……………………………………………..
ΛΟΥ. Το κατάλαβες τώρα επιτέλους;
ΤΖΟ. Και βέβαια το κατάλαβα. Σήμερα κατάλαβα πράγματι ότι πρέπει ν’ αλλάξουμε τακτική. Να κρατάμε ανοιχτά τα μάτια μας και να παίρνουμε αυτό που μας ανήκει. Αυτός είναι ο νέος τρόπος που πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε. Αυτό είναι που τους καίει.
ΑΝΤ. Ακριβώς. Όπως το ‘παν οι εργάτες χτες απ’ το σούπερ-μάρκετ. Αυτός είναι ένας καινούργιος τρόπος απεργίας σύμφωνα με τον οποίο τ’ αφεντικά χάνουνε και πληρώνουν.
ΛΟΥ. Έτσι είναι το σωστό. Δεν πρέπει ποτέ στ’ αφεντικά να φέρνεσαι με το γάντι.
ΤΖΟ. Σ’ ένα καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες: «αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ; θα μπορούσατε να είστε λίγο πιο καλός, με λίγη περισσότερη κατανόηση; Ας συμφωνήσουμε…» Όχι. Ο μόνος τρόπος για να μιλήσεις μαζί τους είναι να τους στριμώξεις στον καμπινέ, να τους χώσεις το κεφάλι μες στη λεκάνη και να τραβήξεις το καζανάκι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα καλύτερο κόσμο, ίσως με λιγότερο φανταχτερές βιτρίνες, ίσως με λιγότερες λεωφόρους, αλλά με λιγότερες λιμουζίνες, με λιγότερους απατεώνες. Τους πραγματικούς απατεώνες, αυτούς τους μισάνθρωπους με τις χοντρές κοιλιές. Κι έτσι θα ‘χαμε δικαιοσύνη. Έτσι, εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι απ’ τη τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφτούμε και τον εαυτό μας. Να κτίζουμε σπίτια που να ανήκουν σε μας… να ζούμε μια ζωή που θά ‘ναι ολότελα δική μας. Να ζούμε σαν ολοκληρωμένοι άνθρωποι τέλος πάντων. Να ζούμε σ’ ένα κόσμο που η επιθυμία σου να γελάσεις, ξεσπά από μέσα σου σα γιορτή, η επιθυμία να παίξεις και να γιορτάσεις… κι επιτέλους να κάνεις μια δουλειά που να σ’ ευχαριστεί… σα κανονικοί άνθρωποι κι όχι σα ζώα που ζούνε και υπάρχουνε χωρίς χαρά και φαντασία.
(πρώτα σιγά και μετά όλο και πιο δυνατά λένε κι άλλοι τα λόγια του Τζοβάνι)
ΤΖΟ. Ένας κόσμος που μπορεί κανείς να δει ξανά ότι υπάρχει ακόμη ένας ουρανός… τα λουλούδια που ανθίζουν… ότι ακόμα υπάρχει άνοιξη… και τα κορίτσια που γελούν και τραγουδούν. (Προχωρούν στο μπροστινό μέρος της σκηνής) Κι όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σα γέρος, πεταμένος σα στυμμένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που ‘ζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους… (σιγά σιγά σβήνει το φως ενώ λέγονται οι τελευταίες λέξεις)
(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στον «Ερανιστή» το καλοκαίρι του 2013)
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Ντάριο Φο το 1974 σκάρωσε και παρουσίασε ένα θεότρελο θεατρικό έργο με τον τίτλο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Μέσα σε μια από τις πολλές πετρελαϊκές κρίσεις, που όπως φαίνεται τείνουν στη μονιμότητα, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και τους εργάτες να χάνουν τις δουλειές τους ή να υποαπασχολούνται με τα γνωστά εργασιακά τερτίπια της ημιαπασχόλησης που σημαίνουν απλήρωτη εργασία, μια ομάδα γυναικών μπουκάρει σε σούπερ – μάρκετ και αρνείται να πληρώσει τις νέες υπερδιπλάσιες τιμές – λόγω κρίσης – των προϊόντων. Δημιουργούν τρομακτική σύγχυση στο ταμείο, έρχονται σε ανοιχτή ρήξη με το διευθυντή, σχεδόν τον απειλούν με λιντσάρισμα, και τελικά αρπάζουν τα αγαθά πληρώνοντας κατά βούληση. Το πράγμα παίρνει τεράστιες διαστάσεις, αφού κάποιες γυναίκες φτάνουν σε σημείο να αρπάζουν ό,τι βρουν, χωρίς να πληρώσουν τίποτα. Ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο. Μια κυρία, με πρωτοφανές θράσος, κατευθύνεται προς την έξοδο φορτωμένη θεόρατες σακουλάρες, που αδυνατεί να σηκώσει, και απαιτεί πίστωση από το διευθυντή του σούπερ – μάρκετ χωρίς όμως να δώσει κανένα στοιχείο της, αντιστρέφοντας το γνωστό τροπάρι των εμπόρων που λέει ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους εμπόρους. Ε λοιπόν, και οι έμποροι πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στους καταναλωτές. Δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία, ούτε καταγραφή στοιχείων. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη πιστοποιεί την εξόφληση κάθε λογαριασμού. Όπως είναι φυσικό, εντός ολίγου έρχεται η αστυνομία, αλλά είναι τέτοιο το μπούγιο και τόσο ανεξέλεγκτη η κατάσταση που το έργο της γίνεται αδύνατο. Οι εξαγριωμένες κυρίες μπαίνουν στο τραμ κι εξαφανίζονται και οι αστυνομικοί δεν μπορούν να εξακριβώσουν ποια ψώνια είναι νόμιμα και ποια όχι. Εξάλλου, η οργή των γυναικών, ο πανικός και το πρωτόγνωρο της υπόθεσης τους καθηλώνουν. Ένα μικρό χάος, τόσο ξαφνικό, αυτοσχέδιο και ανήκουστο που γελοιοποιεί τις αρχές καθιστώντας τις ανίσχυρες.
Το εξωφρενικό αυτό γεγονός είναι το πλαίσιο που κινεί όλη τη δράση του «Δεν πληρώνω – δεν πληρώνω». Είναι δηλαδή η αφορμή, το δεδομένο, η κινητήριος δύναμη του έργου. Το επεισόδιο δεν παρουσιάζεται στον αναγνώστη – θεατή, απλώς εξιστορείται, ως τετελεσμένο γεγονός, από την αυτόπτη μάρτυρα – ηρωίδα του έργου, την Αντωνία, που έχει γυρίσει στο σπίτι φορτωμένη σαν γαϊδούρι με σακούλες – λάφυρα της λαϊκής λεηλασίας. Η Αντωνία περιγράφει το περιστατικό στη φίλη της Μαργαρίτα που μένει κατάπληκτη και εξοργίζεται με την κακή της τύχη που δεν ήταν στο σούπερ – μάρκετ να πλιατσικολογήσει κι αυτή. Ο διάλογος αυτός – πέρα από το πλιάτσικο – αποκαλύπτει σταδιακά ένα βουνό προβλημάτων οικονομικής φύσεως με απλήρωτα ενοίκια και ληγμένους λογαριασμούς, ως κάτι απολύτως φυσικό, ως αυτονόητη καθημερινότητα. Παρακολουθούμε την εξαθλίωση της εργατικής τάξης που αδυνατεί να επιβιώσει, καθώς ξεζουμίζεται κυριολεκτικά από το σύστημα και ταυτόχρονα γελάμε με την κωμικότητα της κατάστασης, που επιβάλλει το εντελώς παράλογο ως δεδομένη – αναπόδραστη πραγματικότητα. Γιατί ο Φο καταδεικνύει το τερατώδες όχι με υπερβολές ή μελοδραματισμούς, αλλά με τον κυνισμό της ορθολογικής καταγραφής μιας τελείως ανορθολογικής πραγματικότητας. Κι αυτή είναι η αλάθητη τεχνική της ειρωνείας που ξεγυμνώνει όλα τα κοινωνικά φτιασιδώματα. Ο Φο μετατρέπει ένα ταξικό δράμα σε κωμωδία μετουσιώνοντας την αγωνία της επιβίωσης σε θέατρο του παραλόγου. Το παράλογο ξετυλίγεται αργά και μεθοδικά ακολουθώντας την διαδρομή της εξωφρενικότητας. Οι γυναίκες προκειμένου να κυκλοφορήσουν με τα κλοπιμαία τα βάζουν κάτω από τα ρούχα τους και προσποιούνται τις εγκυμονούσες. Ο τόπος γεμίζει έγκυες γυναίκες, που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και αφήνουν κατάπληκτους τους άντρες που δεν γνωρίζουν τίποτα. Το παράλογο συναντά το γκροτέσκο. Ξετυλίγονται διάλογοι απείρου κάλλους καθώς οι γυναίκες δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και οι άντρες τα χάφτουν δείχνοντας κωμική δυσπιστία. Φτάνουμε στο σημείο να παρακολουθούμε επιχειρηματολογία που να στηρίζει ότι τα παιδιά γεννιούνται στη σαλαμούρα. Κάθε λογική καταρρίπτεται και το παράλογο είναι ο μόνος δρόμος που έχει απομείνει στην εργατική τάξη. Η απόλυτη ειρωνεία σηματοδοτεί την απόλυτη αντιστροφή. Τελικά το σύστημα, οι νόμοι, τα εργασιακά δικαιώματα, οι αμοιβές των εργατών, το κόστος ζωής, η πετρελαϊκή κρίση, με δυο λόγια η καπιταλιστική αρμονία είναι τόσο λογική και οι γυναίκες παράλογες ή το αντίθετο; Πόσο λογικό είναι ένα σύστημα που υποχρεώνει τους εργαζόμενους που το στηρίζουν με την παραγωγική τους δύναμη να καταφεύγουν στο παράλογο για να επιβιώσουν; Αλλά ο Φο δεν σταματά εδώ. Συνεχίζει να διερωτάται. Ποιος είναι ο κλέφτης, οι γυναίκες ή το σούπερ – μάρκετ; Ποιος εκβιάζει και τσαλαπατά τον άλλο, η ακρίβεια που καθιστά αδύνατη την πρόσβαση στα αγαθά ή οι γυναίκες που ορμούν και παραβιάζουν την ξένη περιουσία; Και πόσο ξένη είναι αυτή η περιουσία, αφού οι εργάτες είναι αυτοί που την παράγουν; Έτσι, ο Φο φτάνει στα άκρα. Δικαιώνοντας ηθικά τις γυναίκες νομιμοποιεί την κλοπή. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, ο καπιταλισμός μας κλέβει, ας τον κλέψουμε κι εμείς. Είναι το σημείο που η λογοτεχνία γίνεται επαναστατικότητα. (Αυτό το πλήρωσε ακριβά ο Φο στην προσωπική του ζωή. Πέρα από τη διαρκή λογοκρισία που τον καταδίωκε, πέρα από τις απειλές για τη ζωή του, πέρα από τις επιθέσεις που του έκαναν ακροδεξιές οργανώσεις, πέρα από τις επιθέσεις που δέχτηκε τόσο από πολιτικούς όσο κι από την εκκλησία, στις 8 Μαρτίου του 1973 νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη γυναίκα του, Φράνκα Ράμε, τη βασάνισε και τη βίασε. Την αμέσως επόμενη χρονιά παρουσίασε το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» αποδεικνύοντας ότι, όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά συνεχίζει ακάθεκτος. Ο Ντάριο Φο είναι ηρωική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το βραβείο Νόμπελ ήρθε πολύ αργά – το 1997 – για να τον δικαιώσει.) Αλλά το πράγμα δεν σταματά εδώ. Η μεγάλη νίκη της κλοπής, δεν μπορεί παρά να πάρει – με τη σειρά της – τις διαστάσεις μιας νέας χοντροκομμένης φάρσας. Οι γυναίκες θριαμβολογούν για τη μικρή τους νίκη στο σούπερ – μάρκετ και χαίρονται γιατί από ένα σύστημα που τους στραγγίζει καθημερινά κατάφεραν να κλέψουν δυο πακέτα μακαρόνια. Είναι η δικαίωση του σκύλου που αναγκάζει το αυτοκίνητο σε φυγή με τα γαυγίσματά του.
Όμως, ο Φο δεν ενδιαφέρεται απλώς για τον ταξικό προσανατολισμό του έργου, αλλά προχωρά ακόμη παραπέρα δίνοντας ένα ξεκάθαρο στίγμα για τη θέση της γυναίκας. Η επαναστατική πράξη της κλοπής γίνεται από γυναίκες εν αγνοία των ανδρών. Την καπιταλιστική αδικία τη βιώνει πολύ έντονα η γυναίκα, γιατί επωμίζεται το οικονομικό αδιέξοδο του σπιτιού. Ως οικονομικός διαχειριστής βιώνει στο πετσί της την καπιταλιστική αδικία και βρίσκεται από τη μια αγανακτισμένη με τις μόνιμα άδειες τσέπες κι από την άλλη υπόλογη στον άντρα της, που την κατηγορεί για σπατάλες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες κάνουν τη μπούκα στο σούπερ – μάρκετ. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες πρώτα αντιστέκονται έχοντας ξεκάθαρα διαμορφωμένη ταξική συνείδηση. Ο Ντάριο Φο, χωρίς διθυραμβικά φεμινιστικά μανιφέστα, αποδίδει εγκάρδιο χαιρετισμό στη γυναίκα, τον αφανή ήρωα της καθημερινότητας, το έτερο θύμα του καπιταλισμού.
Όσο για το σύζυγο της Αντωνίας – αριστερός εργάτης, διαποτισμένος από την τρέχουσα ηθική της αξιοπρέπειας που καθορίζεται αυστηρά από την περηφάνια της εξόφλησης κάθε ηθικού και οικονομικού χρέους – δεν είναι παρά ο φορέας της επίπλαστης καπιταλιστικής ηθικής που θέλει τον αδύναμο να μη διεκδικεί ποτέ αυτά που του ανήκουν γιατί αυτό είναι ανήθικο κι ανέντιμο. Είναι ο άνθρωπος που έχει το κούτελό του καθαρό, που για μια τιμή ζει, που είναι άκαμπτος σε θέματα ντομπροσύνης και προσωπικής εντιμότητας. Φυσικά, είναι αδύνατο να αποδεχτεί τα κλοπιμαία της γυναίκας του. Φυσικά, είναι αδύνατο να μη γίνει αφελής. Είναι ο μπουνταλάς που πρέπει να ξεγελάσουν. Μοιραία οι αρχές του καταποντίζονται και αποδεικνύονται σαθρό ιδεολόγημα που θέλει τους ανθρώπους να μην αντιστέκονται όταν τους κλέβουν. Γιατί η αδικία δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς ηθικό υπόβαθρο. Ο αδικημένος δεν συγρατιέται μονάχα με το φόβο. Οφείλει να πειστεί για το δίκαιο της κατάστασης του, οφείλει να μετατρέψει την αδικία σε προσωπική υπαιτιότητα. Η ηθική είναι η εκλογίκευση της αδικίας. Η ηθική διαμορφώνεται από το δίκιο των ισχυρών.
Στην Ελλάδα το «δεν πληρώνω» πήρε διαστάσεις κινήματος. Κορυφώθηκε με τα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς (τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα με το νεαρό που έχασε τη ζωή του δεν σηματοδοτούν μόνο την πρωτοφανή βαρβαρότητα μιας αβίωτης πλέον καθημερινής συνθήκης, αλλά και την οριστική χρεοκοπία – μιας μερίδας(;) – της διανόησης(;!) με τα χυδαία σχόλια περί «τζαμπατζήδων», αλλά και την αδικαιολόγητη σιωπή που εν πολλοίς κυριαρχεί, όχι μόνο με το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στο σύνολό τους σάμπως η κοινωνική πραγματικότητα να μην αφορά την τέχνη και τη διανόηση) και τα διόδια. Ο κόσμος εξαγριωμένος με τις πανάκριβες τιμές των διοδίων και την κάκιστη ποιότητα των δρόμων σήκωνε τις μπάρες και περνούσε. Στα Τέμπη το θέμα ξεπερνά κάθε όριο. Η ιδιωτική εταιρεία που έχει αναλάβει τη συντήρηση και διάνοιξη του δρόμου και καθορίζει τις τιμές των διοδίων τζιράρει λεφτά κάθε μήνα. Ο δρόμος όχι απλώς δεν έχει βελτιωθεί, αλλά μάλλον κρίνεται επικίνδυνος. Είναι γνωστό το θέμα με τη σήραγγα που ετοιμάζεται και τα βράχια που πέφτουν. Πώς είναι δυνατό η εταιρεία να εισπράττει λεφτά για ένα έργο που δεν έκανε ακόμα; Αν είναι να εισπράττει τα διόδια για να κάνει το έργο τότε τι τη χρειαζόμαστε; Γιατί πρέπει να εκμεταλλεύεται το δρόμο η ίδια, αφού τα λεφτά πάλι εμείς τα βάζουμε; Σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό κράτος γίνονται έτσι τα έργα; Γιατί στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Ιωαννίνων μπήκαν διόδια αφού ολοκληρώθηκε το έργο; Φυσικά το κράτος πήρε μέτρα για τους οδηγούς που δεν πληρώνουν προβλέποντας τσουχτερά πρόστιμα, μέχρι και αφαίρεση διπλώματος, προστατεύοντας τα συμφέροντα της εταιρείας – κι όχι του πολίτη – κι επιβεβαιώνοντας ότι ο μόνος νόμος είναι το δίκιο των εταιρειών.