Μηδενί δίκην δικάσῃς
πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Μέσα στην Εκκλησία αναπτύσσονται διαχρονικά τρεις τάσεις έναντι της υπερκείμενης  –συχνά εχθρικής κι ενίοτε αλλόπιστης–  πολιτικής εξουσίας. Η μία τάση συμπλέει με τις δημόσιες αρχές, αποκρύπτοντας και νομιμοποιώντας την βίαιη φύση τους, με κύριο σκοπό να προστατεύσει την Εκκλησία στην εγκόσμια διάστασή της ως θεσμό, δηλαδή ως εξουσιαστικό μόρφωμα. Πρόκειται για μια εκρηκτική ανάμειξη μεταφυσικής και πραγματισμού. Οι μεγαλύτερες εντάσεις σε αυτή την δυαρχική σχέση ανακύπτουν σε ζητήματα διοικήσεως, περιουσίας και χειρισμών, αλλ’ ουχί ουσίας. Η άλλη τάση ουδαμώς απασχολείται με την τρέχουσα πολιτική (θεωρώντας αυτήν ‘‘δευτέρας κατηγορίας’’ πραγματικότητα) για να διασώσει και να προαγάγει την Εκκλησία ως σώμα Χριστού. Η δε τρίτη προσπαθεί –με όλους τους συνεπαγομένους κινδύνους– να επικαιροποιήσει πολιτικά το ευαγγελικό μήνυμα αγωνιζόμενη, αντιστεκόμενη και θυσιαζόμενη απέναντι σε κάθε μορφής υλικό καταναγκασμό.

Το κείμενο του παπα-Ανυπόμονου, φίλου και συναγωνιστή του Άρη, ανήκει χωρίς αμφιβολία στην αντιστασιακή παράδοση της Εκκλησίας και ιδίως του στρώματος εκείνου των ιερωμένων που τελούν σε μια αδιάσπαστη ενεργή σχέση με τους πόθους και τις αγωνίες του λαϊκού τους ποιμνίου. Τα επόμενα κείμενα, του αντιλεγόμενου αρχιεπισκόπου της πρώτης Χούντας, επιχειρεί να ερμηνεύσει κατά τρόπον αμφίβολης εγκυρότητας την ευαγγελική παραγγελία «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».


2016-10-01-1-1

Αποσπάσματα από το βιβλίο του παπα-Ανυπόμονου

Κάποια ημέρα, από τις πρώτες που είχα καταταγεί στον ΕΛΑΣ και είχα ενταχθεί στον έφιππο ουλαμό –τους θρυλικούς μαυροσκούφηδες– σε συζήτησή μας με τον Άρη, έγινε ο εξής διάλογος:
«Πώς βλέπεις, Παπούλη μου, τους παπάδες; Μας αγαπούν, έ;…» με ρωτά ο Άρης, προσδοκών την απάντηση που θα τον ευχαριστούσε.
«Να σας ειπώ, Αρχηγέ μου», του απαντώ. Οι παπάδες, όλος ο εφημεριακός Κλήρος, κι εσάς αγαπούν και τον Αγώνα συντρέχουν, αλλά έχουν κι αυτοί προβλήματα πολλά, είναι και αδιαφώτιστοι. Οι Δεσποτάδες, άλλωστε, έφυγαν από τις Μητροπόλεις τους* [αναζητώντας ασφάλεια και άνεση στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη] και οι παπάδες έχουν μείνει τελείως ακαθοδήγητοι… Θα πρέπει πρώτα να διαφωτισθούν και να οργανωθούν, για να γίνουν μία συμπαγής ομάδα και να συνεισφέρουν αποτελεσματικώτερα στον Αγώνα.»
«Σε λίγες μέρες, Παπούλη μου, περιμένω να έρθει στο Καρπενήσι ο Δεσπότης της Κοζάνης, ο Ιωακείμ, που έχει βγει αντάρτης στο βουνό. Δεν το ξέρεις;»
«Το ξέρω. Και χάρηκα πολύ, γιατί θέλουμε κι εμείς έναν Δεσπότη, που είμαστε αδέσποτοι!…»
«Πες μου, Παπούλη, τι θέλεις από μένα για να κάνεις κάτι;»
«Θέλω, Αρχηγέ μου, την άδειά σας και την εντολή σας για να περιοδεύσω σε ορισμένα χωριά της Φθιώτιδος και της επαρχίας Δομοκού, όπου γνωρίζω τους ιερείς. Να κουβεντιάσω μαζί τους και να τους ειπώ ό,τι πρέπει για τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα μας. Ελπίζω να έχω καλό αποτέλεσμα, ώστε να συγκαλέσουμε Ιερατικό Συνέδριο. Άλλωστε, προς αυτή την κατεύθυνση ενεργεί ήδη και ο παπα-Χολέβας στη Ευρυτανία.»
«Την άδειά μου την έχεις και το φύλλο πορείας θα έχεις. Να σου δώσω, όμως, κι έναν αντάρτη για συνοδό.»
«Ευχαριστώ, για την άδεια, αλλά συνοδό δεν θέλω.»

[…]

Όταν περιέγραφα στον Άρη τα καθέκαστα των διαφόρων ιερατικών προσυνεδριακών συσκέψεων και συνελεύσεων εν όψει του Ιερατικού Συνεδρίου στο Καρπενήσι κι έβλεπα το πρόσωπό του να φωτίζεται και να γελάει από ευχαρίστηση, τόλμησα και του είπα:
«Τώρα κι εσείς, Αρχηγέ μου, ελπίζω να ανταποκριθείτε στην προσφορά αυτών των φτωχών παπάδων.»
«Γιατί, αμφιβάλλεις;» με ρωτάει.
«Όχι, απλώς υπόμνηση σάς κάμω…»
«Θα δεις. Τώρα που θά ’ρθει ο Κοζάνης και θα γίνει το Συνέδριό σας, θα είναι εκεί και στελέχη από την Οργάνωση. Εγώ θα τους πω πόσο μεγάλη, πόσο τεράστια ωφέλεια προσφέρει στον Αγώνα μας η συνεργασία και η συμμετοχή των παπάδων και θα τους τονίσω ότι πρέπει κι εμείς να τους βοηθήσουμε εκεί όπου μπορούμε και ιδιαιτέρως στο θέμα του ψωμιού τους. Γι’ αυτό η Οργάνωση θα δηλώσει επίσημα και δημόσια ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβουλεύει και να προτρέπει όλους τους οργανωμένους αγωνιστές να είναι συνεπείς και να αποδίδουν το ‘‘εφημεριακό δικαίωμα’’ στους εφημερίους τους. Μην ανησυχείς παπούλη μου. Αυτό θα γίνει και θα το δεις. Εδώ είμαστε και να μου λες τα παράπονα των παπάδων και αν με δεις να αδιαφορώ, φτύσε με.
Ένα μόνο έχω να σου πω: Αυτή η υπηρεσία που πρόσφερες στον Αγώνα δεν εξαγοράζεται με τίποτα. Ποτέ δεν θα μπορούσαμε εμείς, σαν οργάνωση του ΕΑΜ, να εξασφαλίσουμε την τόσο απαραίτητη για τον Αγώνα συνεργασία του Κλήρου. Όπως ξέρεις, οι περισσότεροι από εμάς είμαστε κομμουνιστές και ο πολύς κόσμος μάς θεωρεί και άθεους, παρ’ όλο που αυτό δεν είναι αλήθεια για όλους μας. Εσύ, παρά το λίγο διάστημα που βρίσκεσαι κοντά μας, θα το έχεις ήδη καταλάβει.»

Επεξήγηση περί του εφημεριακού δικαιώματος

Οι εφημέριοι ευρίσκοντο σε μία κατάσταση πολύ δυσάρεστη από πάσης πλευράς. Ζούσαν με λίγο σιτάρι και καλαμπόκι, που τους έδιδαν οι ενορίτες τους, ως ‘‘εφημεριακό δικαίωμα’’, γιατί τότε δεν εμισθοδοτούντο από το Δημόσιο, όπως συμβαίνει τώρα. Οι χωρικοί, όμως, λόγω της γενικής φτώχειας που εμάστιζε την κατεχόμενη χώρα μας, όσο περνούσε ο καιρός εγίνοντο όλο και πιο φειδωλοί στις υποχρεώσεις τους έναντι των ιερέων. Κι όταν ο παπάς παρεπονείτο σ’ έναν ενορίτη του, γιατί ακόμη δεν του έδωκε το εφημεριακό δικαίωμα, η απάντηση ήταν: «Και συ, παπά μου, μη με θάβεις όταν πεθάνω…»

Οι ιερείς δεν έπαιρναν μισθό εκείνη την εποχή, αλλά ζούσαν από την εις είδος προσφορά –το λεγόμενον ‘‘εφημεριακό δικαίωμα’’– των ενοριτών, πλείστοι των οποίων ηρνούντο να δώσουν ένα κόσκινο καλαμπόκι και άλλο τόσο σιτάρι για τον εφημέριό τους, επικαλούμενοι τη φτώχεια τους. Και είναι αλήθεια ότι όλοι, σχεδόν, ήσαν φτωχοί˙ αλλά τι να έκαμε και ο φτωχός ο παπάς;


* Ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος παραγγέλλει με εγκύκλιό του προς τους Αιδεσιμωτάτους εφημερίους: «Εν συνεχεία προς ημετέραν τηλεγραφικήν διαταγήν, παραγγέλλομεν, όπως εξακολουθήσητε εργαζόμενοι συντόνως και εξακολουθούντες παν μέσον, ώστε να πεισθώσιν οι ευσεβείς ενορίται σας, ότι οφείλουσιν να παραδώσωσι τα τυχόν παρά αυτών κατεχόμενα όπλα εις τας Ιταλικάς αρχάς, διότι τούτο απαιτεί το συμφέρον των. Η απόκρυψις όπλων έχει λυπηροτάτας συνεπείας διά τους αποκρύπτοντας. Γνωρίζομεν δε υμίν, ότι αι Ιταλικαί αρχαί υπισχνούνται ιδιαιτέρας εις τρόφιμα αμοιβάς εις τους εφημερίους τους μέλλοντας να εργασθώσιν αποτελεσματικώτερον προς τον άνωθι σκοπόν.»


2016-10-01-1-2

Απόσπασμα από την επιστολή του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Κοτσώνη προς τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο (6 Αυγ. 1969)

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
πληροφορούμαι, ότι, συλλαμβανόμενοι αξιωματικοί, δέρονται ανηλεώς, εις δε τας Επαρχίας ο στρατιωτικός και ο χωροφύλαξ είναι το φόβητρον. Και διερωτώμαι: Δι’ αυτό έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου; Διά να εγκατασταθή το Κράτος του χωροφύλακος; Αυτό είχε ποθήσει ο Ελληνικός Λαός; Αυτό το Κράτος θα αντικαταστήση ‘‘το Κράτος της συναλλαγής και της φαυλότητος’’; Κατ’ αυτόν τον τρόπον θα διαπαιδαγωγηθή ο Λαός, ίνα μεταβώμεν εις ‘‘την αληθή Δημοκρατίαν’’;

Η ωμή βία και το κράτος του χωροφύλακος οδηγούν όχι εις την Δημοκρατίαν αλλ’ είτε εις την δουλείαν, είτε εις την ανατροπήν. Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την. Διότι και τα δύο οδηγούν εις τον όλεθρον της Ελλάδος. Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον, ‘‘του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει’’, θα έχετε αποτύχει εις τον σκοπόν σας ως Επανάστασις, διότι ήλθατε, διά να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά και θα οδηγήτε την Ελλάδα εις τον όλεθρον. Διότι η Ελλάς, περιβαλλομένη από τόσους κινδύνους, έχει ανάγκην όχι απλώς αγωνιστών, αλλ’ εμψυχωμένων αγωνιστών. Και ως γνωστόν, οι δούλοι δεν πολεμούν. Εάν δε δεν κατορθώσετε να υποδουλώσετε τον Λαόν, κάποιαν στιγμήν, θα εκσπάση το ηφαίστειον, το οποίον όμως δεν θα ανατρέψη μόνον την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου, αλλά θα καταστρέψη και θα καταβαραθρώση ολόκληρον την Ελλάδα.

Αγαπητέ μου κ. Πρόεδρε,
εν όσω υπάρχει ακόμη η δυνατότης, σώσατε την Επανάστασιν. Υπήρξατε ο αρχιτέκτων της, ως πιστεύεται, γίνετε τώρα και ο σωτήρ της. Μην την αφίσετε να εδραιωθή και να εκφυλισθή εις τρομοκρατικόν καθεστώς, στηριζόμενον επί των λογχών. Μην αποξενώσετε τον Λαόν από αυτήν. Η Ελλάς και ο Λαός της την χρειάζονται ακόμη, όχι όμως ως δυνάστην, αλλ’ ως φωτεινόν οδηγόν, ως εμψυχωτήν. Πρέπει, όπως λέγομεν, να κερδίσωμεν την νεολαίαν μας, αλλά πώς; κραδαίνοντας το ξίφος; Η νεολαία όμως, εις όλας τας εποχάς και πολύ περισσότερον εις την ιδικήν μας, κερδίζεται διά των ιδανικών. Ιδανικά όμως και ωμή βία ουδέποτε συνεφιλιώθησαν.

Γνωρίζω πόσον κουράζεσθε. Γνωρίζω με πόσα και πόσο μεγάλα προβλήματα της Ελλάδος απασχολείσθε. Παρά ταύτα, θα τολμήσω να σας είπω: αφίσατέ τα προς καιρόν κατά μέρος και επί τι διάστημα αφιερώσατε τα πολλά και μεγάλα σας τάλαντα, με τα οποία σάς επροίκισεν ο Θεός, εις το να σώσετε την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου. Διότι η Επανάστασις έχει να αντιμετωπίση τον πλέον επικίνδυνον εχθρόν της, δηλαδή τον ίδιον τον εαυτόν της, ή μάλλον τον χωροφύλακα, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπός της. Εάν η Επανάστασις δεν σωθή από τον εχθρόν αυτόν, θα χάση τον Λαόν, οπότε αργά ή γρήγορα…
Αλλά, μη γένοιτο.

Απόσπασμα από την επιστολή παραιτήσεως του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Κοτσώνη προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος (15 Δεκ. 1973)

Μοναδικός μου σκοπός ήτο να υπηρετήσω την Εκκλησίαν και μόνον, και δι’ αυτής το Έθνος, όπως ήμην πεπεισμένος ότι και οι κρατούντες Αξιωματικοί ως μοναδικόν σκοπόν είχαν να υπηρετήσουν την Πατρίδα και μόνον. Η ειλικρινής μου αύτη πρόθεσις και προσπάθεια, όπως υπηρετήσω την Εκκλησίαν εις την αποκάθαρσίν της και την βελτίωσιν των κατ’ αυτήν, διεβλήθη ευθύς εξ αρχής υπό των αντιπάλων της Επαναστάσεως ως ταύτισίς μου μετά των Στρατιωτικών. Λυπούμαι βαθύτατα διά την συσχέτισιν αυτήν, η οποία ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την πραγματικότητα. Διότι πιστεύω ακραδάντως, ότι η Εκκλησία είναι και πρέπει να είναι πάντοτε υπεράνω οιωνδήποτε πολιτικών προσώπων ή ομάδων.
Διά τον λόγον τούτον, ότε την 18ην Δεκεμβρίου 1967 εις σχετικήν σύσκεψιν ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών αείμνηστος Π.Πιπινέλης επρότεινε να γίνω Αντιβασιλεύς, απέρριψα ευθύς αμέσως και ασυζητητί την γενομένην πρότασιν. Η τότε, και συγκεκριμένως την 13ην Δεκεμβρίου 1967 και επί τινας ημέρας σημειωθείσα προσψπική ανάμιξίς μου εις την εκραγείσαν εθνικήν κρίσιν και οι όροι, τους οποίους έθεσα, ίνα ορκίσω Αντιβασιλέα και την διάδοχον προς την του κ. Κ.Κόλλια Κυβέρνησιν, αποτελούν την μόνην εξαίρεσιν αναμίξεώς μου εις τα πολιτικά, η οποία αποκλειστικόν και μοναδικόν σκοπόν είχε την αποφυγήν της αδελφοκτόνου αιματοχυσίας, την εξασφάλισιν της εθνικής μας ακεραιότητος και την αποτροπήν διασπάσεως της εθνικόφρονος μάζης του ελληνικού Λαού. Αν πάντως, παρά ταύτα, έστω και ακουσίως συνέβαλα εις την δημιουργίαν της εντυπώσεως περί συνταυτίσεως Εκκλησίας και επαναστατικής Κυβερνήσεως, παρακαλώ τον Θεόν εμέ μεν να συγχωρήση, αι δε συνέπειαί της να περιορισθούν εις το πρόσωπόν μου και μόνον και όχι εις το κύρος και το πνευματικόν έργον της Εκκλησίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ Τα προαναφερόμενα αποσπάσματα ελήφθησαν από τα βιβλία «Στο βουνό με τον Σταυρό, κοντά στον Άρη» και «Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου, 15 χρόνια από την κοίμησή του», τα οποία αποτελούν μέρος της νεότευκτης Μικρής Ορθόδοξης Βιβλιοθήκης, η οποία στεγάζεται στο κελλί 3 του μοναστηριακού συγκροτήματος της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας.

Για την αντιγραφή: Δημ.Κουτραφούρης

Facebooktwittergoogle_plusmailFacebooktwittergoogle_plusmailrssrss

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *