση γύρω από το ζήτημα του πολέμου και του φασισμού με τίτλο ‘‘Οι προετοιμασίες για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τα καθήκοντα της Κ.Δ.’’. Αναλύει τη διαλεκτική των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και την αντίθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού (ΕΣΣΔ). Εξηγεί ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, σε μία δεδομένη συγκυρία, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μπορεί να αποτρέψουν την δημιουργία ενός αντισοβιετικού μπλοκ από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σημειώνει ότι η Γαλλία είναι το υπ’ αριθμόν ένα ανάχωμα απέναντι στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην πορεία του προς την κατάκτηση της ηγεμονίας στην Ευρώπη και την αναδιάταξη των ιμπεριαλιστικών συσχετισμών.
Σημαντικό ζήτημα το οποίο απασχολεί το συγγραφέα και σε αυτό αφιερώνει το τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι τα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα της διακυβέρνησης του Χίτλερ ή αυτό που θα ονομάζαμε, προσπάθεια παραχάραξης της έννοιας του σοσιαλισμού. Ο Λεφέβρ εξηγεί πώς οι χιτλερικοί ηγέτες προσπαθούσαν να καπηλευτούν την έννοια του σοσιαλισμού. Δίνει στοιχεία για το καθεστώς την ναζιστικής Γερμανίας την περίοδο 1933-1938 και εξηγεί ότι δεν έχει τίποτα το σοσιαλιστικό παρά μόνο τον κατ’ ευφημισμόν τίτλο που του προσέδωσαν οι ίδιοι οι ναζί. Ωστόσο, στη σχετικά μικρή έκταση, δεν καταφεύγει σε μία συστηματική αποδόμηση των επιχειρημάτων περί ‘‘γερμανικού σοσιαλισμού’’, όπως κάνει ένας άλλος σημαντικός νεαρός φιλόσοφος του ΓΚΚ, ο Gabriel Péri, τον Απρίλη του 1941 στο βιβλίο του με τίτλο «Όχι, ο ναζισμός δεν είναι ο σοσιαλισμός!». Την περίοδο που ο Λεφέβρ γράφει το ‘‘Ο Χίτλερ στην εξουσία’’ είναι ένας από τους βασικούς ανερχόμενους διανοούμενους του ΓΚΚ, χωρίς όμως να έχει εξίσου κεντρική θέση με τους Politzer και Péri. Για το συγκεκριμένο βιβλίο, ο ίδιος αναφέρει: «Για το μικρό βιβλίο “Πέντε χρόνια φασισμός στην Γερμανία” θα πω λίγα. […] Προξένησε στον συγγραφέα του πολλούς μπελάδες και την τιμή να βρίσκεται στην πρώτη θέση της Λίστας Otto η οποία είχε συνταχθεί από τους κατακτητές.». Όπως γνωρίζουμε σήμερα, τα περισσότερα αντίτυπα, τόσο του έργου αυτού, όσο και του έργου του για τον Νίτσε, κατασχέθηκαν και καταστράφηκαν από τους Ναζί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Μετά τον πόλεμο δεν κρίθηκε αναγκαία η ανατύπωση του βιβλίου και έτσι μέχρι σήμερα μόνο περιορισμένα αντίτυπα έχουν απομείνει σε λίγες γαλλικές βιβλιοθήκες από όπου και βρέθηκε το πρωτότυπο. Άλλωστε, από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Λεφέβρ αρχίζει να διαφοροποιείται από τη θεωρητική γραμμή αλλά και τις πρακτικές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, μέχρι και την διαγραφή του, μετά από 30 χρόνια ως μέλους του, το 1958. Το μεταπολεμικό του έργο είναι σαφέστατα γνωστότερο και έχει συμβάλει ανεκτίμητα στις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες και ειδικά στις επιστήμες του χώρου και της πόλης. Το πρώτο από αυτά τα σημαντικά έργα είναι η «Κριτική της Καθημερινής Ζωής» που το πρώτο μέρος της εκδίδεται το 1947. Αναμφισβήτητα, το πιο γνωστό του έργο, που έχει καθορίσει γενιές ερευνητών και ολόκληρα κινήματα, είναι βεβαίως το «Δικαίωμα στην Πόλη» που ολοκληρώθηκε λίγο πριν την έκρηξη του Μάη του 1968. Αξιοσημείωτο είναι ότι, λόγω της αντιφατικής σχέσης αγγλόφωνων και γαλλόφωνων επιστημόνων, το εν λόγω έργο μεταφράστηκε στα αγγλικά για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1990, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετά χρόνια πριν (στην Ελλάδα το 1977). Στη χώρα μας, κείμενα του Λεφέβρ έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε αυτοτελείς τόμους (όπως η μελέτη του για τη ζωή του Καρλ Μαρξ από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος ή το «Μαρξική Θεωρία του Κράτους» και το «Αρχαίοι και Νέοι Ελεάτες» από τις εκδόσεις Έρασμος). Παραμένουν, ωστόσο, αμετάφραστα πολύ βασικά έργα του, με βασικότερο το «Η Παραγωγή του Χώρου» (La production de l’espace).
Το μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ότι γράφεται το 1938, πριν τον πόλεμο και τα εγκλήματα που διέπραξε ο φασισμός. Περιγράφει τα αποτελέσματα της πολιτικής του ναζισμού στην Γερμανία. Εξηγεί με απλό τρόπο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής στη Γερμανία και την αλληλουχία των γεγονότων από το 1919 ως το 1938 τα οποία επέτρεψαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Με άλλα λόγια, εξηγεί αυτό που αργότερα ο Πουλαντζάς θα περιέγραφε ως ‘‘πέρασμα από το Κράτος Εκτάκτου Ανάγκης στο φασιστικό κράτος’’. Βλέπει το φαινόμενο του φασισμού από κοινωνιολογική, οικονομική, πολιτική σκοπιά, από την μεριά των διεθνών σχέσεων ακόμα και από μια ψυχολογική σκοπιά, χωρίς να αναιρεί την ειδική ματιά του κομμουνιστή, κοινωνικού αγωνιστή. Ογδόντα και πλέον έτη από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η μελέτη του Λεφέβρ αποκτά νέα επικαιρότητα απέναντι στην άνοδο και την απειλή του φασισμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη της κρίσης. Βασική επιδίωξη της έκδοσης αυτής είναι η συμβολή στην κατανόηση του φασισμού για την νίκη εναντίον του.
Από τον Πρόλογο του μεταφραστή Φοίβου Μαριά